Το σχέδιο της Βρετανής πρωθυπουργού Τερέζα Μέι, να αρχίσει τη
διαδικασία αποχώρησης από την Ευρωπαϊκή Ενωση έως τα τέλη
Μαρτίου, είναι απίθανο να παρακωλυθεί ή να επιβραδυνθεί από
τη χθεσινή απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου, σύμφωνα με την
οποία η βρετανική κυβέρνηση πρέπει να λάβει την έγκριση του
Κοινοβουλίου προτού αρχίσει τη διαδικασία αποχώρησης.
Όπως έγραψε προσφάτως το
Reuters,
το Ανώτατο Δικαστήριο επικύρωσε προηγούμενη δικαστική
απόφαση, σύμφωνα με την οποία οι Βρετανοί βουλευτές πρέπει
να δώσουν την έγκρισή τους προτού ενεργοποιήσει η κ. Μέι το
άρθρο 50 της Συνθήκης της Λισσαβώνας, μέσω του οποίου θα
αρχίσει επισήμως η διετής περίοδος διαπραγματεύσεων. Μπορεί
η δικαστική ήττα να φέρνει την κυβέρνηση σε δύσκολη θέση,
ωστόσο δεν αναμένεται να αλλάξει το χρονοδιάγραμμα του
Brexit ή, όπως ελπίζουν ορισμένοι επενδυτές και ορισμένοι
υποστηρικτές της Ε.Ε., να αποτρέψει την έξοδο από την Ενωση.
Αυτό οφείλεται, εν μέρει, στο γεγονός ότι είναι διχασμένη η
αντιπολίτευση. «Δεν θα εμποδίσουμε την ενεργοποίηση του
άρθρου 50», είχε πει την περασμένη εβδομάδα ο κ. Τζέρεμι
Κόρμπιν, ηγέτης των Εργατικών, δηλαδή της αξιωματικής
αντιπολίτευσης. «Θα ζητηθεί από όλους τους βουλευτές των
Εργατικών να ψηφίσουν προς αυτήν την κατεύθυνση την ερχόμενη
εβδομάδα ή όποτε γίνει η ψηφοφορία». Είναι πιθανό ότι δεν θα
συμμορφωθούν όλοι οι συνάδελφοι του κ. Κόρμπιν, ωστόσο η κ.
Μέι θα συγκεντρώσει όλες τις ψήφους που χρειάζεται για να
προχωρήσει.
Ωστόσο, η δικαστική απόφαση θα μπορούσε να δώσει την
ευκαιρία στους Εργατικούς και σε άλλους βουλευτές που είναι
αντίθετοι με το «σκληρό Brexit» –δηλαδή μια συμφωνία με την
Ε.Ε., όπου ο περιορισμός της μετανάστευσης θεωρείται
σημαντικότερος από την πρόσβαση στην ευρωπαϊκή κοινή αγορά–
να επηρεάσουν σε μεγαλύτερο βαθμό τη μορφή της τελικής
συμφωνίας. Η κυβέρνηση των Συντηρητικών της κ. Μέι περίμενε
ότι θα έχανε την υπόθεση και υπουργοί της έχουν ήδη
καταστρώσει εναλλακτικά σχέδια, συμπεριλαμβανομένου ενός
μικρού σε έκταση σχεδίου νόμου, το οποίο θα μπορούσε να
έρθει πολύ σύντομα προς συζήτηση στη βρετανική Βουλή των
Κοινοτήτων. Αν και η μεγάλη πλειοψηφία των Βρετανών
βουλευτών υποστήριζε την παραμονή της χώρας στην Ε.Ε. πριν
από το δημοψήφισμα του προηγούμενου Ιουνίου, τώρα οι
περισσότεροι εξ αυτών δηλώνουν ότι θα υποστηρίξουν το Brexit,
ιδίως οι βουλευτές που εκλέγονται στην Αγγλία και στην
Ουαλία, όπου οι ψηφοφόροι είχαν υποστηρίξει σθεναρά την
έξοδο της χώρας από την Ενωση.
Πηγές τόσο από τους Συντηρητικούς όσο και από τους
Εργατικούς δήλωσαν στο Reuters ότι υπάρχει το ενδεχόμενο να
επισπευσθεί η ψήφιση του σχεδίου νόμου, χωρίς να περιοριστεί
η σχετική συζήτηση, ώστε να διασφαλιστεί ότι θα έχει
ψηφιστεί πριν από τα τέλη Μαρτίου. Ειδικά οι Εργατικοί
αντιμετωπίζουν πρόβλημα, διότι πολλοί παραδοσιακοί ψηφοφόροι
του κόμματος από την εργατική τάξη ψήφισαν υπέρ του Brexit,
ενώ ελκύονται τα τελευταία χρόνια από το αντιευρωπαϊκό Κόμμα
της Ανεξαρτησίας (UKIP). Ενώ ο κ. Κόρμπιν δεν θα προσπαθήσει
να εμποδίσει το Brexit, ο ίδιος ήταν επικριτικός προς την
Ε.Ε. επί πολλά χρόνια, έχει δηλώσει ότι θα προσπαθήσει να
διασφαλίσει την πλήρη πρόσβαση της Βρετανίας στην ευρωπαϊκή
κοινή αγορά, προσφέροντας σε αντάλλαγμα «λογική διαχείριση
της μετανάστευσης». Η μεγαλύτερη δυνητική απειλή για την κ.
Μέι θα μπορούσε να προέλθει από τη Βουλή των Λόρδων, όπου
πολλοί εξακολουθούν να αντιτίθενται σθεναρά στο Brexit και
δεν χρειάζεται να ανησυχούν για την άποψη των ψηφοφόρων τους.
Στην περίπτωση που απέρριπτε η Βουλή των Λόρδων την
ενεργοποίηση του άρθρου 50, τότε θα μπορούσε να υπάρξει
σοβαρή καθυστέρηση. Ωστόσο η βρετανική κυβέρνηση είναι
σχεδόν σίγουρη ότι δεν πρόκειται να συμβεί κάτι τέτοιο,
διότι θα προκαλούνταν συνταγματική κρίση στην περίπτωση που
μη εκλεγμένοι αντιπρόσωποι αψηφούσαν τη βούληση του
βρετανικού λαού όπως έχει εκφραστεί μέσω του δημοψηφίσματος
και μέσω των εκλεγμένων αντιπροσώπων του στη Βουλή των
Κοινοτήτων. |