Δεν υπάρχει καμία αμφιβολία ότι οι ανακοινώσεις του Μ.
Ντράγκι την προηγούμενη εβδομάδα ήταν αυτή που απασχόλησε
και θα συνεχίσει να απασχολεί τους επενδυτές. Όπως έγραψε το
Reuters Breaking Views
οι τράπεζες είναι οι άτυχες της διαδικασίας αναπροσαρμογής
του προγράμματος ποσοτικής χαλάρωσης της Ευρωπαϊκής
Κεντρικής Τράπεζας. Ο Μάριο Ντράγκι, πρόεδρος της ΕΚΤ,
ανακοίνωσε χθες ότι η κεντρική τράπεζα θα περιορίσει από το
επόμενο έτος τις αγορές ομολόγων, ωστόσο το πρόγραμμα θα
συνεχιστεί για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα. Με αυτό τον
τρόπο η EKT προσπαθεί να ισορροπήσει μεταξύ των απαιτήσεων
όσων κεντρικών τραπεζιτών είναι αντίθετοι με το τύπωμα
χρήματος και των συναδέλφων τους που ανησυχούν πως η
οικονομική ανάπτυξη εξακολουθεί να είναι υπερβολικά
εύθραυστη. Οι χαμένοι της υπόθεσης θα είναι οι τράπεζες,
διότι θα συνεχίσουν να πλήττονται από τα αρνητικά επιτόκια
δανεισμού.
Ο περιορισμός των μηνιαίων αγορών της ΕΚΤ ήταν αναπόφευκτος.
Η υποχώρηση της ανεργίας και η επιτάχυνση της ανάπτυξης
καθιστούν πιο δύσκολη τη δικαιολόγηση της ριζοσπαστικής
νομισματικής πολιτικής, όπως την αγορά περιουσιακών
στοιχείων και την υιοθέτηση αρνητικών επιτοκίων καταθέσεων
για τράπεζες. Υπήρχε επίσης ο κίνδυνος η Ευρωπαϊκή Κεντρική
Τράπεζα να μην είχε άλλα γερμανικά κρατικά ομόλογα να
αγοράσει, αν συνέχιζε το πρόγραμμα με τον ίδιο ρυθμό όπως
σήμερα. Ωστόσο, η μείωση του μηνιαίου ύψους αγοράς ομολόγων
ήταν τόσο ήπια, που ο Μάριο Ντράγκι την αποκάλεσε «αναπροσαρμογή».
Οι αγορές θα μειωθούν στο μισό, δηλαδή στα 30 δισ. ευρώ τον
μήνα, από το 2018, αλλά θα συνεχιστούν για τουλάχιστον ακόμη
εννέα μήνες. Οσον αφορά στις αυξήσεις των επιτοκίων
δανεισμού, δεν πρόκειται να αρχίσουν παρά «πολύ μετά» την
ολοκλήρωση του προγράμματος αγοράς ομολόγων. Η ασάφεια
αντανακλά τη διφορούμενη κατάσταση στην οποία βρίσκεται η
οικονομία της Ευρωζώνης. Η ανάπτυξη και η εμπιστοσύνη έχουν
επανακάμψει, όχι όμως και ο πληθωρισμός με τη μορφή ρυθμού
αύξησης των μισθών.
Η εξέλιξη αυτή ίσως να οφείλεται στις τεχνολογικές αλλαγές
και στις μεταρρυθμίσεις που έχουν εφαρμόσει οι κυβερνήσεις
και οι οποίες έχουν περιορίσει τη διαπραγματευτική δύναμη
των εργαζομένων, ίσως όμως να οφείλεται και στο γεγονός ότι
η ανάκαμψη της οικονομίας δεν είναι αρκετά δυνατή. Στα
πολιτικά ρίσκα που αντιμετωπίζει η Ευρωζώνη περιλαμβάνεται η
προσπάθεια της Καταλωνίας να γίνει ανεξάρτητη, η έξοδος της
Βρετανίας από την Ευρωπαϊκή Ενωση και οι ιταλικές γενικές
εκλογές τον ερχόμενο χρόνο.
Παρ’ όλα αυτά, ο Μάριο Ντράγκι βρήκε μία λύση που ικανοποιεί
τους περισσότερους. Οσοι επιθυμούν την ολοκλήρωση του
τυπώματος χρήματος, ιδίως στη Γερμανία, θα καλωσορίσουν το
βήμα που έκανε η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα προς την έξοδο
από την πολιτική της ποσοτικής χαλάρωσης. Ομως όσο
μεγαλύτερο χρονικό διάστημα συνεχίζει η ΕΚΤ τις αγορές
ομολόγων και όσο περισσότερο δεν φαίνονται στον ορίζονται
αυξήσεις των επιτοκίων δανεισμού, με τόσο πιο αργό ρυθμό θα
αυξάνονται οι αποδόσεις των μακροπρόθεσμων ομολόγων. Η
εξέλιξη αυτή είναι θετική για τους δανειολήπτες και για τις
κυβερνήσεις και θα αποτρέψει ανατίμηση του ευρώ, που θα ήταν
επιβλαβής για την ανάπτυξη.
Οι χαμένοι της υπόθεσης είναι οι τράπεζες. Οι επενδυτές
προβλέπουν πως τα επιτόκια δανεισμού θα αυξηθούν μόνο αφότου
έχουν ολοκληρωθεί οι αγορές περιουσιακών στοιχείων. Η
απόφαση της ΕΚΤ να επεκτείνει χρονικά τις αγορές ομολόγων
σημαίνει πως οι τράπεζες είναι αντιμέτωπες με μεγαλύτερη
περίοδο κατά την οποία πρέπει να πληρώνουν την ΕΚΤ ώστε να
φυλάσσουν τα χρήματά τους σε αυτή. Επίσης, όσο μεγαλύτερο
χρονικό διάστημα μεσολαβήσει μέχρι να αρχίσει η άνοδος των
επιτοκίων τόσο χαμηλότερη θα είναι η απόδοση που αποκομίζουν
οι τράπεζες από μακροχρόνια δάνεια που έχουν χορηγήσει.
Μπορεί αυτός ο συνδυασμός να πλήττει την κερδοφορία των
τραπεζών, ωστόσο αυτό είναι το μικρότερο από τα προβλήματα
που αντιμετωπίζει ο Ντράγκι.
|