Με τις αγορές να σταθμίζουνε όλες τις παραμέτρους των αγορών
και της παγκόσμιας οικονομίας, με αφορμή την 10 επέτειο από
την κατάρρευση της Lehman Brothers και τη μεγάλη κρίση, οι
New York Times σχολίασαν πως οι
Αμερικανοί είδαν με μεγάλη δυσφορία την αντίδραση των
κυβερνήσεών τους στην παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση και
αντέδρασαν με πολύ θυμό. Και όμως, τελικά ήταν σωστή
προσθέτουν οι NYT σε ένα σχόλιο που σηκώνει μεγάλη συζήτησ.
Οι πρωταγωνιστές τους, οι πρώην υπουργοί Οικονομικών Χανκ
Πόλσον και ο Τιμ Γκάιτνερ καθώς και ο πρώην πρόεδρος της
Fed, Μπεν Μπερνάνκι, επέτυχαν τον άμεσο στόχο τους: τη
διάσωση του χρηματοπιστωτικού συστήματος.
Όπως
σχολίασαν οι NYT, ας θυμηθούμε το 2008 και το 2009, όταν η
κυβέρνηση των ΗΠΑ επιστράτευσε το πλήρες χρηματοπιστωτικό
οπλοστάσιό της για να αναχαιτίσει την κρίση.
Οι κ. κ.
Γκάιτνερ, Πόλσον και Μπερνάνκι βρίσκονται στο πολιτικό
κέντρο των ΗΠΑ αλλά είναι συντηρητικοί υπό την παραδοσιακή
έννοια, δηλαδή προσπαθούν να συντηρήσουν το σύστημα που
παρέλαβαν. Η στρατηγική τους ήταν να «μπαλώσουν» τα πράγματα
το συντομότερο δυνατόν. Στόχος τους δεν ήταν να οδηγήσουν
την Wall Street στα ύψη, αλλά να διατηρήσουν τις ροές
κεφαλαίου στην παγκόσμια οικονομία και να ελαχιστοποιήσουν,
παράλληλα, το βάθος και τη διάρκεια της ύφεσης.
Περίπου
230 οικονομολόγοι υπέγραψαν επιστολή με την οποία επέκριναν
τη νομοθεσία του κ. Πόλσον ως αθέμιτη και δυνάμει απειλητική
για τη ζωτικότητα των χρηματαγορών. Η απροθυμία του κ.
Γκάιτνερ να κρατικοποιήσει τις τράπεζες προκάλεσε επικρίσεις
των προοδευτικών, που επισήμαναν πως η κυβέρνηση διοχέτευσε
χρήμα στις τράπεζες χωρίς να έχει καμία εγγύηση ότι θα
εξακολουθήσουν να δανείζουν. Οι προσπάθειες του κ. Μπερνάνκι
να διοχετεύσει χρήμα στην οικονομία, αγοράζοντας ομόλογα,
επίσης προκάλεσε αντιδράσεις. Το 2010 ομάδα συντηρητικών
οικονομολόγων υποστήριξε σε επιστολή τους ότι το πρόγραμμα
ποσοτικής χαλάρωσης της Fed «διακινδυνεύει την υποτίμηση του
νομίσματος και την εκτίναξη του πληθωρισμού και δεν
πρόκειται να επιτύχει τον στόχο του, που είναι η τόνωση της
απασχόλησης». Οι επικρίσεις τους ήταν παραπλανητικές. Το
πακέτο διάσωσης του κ. Πόλσον δεν προωθούσε τον σοσιαλισμό
στη Wall Street, ούτε και επιβάρυνε δυσβάσταχτα τους
φορολογουμένους.
Τα τεστ
κοπώσεως που εισήγαγε ο κ. Γκάιτνερ αποκατέστησαν την
εμπιστοσύνη στις μεγάλες τράπεζες χωρίς το κόστος και τον
πολιτικό αντίκτυπο που θα συνεπαγόταν η κρατικοποίησή τους.
Σήμερα έχουν συμπεριληφθεί στην εργαλειοθήκη άλλων κεντρικών
τραπεζών. Η επιθετική νομισματική πολιτική του κ. Μπερνάνκι
επέτυχε να δρομολογήσει την επιστροφή της ανάπτυξης στα μέσα
του 2009. Η ποσοτική χαλάρωση και τα χαμηλά επιτόκια ούτε
οδήγησαν σε κατάρρευση το δολάριο ούτε εξώθησαν ανοδικά τον
πληθωρισμό. Κανείς δεν μπορεί να ισχυρισθεί πως είναι τέλεια
η αμερικανική οικονομία ούτε ότι όλα έγιναν σωστά.
Αν ο κ.
Πόλσον είχε θεσπίσει νομοθεσία για τη διάσωση του
χρηματοπιστωτικού συστήματος πριν από την κατάρρευση της
Lehman Brothers ίσως να είχε αποφευχθεί η χειρότερη φάση της
κρίσης. Είναι, ωστόσο, ερώτημα πώς θα μπορούσε να έχει
ψηφισθεί ένα τέτοιο νομοσχέδιο πριν από την κρίση. Αν ο κ.
Μπερνάνκι είχε σπεύσει νωρίτερα και είχε επιστρατεύσει την
ποσοτική χαλάρωση το 2009 ή το 2010, αντί για το 2012, ίσως
να είχε έρθει νωρίτερα η ανάκαμψη. Είναι άγνωστο ποια μορφή
θα είχε λάβει η ανάκαμψη αν ο κ. Γκάιτνερ είχε κινηθεί
επιθετικά και είχε αντικαταστήσει τη διοίκηση των πιο
προβληματικών τραπεζών και κυρίως των Citigroup και Bank of
America. Η τακτική αυτών των ανθρώπων αμφισβητήθηκε, αλλά τα
αποτελέσματα των προσπαθειών τους μιλούν από μόνα τους. Η
ανάπτυξη διήρκεσε εννέα χρόνια και είναι η πιο μακροσκελής
που έχει καταγραφεί. Αν και οι νέες θέσεις εργασίας ήσαν
απογοητευτικές επί χρόνια, σήμερα η ανεργία είναι 3,9%,
δηλαδή από τα χαμηλότερα ποσοστά που έχουν καταγραφεί εδώ
και δεκαετίες. Από το 2007 έως το 2017 το ΑΕΠ των ΗΠΑ
αυξήθηκε κατά 6,3% και κατά 3% της Ευρωζώνης, όπου
εφαρμόστηκαν ανάλογα μέτρα αλλά με καθυστέρηση.
|