Και σήμερα με τα της Ιταλίας θα ασχοληθούμε και πάλι σήμερα.
Και αυτό γιατί όπως είχαμε γράψει είναι σχεδόν βέβαια πως
κατά τους επόμενους μήνες, πιθανόν και νωρίτερα από ότι
περιμένουνε οι περισσότεροι, η Ιταλία θα έλθει και πάλι στο
επίκεντρο του ενδιαφέροντος. Και δυστυχώς θα μπορούσε να
δημιουργήσει ένα νέο κύκλο αβεβαιότητας, με δεδομένο ότι και
η ιταλική κυβέρνηση παραμένει αρκετά αναξιόπιστη και
εμφανίζεται έτοιμη ανά πάσα στιγμή να συγκρουστεί με τις
Βρυξέλλες, σε ένα ζήτημα το οποίο είχαμε αναφερθεί και χθες.
Όπως λοιπόν έγραψε το Reuters, πριν από μερικές ημέρες η
υποχώρηση της εξωτερικής ζήτησης για τα ιταλικά ομόλογα
εντείνει τις πιέσεις στις τράπεζες μίας εκ των ισχυρότερων
οικονομιών της Ευρωζώνης για να παρέμβουν ως «ύστατος
δανειστής» του Δημοσίου, όπως έκαναν κατά τη διάρκεια της
κρίσης δημοσίου χρέους στην Ευρωζώνη το 2011-12. Σήμερα,
όμως, δεν μπορούν να μεσολαβήσουν τόσο εύκολα. Όπως σχολίασε
το Reuters, οι ξένοι επενδυτές έχουν ρευστοποιήσει
τοποθετήσεις σε ιταλικά ομόλογα, συνολικού ύψους 33 δισ.
ευρώ, κατά τη διάρκεια του Ιουνίου, σύμφωνα με στοιχεία της
κεντρικής τράπεζας της χώρας. Τον Μάιο είχαν πουλήσει,
αντίστοιχα, ομόλογα ύψους 25 δισ. δολαρίων, λόγω της μεγάλης
ανησυχίας που προκλήθηκε από τη δέσμευση της κυβέρνησης
συνασπισμού της Ιταλίας να αυξήσει τις δημοσιονομικές
δαπάνες και να καταργήσει μεταρρυθμίσεις που είχαν προωθηθεί
από προηγούμενες κυβερνήσεις.
Οταν είχαν σημειωθεί ανάλογες εκροές κεφαλαίων, εν μέσω της
κρίσης δημοσίου χρέους στην Ευρωζώνη, οι ιταλικές τράπεζες
είχαν αναλάβει να απορροφήσουν τα ομόλογα που εγκατέλειπαν
οι ξένοι επενδυτές. Οι τοποθετήσεις των ιταλικών τραπεζών σε
ομόλογα της χώρας αυξάνονταν κατά 20% ετησίως, εν μέσω της
κρίσης, έναντι μόνον 1% που ίσχυε την περίοδο 2004-07.
Σήμερα, όμως, η κατάσταση των τραπεζών είναι πολύ χειρότερη
συγκριτικά με ό,τι συνέβαινε πριν από έξι και πλέον χρόνια.
Κατά παράδοση, οι τράπεζες τείνουν να επενδύουν σε ομόλογα
της χώρας τους. Αναλυτές της αγοράς επισημαίνουν ότι όταν
επιδεινώνονται οι οικονομικές συνθήκες, ο τραπεζικός κλάδος
δέχεται έμμεσες πιέσεις από τις κυβερνήσεις για να αγοράσουν
ομόλογα της χώρας τους. Εντούτοις, «οι πρόσφατες αλλαγές στο
ρυθμιστικό πλαίσιο μαζί με την επιδείνωση της κεφαλαιακής
θέσης και της βαθμολογίας των τραπεζών, λόγω της έκθεσής
τους σε κρατικά ομόλογα, δημιουργούν νέα μέτρα και σταθμά»,
αναφέρει ο Ματέο Κριμέλα, αναλυτής της Goldman Sachs.
«Το αν τα εγχώρια χρηματοπιστωτικά ιδρύματα εξακολουθήσουν
να λειτουργούν ως σταθερή πηγή ζήτησης για τα ιταλικά
ομόλογα θα παραμείνει ένα από τα πιο κρίσιμα ερωτήματα που
πρέπει να απαντηθεί τους επόμενους μήνες», συμπληρώνει ο κ.
Κριμέλα. Η πρόκληση των ιταλικών τραπεζών γίνεται ακόμα
μεγαλύτερη αν αναλογιστεί κανείς ότι η Ευρωπαϊκή Κεντρική
Τράπεζα (ΕΚΤ) θα τερματίσει το πρόγραμμα αγοράς ομολόγων στα
τέλη του τρέχοντος έτους. Σημειωτέον ότι το χρέος της
Ιταλίας ανέρχεται στα 2,3 τρισ. ευρώ και αντιστοιχεί περίπου
στο 132% του ΑΕΠ.
«Με το πρόγραμμα της ΕΚΤ να πλησιάζει στο τέλος του και τον
κίνδυνο να μειώσουν οι ξένοι επενδυτές την έκθεσή τους είναι
πολύ πιθανόν να αυξηθεί η ανάγκη να εντείνουν τις δικές τους
τοποθετήσεις οι ιταλικές τράπεζες», τονίζει ο κ. Κριμέλα. «Κάθε
διστακτικότητα να αναλάβουν τον ρόλο του ύστατου δανειστή
μπορεί να φέρει σε δύσκολη θέση την κυβέρνηση που στοχεύει
σε μια επεκτατική οικονομική πολιτική». Πάντως, οι ιταλικές
τράπεζες αύξησαν τις τοποθετήσεις τους κατά τη διάρκεια του
Ιουνίου στο υψηλότερο επίπεδο που έχει σημειωθεί εδώ και
έναν χρόνο, φθάνοντας τα 370 δισ. ευρώ από τα 342 δισ. ευρώ
που είχαν καταγραφεί τον Απρίλιο.
Αναλυτές της Bank of America Merrill Lynch εκτιμούν ότι οι
ιταλικές τράπεζες έχουν το περιθώριο να αγοράσουν επιπλέον
ομόλογα έως και 44 δισ. ευρώ μέχρι να φθάσουν το υψηλό
επίπεδο που είχε καταγραφεί το 2015. Τότε, τα ιταλικά
ομόλογα αντιστοιχούσαν στο 11% των συνολικών τοποθετήσεων
του τραπεζικού κλάδου στις αγορές. Αρκετά χαμηλότερο ήταν το
αντίστοιχο ποσοστό όλα τα προηγούμενα έτη. Το 2007, οι
τοποθετήσεις των ιταλικών τραπεζών σε ομόλογα της χώρας
περιορίζονταν στο 3,5%. Το 2015, ο αντίστοιχος μέσος όρος σε
όλη την Ευρωζώνη έφθασε μόνον το 4,3%. Αλλά αν ακριβύνει
περισσότερο το κόστος δανεισμού της ιταλικής οικονομίας, οι
τράπεζες θα αναλάβουν μεγαλύτερο κίνδυνο, ιδιαίτερα αν οι
οίκοι πιστοληπτικής αξιολόγησης προχωρήσουν σε υποβάθμιση
του χρέους της χώρας.
|