Όπως
έγραψε πριν μερικές ημέρες στο EBR o Steve Coulter, ναι μεν
η παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση είναι πίσω μας και η
ανάπτυξη είναι παρούσα στην Ευρώπη, πλην όμως στο επίπεδο
της εργασίας οι δυσαρεστημένοι είναι σαφώς περισσότεροι από
τους ευχαριστημένους. Γιατί, όμως, συμβαίνει αυτό;
Σύμφωνα
πάντα με την άποψη του Steve Coulter, ένας πρώτος λόγος
εντοπίζεται στο ότι η ανάπτυξη μεταξύ των χωρών είναι
ανισομερής. Άλλος οικονομίες πάνε γρήγορα μπροστά με υψηλούς
ρυθμούς, άλλες όμως ακολουθούν ασθμαίνοντας. Δεύτερον, όπως
προκύπτει από τα στοιχεία για την απασχόληση, οι
δημιουργούμενες νέες θέσεις εργασίας είναι συχνά μερικής
απασχόλησης ή κακής ποιότητας. Τρίτον, δεν αυξάνονται οι
μισθοί. Τέταρτον, πρέπει να γίνουν ακόμα πολλά για να
διασφαλίσουν ότι η επόμενη ύφεση δεν θα είναι τόσο οξεία όσο
η τελευταία. Σύμφωνα με τον δείκτη οικονομικής και
κοινωνικής προόδου της Ευρώπης που δημοσίευσε το Ευρωπαϊκό
Ινστιτούτο Εργατικών Συνδικάτων (ETUI), υπάρχουν πολλές
αιτίες. Ενώ οι μακροοικονομικοί δείκτες κατατείνουν σε
σημαντική επιτάχυνση της ανάπτυξης στην Ευρώπη, είχε
προηγηθεί μακρά περίοδος στασιμότητας ή ύφεσης και επομένως
χρειάζεται πολύς δρόμος ακόμη.
Επιπλέον,
οι χώρες υψηλού εισοδήματος φαίνεται να αφήνουν πίσω τους
την κρίση, αλλά δεν ισχύει το ίδιο σε άλλες χώρες. Πριν από
την κρίση οι χώρες της βορειοδυτικής Ευρώπης συνέκλιναν με
αυτές τις νοτιοανατολικής. Όμως τώρα συμβαίνει το αντίθετο.
Την περίοδο 2008-2016 η μέση κατά κεφαλήν μεταβολή του ΑΕΠ
είχε αρνητικό πρόσημο σε οκτώ χώρες, ενώ άλλες επτά
σημείωναν μηδενική ανάπτυξη. Και ενώ οι χώρες της κεντρικής
και ανατολικής Ευρώπης που προσεχώρησαν στην Ευρωπαϊκή Ένωση
το 2004 έχουν προσεγγίσει τις πλούσιες χώρες, άνοιξε χάσμα
ανάμεσα σε αυτές και τις φτωχότερες οικονομίες του
ευρωπαϊκού Νότου.
Οι αιτίες
της απόκλισης δεν είναι παντού ίδιες. Σίγουρα, όμως, ανάμεσά
τους συγκαταλέγονται οι επιπτώσεις από την πολιτική
λιτότητας και την εσωτερική υποτίμηση. Όσες χώρες υπόκεινται
στα μεταρρυθμιστικά προγράμματα της τρόϊκας αναγκάστηκαν να
υιοθετήσουν διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις και οι όροι που
συνέδεαν τα προγράμματα στήριξης ήταν σκληροί –σε μεγάλο δε
βαθμό και υφεσιακοί.
Τόσον η
Κομισιόν όσο και η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα ζητούν σήμερα
αυξήσεις μισθών για να τονωθεί η ζήτηση. Πριν από την κρίση
οι μισθοί συνέκλιναν προς τα πάνω σε όλη την Ευρώπη, αλλά
όχι πια. Σε εννέα χώρες οι πραγματικοί μισθοί είναι
κατώτεροι από τα επίπεδα τού 2010. Μόνον σε τρεις χώρες (Βουλγαρία,
Πολωνία, Γερμανία) οι μισθοί αυξήθηκαν από το 2019 ως το
2017
περισσότερο από όσο την περίοδο 2000-2008, οπότε στην
Γερμανία οι μισθοί ήταν καθηλωμένοι.
Πάρα
πολλές κυβερνήσεις, τόσον στην ανατολική όσο και στην δυτική
Ευρώπη, όρισαν τον κατώτατο μισθό σε επίπεδα κάτω από το
όριο της φτώχειας. Έτσι, το να έχει κανείς δουλειά δεν τον
προστατεύει απαραιτήτως από την φτώχεια και τα ποσοστά των
φτωχών εργαζομένων παραμένουν υψηλά. Σύμφωνα με τα στοιχεία
του ΟΟΣΑ, η ανασφάλεια στην αγορά εργασίας σχεδόν σε όλες
τις χώρες της ΕΕ ήταν μεγαλύτερη το 2013 απ’ ό,τι το 2007.
Ένα άλλο
κληροδότημα της κρίσης είναι οι ελλείψεις προσωπικού με τις
κατάλληλες δεξιότητες. Από την άποψη αυτή, η υψηλή κατάρτιση
δεν προσφέρει πλέον την τέλεια εγγύηση για καλή σταδιοδρομία.
Από το 2014 ως το 2017, το 25% των κατώτατων θέσεων εργασίας
κατέλαβαν άνθρωποι με υψηλό επίπεδο εκπαίδευσης. Το
αντίστοιχο ποσοστό πριν από την κρίση ήταν 11%.
Η
Κομισιόν έχει δεσμευθεί να επιτύχει υψηλή βαθμολογία στην
βελτίωση των κοινωνικών συνθηκών στην Ευρώπη μέσω της
πρωτοβουλίας «Ευρωπαϊκός Πυλώνας Κοινωνικών Δικαιωμάτων».
Είναι μία θετική εξέλιξη, αλλά δεν έχει ακόμη την υποστήριξη
που χρειάζεται. Πρέπει άλλωστε η Κομισιόν να διαμηνύσει σε
όλους τους τόνους ότι η κατάργηση των συλλογικών συμβάσεων
και η απορρύθμιση της αγοράς εργασίας ήταν υπερβολικές και
επιβαρυντικές ενός κοινωνικού κλίματος που ήταν κακό.
Θα πρέπει,
έτσι, σε πανευρωπαϊκό επίπεδο, να γίνουν σοβαρές προσπάθειες
ενημέρωσης πάνω σε θέματα αλλαγών της φύσης της εργασίας και
του ρόλου για παράδειγμα της δια βίου εκπαίδευσης στο
πλαίσιο αυτό. |