Αν και προσωπικά δεν συμφωνούμε. Και πιστεύουμε ως GFF πως
τα παγκόσμια χρηματιστήρια βρίσκονται σε φάση διόρθωσης εδώ
και αρκετούς μήνες (απλώς η πτώση έχει κυρίως επηρεάσει τις
περιφερειακές αγορές, με μικρές επιπτώσεις στις μεγάλες
αγορές και σχεδόν καμία, τουλάχιστον μέχρι πρόσφατα, στη
Wall Street), αρκετοί είναι αυτοί που εμφανίζονται αρκετά
αισιόδοξοι για την πορεία της αγοράς. Ή τουλάχιστον λένε πως
είναι νωρίς ακόμη να βγουν συμπεράσματα από την τελευταία
πτώση της αγοράς. Όπως για παράδειγμα το Reuters, το οποίο
με χαρακτηριστικό τρόπο έγραψε πως
οι χρηματοοικονομικές αγορές έχουν ορισμένα κοινά σημεία με
τον επαγγελματικό αθλητισμό. Επενδυτές και οπαδοί επιζητούν
απεγνωσμένα νικητές και απογοητεύονται οικτρά με την ήττα.
Παθιάζονται με το παραμικρό, ενώ εξωτερικοί παρατηρητές
βρίσκουν συχνά τους κανόνες απαρχαιωμένους και τον
ενθουσιασμό τους υπερβολικό. Παρά τη φασαρία που κάνουν,
όμως, οι επενδυτές, η επίδραση στην οικονομία είναι
περιορισμένη.
Οι
παράγοντες των χρηματοοικονομικών αγορών –κερδοσκόποι,
μακροπρόθεσμοι επενδυτές και σχολιαστές– θεωρούν πως οι
διακυμάνσεις των αγορών προμηνύουν εξελίξεις στην πραγματική
οικονομία. Απότομες διακυμάνσεις των χρηματιστηριακών
δεικτών, όπως η πτώση του S&P 500 στη Wall Street κατά 4%
την περασμένη εβδομάδα, πρέπει να έχουν βαθύτερο νόημα.
Μεταβολές σε μεγαλύτερη χρονική περίοδο, όπως απώλειες της
τάξεως του 27% στο χρηματιστήριο της Σαγκάης από τον
Ιανουάριο, έχουν μεγαλύτερη σημασία.
Αλλά ποιο
είναι, τελικά, το βαθύτερο νόημα; Μήπως οι μεταβολές αυτές
προεξοφλούν την πτώση της κερδοφορίας των εταιρειών ή την
επιβράδυνση της οικονομικής ανάπτυξης; Μήπως οι
χρηματιστηριακές απώλειες οδηγήσουν στην εξασθένιση των
οικονομιών; Μπορεί η πτώση των αγορών να είναι απλώς
διόρθωση από την υπερβολική άνοδο των τιμών μετοχών και
ομολόγων που είχε προηγηθεί τον προηγούμενο καιρό. Και τι
σηματοδοτούν οι υφιστάμενες αποδόσεις των ομολόγων; Αν και
οι διακυμάνσεις των αποδόσεων στα κρατικά ομόλογα έχουν
κάποιο νόημα, είναι πολύ δύσκολο να το διαβάσει κανείς. Οι
αποδόσεις των 10ετών ομολόγων του αμερικανικού δημοσίου
έχουν αναρριχηθεί από το 2,4% στις αρχές του 2018 στο 3,2%
σήμερα. Είναι σημάδι μιας οικονομίας που συνεχίζει να
αναπτύσσεται ή μπορεί προεξοφλεί μια επιβράδυνση.
Οπως
συμβαίνει στον κόσμο, η αβεβαιότητα αυτή μπορεί να είναι
ελκυστική. Οι αγορές, ωστόσο, φαίνεται πως είναι αποκομμένες
από την πραγματικότητα. Κατ’ αρχάς, οι μεταβολές στις τιμές
των μετοχών δεν ασκούν άμεσα επιρροή στην οικονομία, διότι
δεν καθορίζουν τα κεφάλαια που θα διατεθούν για επενδύσεις.
Σπανίως, δηλαδή, οι εταιρείες πωλούν νέες μετοχές στις
αγορές για να αντλήσουν ρευστό για επενδύσεις. Οι
καθιερωμένοι παίκτες δανείζονται ή αξιοποιούν τις ταμειακές
λειτουργικές εισροές τους. Οι νέες εταιρείες στρέφονται σε
ιδιωτικά επενδυτικά κεφάλαια.
Θεωρητικά,
τα πράγματα διαφέρουν με τις αγορές ομολόγων, υπό την έννοια
ότι αντανακλούν πτυχές της νομισματικής πολιτικής. Ολα
ξεκινούν από το επιτόκιο που προσφέρουν οι κεντρικές
τράπεζες στις τοποθετήσεις overnight, το οποίο επηρεάζει τις
αποδόσεις σε μακροπρόθεσμους τίτλους. Το κόστος δανεισμού σε
αυτές τις αγορές προσδιορίζει εμμέσως πλην σαφώς το μέγεθος
των επενδύσεων που θα χρηματοδοτηθούν από την έκδοση
εταιρικών ομολόγων. Και από το μέγεθος των επενδύσεων θα
εξαρτηθεί η δημιουργία νέων θέσεων εργασίας και η πορεία της
ανάπτυξης.
Θεωρητικά,
οι μηχανισμοί αυτοί είναι εντυπωσιακοί, άλλα δεν
απεικονίζουν την πραγματικότητα. Υπάρχουν και άλλοι
παράγοντες που επηρεάζουν την οικονομική δραστηριότητα, όπως
η κυβερνητική πολιτική, τα λειτουργικά κέρδη, οι ευκαιρίες
που ανοίγονται από την τεχνολογία και η γενικότερη πολιτική
κατάσταση σε μια χώρα. Ολες οι συζητήσεις που γίνονται στις
αγορές για την οικονομία είναι αόριστες. Παρ’ όλα αυτά, οι
χρηματοοικονομικές αγορές μπορούν να ασκήσουν επιρροή στον
οικονομικό κλίμα. Η ισχύς τους συμπυκνώνεται στο ψυχολογικό
κομμάτι της οικονομίας. Οσο οι καταναλωτές και οι
επιχειρηματίες συνδέουν τις τιμές των περιουσιακών στοιχείων
με τη χρηματοδότηση επενδύσεων, τόσο οι αγορές θα καθορίζουν
τις αποφάσεις τους. Μόνον υπό αυτήν έννοια, οι διακυμάνσεις
των τιμών των μετοχών και των ομολόγων μπορούν να επηρεάσουν
την οικονομία.
|