Δεν υπάρχει καμία αμφιβολία ότι αν κάτι χαρακτηρίζει μια
σειρά εκλογικών αποτελεσμάτων των τελευταίων ετών παγκοσμίως,
αλλά κυρίως στην Ε.Ε και ιδιαιτέρως την ευρωζώνη είναι το
ευρώ. Και δε θα πρέπει να υπάρχει καμία αμφιβολία ότι αν
σύντομα οι ισχυροί της Ευρώπης (και κυρίως το Βερολίνο θα
λέγαμε) δεν καταλάβουν ότι πρέπει να αλλάξουν πολιτική, οι
κίνδυνοι διαρκώς αυξάνονται. Και όσο μακριά φαίνεται, στην
πραγματικότητα μπορεί να είμαστε πολύ κοντά σε ένα μεγάλο
ατύχημα, ένα ατύχημα που είναι άγνωστο που θα μπορούσε να
οδηγήσει. Ακόμη και στη διάλυση της ευρωζώνης και τη
συνολική «μετάλλαξη» της Ευρώπης θα έλεγε κανείς και δε θα
είχε άδικο.
Ένα πολύ ενδιαφέρον άρθρο έγραψε προσφάτως ο γνωστός
δημοσιογράφος των Financial Tines και συγγραφέας Martin
Wolf, Στο οποίο αναρωτιέται αν ήταν απαραίτητο το ενιαίο
ευρωπαϊκό νόμισμα; Υπό συγκεκριμένες προϋποθέσεις, η
απάντηση είναι θετική. Όμως, οι προϋποθέσεις αυτές ποτέ δεν
υπήρξαν. Έτσι, από το ξεκίνημα της ελληνικής κρίσης έως
σήμερα, το ευρώ αποδεικνύεται μία αποτυχία.
Όπως έγραψε ο Martin Wolf, αυτό, ωστόσο, δεν σημαίνει ότι
δεν θα αντέξει ή ότι θα ήταν καλύτερη η κατάσταση αν
εξαφανιζόταν. Κάθε άλλο, σπεύδω να υπογραμμίσω. Το κόστος
μίας μερικής ή πλήρους διάλυσης θα ήταν πολύ μεγάλο.
Σημαίνει ότι το ενιαίο νόμισμα έχει αποτύχει να προσφέρει
οικονομική σταθερότητα ή ένα ισχυρότερο αίσθημα ευρωπαϊκής
ταυτότητας. Αποτέλεσε μία πηγή συγκρούσεων.
H περίπτωση της Ιταλίας είναι αποκαλυπτική και, δεδομένου
του μεγέθους της, εξαιρετικά κρίσιμη. Το ευρώ δεν ευθύνεται
για την στασιμότητα της ιταλικής παραγωγικότητας και του ΑΕΠ
από τότε που εντάχθηκε στην ευρωζώνη. Τα αίτια είναι εγχώρια.
Ωστόσο, το γεγονός ότι η Ιταλία είναι εντός της ευρωζώνης
καθιστά τις αποτυχίες της κοινό πρόβλημα.
Καταστρέφει επίσης την αναγκαία σύνδεση ανάμεσα στην
πολιτική και την εξουσία. Αυτή είναι μία διάσταση του όλου
πλέγματος που έχει μεγάλο ειδικό βάρος. Διότι, στην παρούσα
φάση, μετατρέπει μία κρίση συναλλαγματικών ισοτιμιών σε
μακροχρόνια μακροοικονομική καταστροφή –γεγονός με μεγάλο
πολιτικό βάρος. Μετατρέπει το ευρώ σε φυτώριο λαϊκισμού.
Όλα αυτά είχαν προβλεφθεί. Στο εξαιρετικό του βιβλίο
EuroTragedy, o καθηγητής του Princeton, Ασόκα Μόντι,
παραθέτει μία κριτική της έκθεσης της Επιτροπής Βερνέρ τού
1970, του πρώτου προσχεδίου μίας νομισματικής ένωσης, από
τον Νίκολας Κάλντορ, Βρεταννό οικονομολόγο ουγγρικής
καταγωγής. Ο κ. Κάλντορ υποστήριζε πως θα έπρεπε να υπάρχουν
δημοσιονομικές.
Αυτό θα απαιτούσε πολιτική ένωση. Αλλά οι συγκρούσεις που θα
δημιουργούσε η νομισματική ένωση θα επιδείνωναν το κλίμα,
καθιστώντας δυσκολότερες τις κινήσεις προς μία τέτοια ένωση.
Τα γεγονότα τον δικαίωσαν: ο Αντρέας Κλουθ έγραψε στην
Handelsblatt Global αυτόν τον μήνα: «Ένα κοινό νόμισμα
υποτίθεται ότι θα ένωνε τους Ευρωπαίους. Αντίθετα, τους
διχάζει όλο και περισσότερο». Έχει δίκιο.
Η απόφαση να γίνει δεκτή η Ιταλία ως ιδρυτικό μέλος της
ευρωζώνης λήφθηκε από τον Γερμανό πρώην καγκελάριο Χέλμουτ
Κολ, εν μέσω ενστάσεων από τους αξιωματούχους του και άλλες
κυβερνήσεις. Ο καθηγητής Μόντι επισημαίνει ότι η Ιταλία
υποσχέθηκε να φέρει τον λόγο του δημοσίου χρέους από το 120%
του ΑΕΠ στο 60% ως το 2009. Αντίθετα σταθεροποιήθηκε προτού
σκαρφαλώσει στο 130% μετά την κρίση της ευρωζώνης.
Με το κατά κεφαλήν ΑΕΠ να προβλέπεται από το ΔΝΤ ότι θα
διαμορφωθεί φέτος 8% χαμηλότερα από τα επίπεδα του 2007 και
μόλις 4% πάνω από τα επίπεδα που βρισκόταν το 1997, δεν
προκαλεί έκπληξη που η Ιταλία εξέλεξε λαϊκιστικά κόμματα
στην εξουσία. Η αντίδραση των αγορών και του κατεστημένου
μετρίασε γρήγορα το πρόγραμμά τους. Τα spreads με τα
γερμανικά ομόλογα έχουν σταθεροποιηθεί.
Αυτό θα μπορούσε να αποτελέσει μία καλή λύση, αν ήταν πιθανή
μία βιώσιμη επιστροφή στην ανάπτυξη. Δυστυχώς, εκτός από την
αναιμική ανάπτυξη της παραγωγικότητας, η Ιταλία υποφέρει από
μεγάλο έλλειμμα ανταγωνιστικότητας, όπως καταδεικνύει
πρόσφατη έκθεση του ΔΝΤ. Η Ιταλία έχει υποστεί απώλεια
ανταγωνιστικότητας έναντι της Γερμανίας πάνω από 40% από το
1995 ως το 2010.
Τα δύο αρχικά προβλήματα για την Ιταλία, τότε, ήταν το υψηλό
επίπεδο χρέους, το οποίο την εξέθεσε στον πανικό των αγορών,
και μία τεράστια απώλεια εξωτερικής ανταγωνιστικότητας. Τα
εξωτερικά ισοζύγια της Ιταλίας βρίσκονται τώρα σε πλεόνασμα,
κυρίως λόγω της υψηλής ανεργίας. Μία ισχυρή επέκταση της
εγχώριας ζήτησης είναι πιθανό να δημιουργήσει εξωτερικά
ελλείμματα που δεν θα μπορούν να χρηματοδοτηθούν. Οι
Βορειοευρωπαίοι φορολογούμενοι φοβούνται ότι μπορεί να
κληθούν να πληρώσουν γι’ αυτά. Είναι βέβαιο πως δεν θα το
κάνουν.
Σύμφωνα με το ΔΝΤ, «υπολογίζεται ότι θα χρειαστεί μία
πραγματική υποτίμηση της τάξης του 10% για να ευθυγραμμιστεί
ξανά το ισοζύγιο της Ιταλίας με τα θεμελιώδη οικονομικά
στοιχεία». Η προτεινόμενη λύση είναι μια «εσωτερική
υποτίμηση», μέσω της πτώσης των ονομαστικών μισθών και της
υψηλότερης παραγωγικότητας. Αλλά η Ιταλία δεν έχει κάνει
τίποτα από τα δύο. Αντίθετα, έχουν μειωθεί οι επενδύσεις και
η απασχόληση, με φρικτές συνέπειες. Το γεγονός ότι ο
πληθωρισμός είναι τόσο χαμηλός στην ευρωζώνη συνολικά έχει
καταστήσει δυσκολότερη την προσαρμογή. Η ασύμμετρη
προσαρμογή είναι δύσκολη.
Εκτός ευρωζώνης, οι απαραίτητες προσαρμογές θα είχαν γίνει,
όπως συνέβη συχνά στο παρελθόν, μέσω υποτιμήσεων του
νομίσματος. Αναμφίβολα δεν θα ήταν μία μακροχρόνια λύση.
Αλλά θα ήταν σίγουρα καλύτερη από την κοινωνική και πολιτική
ζημιά που μετέτρεψε μία από τις πιο φιλοευρωπαϊκές χώρες σε
μία από τις πιο ευρωσκεπτικιστικές. Τίποτα δεν έχει ακόμα
τελειώσει. Η πολιτική κατάσταση στην Ιταλία μπορεί να μην
εξυγιανθεί σύντομα, ίσως και καθόλου.
Ένα μέρος του μηχανισμού προσαρμογής στη νομισματική ένωση
είναι ο προκυκλικός αντίκτυπος της νομισματικής πολιτικής:
τα πραγματικά επιτόκια είναι υψηλότερα σε χώρες που έχουν
εφαρμόσει εσωτερική υποτίμηση. Ο μηχανισμός προσαρμογής στην
ευρωζώνη είναι ουσιαστικά ο κανόνας του χρυσού τού 19ου
αιώνα. Οι παρατεταμένες υφέσεις είναι μέρος της προσαρμογής,
όχι κάποιο πρόβλημα.
Με τον τρόπο αυτόν προσαρμόζεται η ανταγωνιστικότητα στην
αλλαγή των συνθηκών. Ούτε μία τραπεζική ένωση, ούτε μία
ένωση κεφαλαίων, ούτε η δημοσιονομική ευελιξία των κρατών
μελών μπορούν να αποτρέψουν τις υφέσεις αυτές, χωρίς σταθερή
εξωτερική στήριξη. Τέτοιοι μηχανισμοί μπορούν να
προστατέψουν τις οικονομίες μόνον έναντι σχετικά παροδικών
αλλαγών ή να μεταφέρουν τις απώλειες στο εξωτερικό.
Οι αλλαγές στην ανταγωνιστικότητα απαιτούν μόνιμες αλλαγές
στις τιμές. Αυτές, με την σειρά τους, έρχονται μετά από
υφέσεις. Όσο πιο άκαμπτες είναι οι οικονομίες και πιο
μεγάλες οι προσαρμογές, τόσο πιο παρατεταμένες ή βαθειές
είναι οι υφέσεις. Τίποτα από όλα αυτά δεν είναι κάτι
καινούργιο. Ήταν γνωστά στους επικριτές του εγχειρήματος
πριν ξεκινήσει.
Οπότε, τί πρέπει να γίνει; Ένα αδύναμο ευρώ είναι μέρος της
απάντησης. Το ίδιο είναι και ο σημαντικά υψηλότερος
πληθωρισμός στις πλεονασματικές χώρες. Αλλά η Ευρωπαϊκή
Κεντρική Τράπεζα δεν είναι σε θέση, για κατανοητούς λόγους,
ακόμα και υπό τον Μάριο Ντράγκι, να ακολουθήσει τις
εξαιρετικά επιθετικές νομισματικές πολιτικές που απαιτούνται
για την πρόκληση πραγματικής υπερθέρμανσης στην Γερμανία ή
την Ολλανδία. Εν τω μεταξύ, οι χώρες αυτές δεν βλέπουν
κάποιο λόγο να βοηθήσουν.
Το βάρος της προσαρμογής θα πέφτει πάντα στις ελλειμματικές
χώρες. Χωρίς σταθερές δημοσιονομικές μεταφορές, δεν έχουν
άλλη επιλογή από μεταρρυθμίσεις που θα έχουν ως στόχο την
επιτάχυνση της παραγωγικότητας και την ευελιξία της αγοράς
εργασίας. Η Ισπανία το έκανε αυτό. Μπορεί να το κάνει και η
Ιταλία; Αν όχι, το στοίχημά της να ενταχθεί στην ευρωζώνη
μπορεί να αποκτήσει ακόμα μεγαλύτερο κόστος.
Οι καλοί φράχτες κάνουν τους καλούς γείτονες. Το εθνικό
νόμισμα είναι ένας καλός φράχτης. Είναι πολύ κρίμα που
ξεχάστηκε αυτό.
|