Κανείς
δε γνωρίζει πως θα ολοκληρωθεί όλη αυτή η ιστορία με τις
διαπραγματεύσεις στο εσωτερικό της Γερμανίας για το
σχηματισμό κυβέρνηση. Σε κάθε περίπτωση δεν υπάρχει η
παραμικρή αμφιβολία ότι οι τελικές εξελίξεις επηρεάζουν
ιδιαιτέρως την Ευρώπη και κυρίως χώρες με δημοσιονομικά
προβλήματα, όπως η χώρα μας. Ας ρίξουμε όμως μια ματιά στην
γερμανική οικονομία. Όπως πριν από λίγο καιρό είχε γράψει ο
Holger
Schmieding
(επικεφαλής
οικονομολόγος της Berenberg Bank),
έχοντας
δρέψει τους καρπούς των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων που
είχαν υιοθετηθεί γύρω στο 2004, η γερμανική οικονομία
εξακολουθεί να βρίσκεται σε εξαιρετική κατάσταση. Το
πραγματικό ΑΕΠ αυξήθηκε το 2017 κατά 2,5%, το δημοσιονομικό
πλεόνασμα ανήλθε στο 1,2% και η ανεργία υποχώρησε στο
χαμηλότερο επίπεδο που έχει καταγραφεί, οπότε μπορεί κανείς
να υποστηρίξει βασίμως πως το 2017 ήταν η καλύτερη χρονιά
από την εποχή της επανένωσης της Γερμανίας.
Το ερώτημα είναι πόσο θα
διαρκέσει η περίοδος των παχιών αγελάδων. Όπως έγραψε ο
Schmieding,
όταν
είχαμε προβλέψει, το 2010, ότι έρχεται μια «χρυσή δεκαετία»
για τη Γερμανία, είχαμε προειδοποιήσει πως η επιτυχία θα
φέρει, στο τέλος, και τον εφησυχασμό. Υποστηρίζαμε πως με
την πάροδο του χρόνου θα διαδεχθεί την προσπάθεια
μεταρρύθμισης η αντιστροφή των μεταρρυθμίσεων και πως αυτό
θα οδηγούσε στον τερματισμό της περιόδου εξαιρετικής
ανάπτυξης σε περίπου μία δεκαετία. Αραγε πόσο κοντά
βρισκόμαστε στο τέλος της εποχής των παχιών αγελάδων; Και οι
αλλαγή πολιτικής που συμφωνήθηκε μεταξύ Χριστιανοδημοκρατών
(CDU) και Σοσιαλδημοκρατών θα επιταχύνει ή θα επιβραδύνει
την εξέλιξη; Η επιτυχία της Γερμανίας απορρέει από το
γεγονός πως μεταρρύθμισε την αγορά εργασίας της, όπως
ακριβώς η Μάργκαρετ Θάτσερ είχε θεραπεύσει κάποτε τη
Βρετανία διορθώνοντας λάθη στην αγορά εργασίας.
Στην
περίπτωση της Γερμανίας έγινε πιο ευέλικτη η αγορά εργασίας,
τα επιδόματα ανεργίας λιγότερο γενναιόδωρα, ενώ
μεταρρυθμίσεις στην κοινωνική πρόνοια, στην υγειονομική
περίθαλψη και στις συντάξεις ανέκοψαν την αύξηση των
εισφορών για τους εργοδότες. Η προκαταρκτική συμφωνία που
ολοκλήρωσε η Γερμανίδα καγκελάριος Αγκελα Μέρκελ με τους
Σοσιαλδημοκράτες με στόχο την ανανέωση του μεγάλου
συνασπισμού CDU-SPD για τα επόμενα τέσσερα χρόνια
περιλαμβάνει μικρής κλίμακας αντιστροφή των μεταρρυθμίσεων.
Αν εγκρίνουν την προκαταρκτική συμφωνία τα μέλη των
Σοσιαλδημοκρατών, η νέα κυβέρνηση Μέρκελ θα καταργήσει το
ανώτατο όριο εργοδοτικών εισφορών για υποχρεωτική
υγειονομική ασφάλιση, αυξάνοντας με αυτό τον τρόπο το κόστος
εργασίας.
Ομως και οι συντάξεις θα γίνουν περισσότερο γενναιόδωρες,
αλλάζοντας για παράδειγμα τη μέθοδο με την οποία
υπολογίζονται ώστε η αναλογία σύνταξης προς εισόδημα (πριν
από τη σύνταξη) να μην περιοριστεί, έως το 2025, κάτω από το
48%. Η χρηματοδότηση αυτής της αλλαγής θα απαιτήσει
υψηλότερες εργοδοτικές εισφορές και μεγαλύτερη συνεισφορά
από το Δημόσιο. Με την πάροδο του χρόνου, η εξέλιξη αυτή θα
καταστήσει τη Γερμανία λιγότερο ελκυστική για να επενδύει
και να προσλαμβάνει κανείς προσωπικό. Βραχυπρόθεσμα οι
αλλαγές στο συνταξιοδοτικό και στην υγειονομική ασφάλιση δεν
θα περιορίσουν τις οικονομικές επιδόσεις της Γερμανίας.
Κρίνοντας από τις αρχικές απαιτήσεις του SPD, η
προκαταρκτική συμφωνία που έκλεισε τελικά η Μέρκελ θα
μπορούσε να είναι χειρότερη.
Σύμφωνα
με την προκαταρκτική συμφωνία η φορολογία της εργασίας θα
μειωθεί κατά 0,3%, γεγονός που θα αντισταθμίσει, εν μέρει,
την αύξηση του κόστους για τις επιχειρήσεις εξαιτίας των
υψηλότερων εισφορών για υγειονομική περίθαλψη.
Η κυβέρνηση επιθυμεί να διατηρήσει τη φορολογία της εργασίας
(εργοδοτικές εισφορές και εισφορές εργαζομένων) κάτω από το
40%. Σήμερα η Γερμανία έχει την πολυτέλεια να μπορεί να
αυξάνει σταδιακά το κόστος της εργασίας. Ομως μετά την
επόμενη κυκλική ύφεση της γερμανικής οικονομίας οι εταιρείες
δεν θα βρίσκονται σε τόσο καλή κατάσταση και είναι πιθανό να
διστάζουν περισσότερο να προσλάβουν προσωπικό. Η
μακροπρόθεσμη τάση ανάπτυξης της Γερμανίας δεν θα
εξακολουθήσει να είναι τόσο υψηλή την ερχόμενη δεκαετία.
Ωστόσο, οι καλές εποχές θα διαρκέσουν τουλάχιστον μέχρι το
2020-2021.
|