Ένα πολύ ενδιαφέρον άρθρο
στο Lowy Institute δημοσίευσε πριν από μερικές ημέρες ο
Philippe
Le Le
Corre.
Όπως έγραψε ο
Le Corre
(επισκέπτης καθηγητής Εξωτερικής Πολιτικής στο Center on the
United States and Europe του Ινστιτούτου Brookings) η
Σύνοδος Κορυφής για τον κινεζικό νέο Δρόμο του Μεταξιού
έληξε, αλλά το κινεζικό αφήγημα μόλις άρχισε. Ωστόσο, ο
υπόλοιπος κόσμος –και η Ευρώπη ειδικότερα– εξακολουθεί να
έχει πολλές επιφυλάξεις.
Όπως γράφει ο
Le Corre,
στο μυαλό των Κινέζων οι περισσότεροι δρόμοι οδηγούν στην
καταναλωτική αγορά της Ε.Ε. Κατά τη Σύνοδο Κορυφής της
προηγούμενης εβδομάδας, το Πεκίνο επέμενε πως θέλει να
μοιραστεί την «οικονομική ανάπτυξη και τη συνδεσιμότητα και
να συνεργαστεί στενότερα σε συγκεκριμένα έργα» με την Ε.Ε.
Ομως ο αντιπρόεδρος της Κομισιόν Γίρκι Κατάινεν είπε
διαφορετικά πράγματα στο Πεκίνο. Τόνισε πως οποιοδήποτε
σχέδιο φιλοδοξεί να συνδέσει την Ευρώπη με την Ασία θα
πρέπει να βασίζεται σε σειρά αρχών, περιλαμβανομένων των
κανόνων της αγοράς και των διεθνών προτύπων και θα πρέπει να
λειτουργεί συμπληρωματικά προς υπάρχοντα δίκτυα και πολιτική.
Ενώ, λοιπόν, συνεχίζεται η μάχη για την οικονομία της αγοράς,
η Κίνα αυξάνει σταθερά την επιρροή της στην ανατολική και
κεντρική Ευρώπη. Το 2012 είχε δημιουργήσει τον μηχανισμό
«16+1», μια πλατφόρμα όπου ο Κινέζος πρωθυπουργός συναντάει,
συνήθως μία φορά τον χρόνο, τους ηγέτες 16 χωρών,
περιλαμβανομένων κρατών-μελών της Ε.Ε. όπως Πολωνία,
Ουγγαρία, Βουλγαρία, Σλοβενία και των τριών χωρών της
Βαλτικής. Αυτή η πλατφόρμα χρησιμοποιήθηκε ως εφαλτήριο για
το σχέδιο του νέου Δρόμου του Μεταξιού και έχει βοηθήσει την
Κίνα να οικοδομήσει στενές σχέσεις με χώρες της ανατολικής
Ευρώπης.
Μεγάλα έργα υποδομής που εντάσσονται στο νέο σχέδιο αρχίζουν
να παίρνουν μορφή προκαλώντας αντιπαραθέσεις. Μία από τις
μεγαλύτερες κινεζικές κρατικές επιχειρήσεις κατασκευάζει νέα
σιδηροδρομική γραμμή υψηλής ταχύτητας μεταξύ Βελιγραδίου και
Βουδαπέστης, ενώ η Κομισιόν ερευνά για πιθανή παραβίαση της
διαφάνειας κατά τη διαδικασία δημοσίων προσφορών που
σχετίζονται με το έργο. Το λιμάνι του Πειραιά αποτελεί άλλο
ένα έργο ενδεικτικό της κινεζικής επίθεσης στην Ευρώπη. Από
το 2016 η κινεζική Cosco ελέγχει το λιμάνι έχοντας αποκτήσει
το 51% του ΟΛΠ, έχοντας τη δυνατότητα να αποκτήσει ακόμη 16%
έως το 2021, ενώ θα έχει πραγματοποιήσει σημαντικές
επενδύσεις. Η ιδέα είναι απλή: μέσου του θαλάσσιου Δρόμου
του Μεταξιού και την επέκταση της Διώρυγας του Σουέζ, η Κίνα
θα μπορεί να έχει πρόσβαση στη Μεσόγειο και να
χρησιμοποιήσει τον Πειραιά ως πλατφόρμα για κινεζικά
προϊόντα και εταιρείες.
Η Cosco σκοπεύει να μετατρέψει τον Πειραιά σε ένα από τα
μεγαλύτερα λιμάνια για κοντέινερ στην Ευρώπη. Το 2016 οι
κινεζικές επενδύσεις στην Ευρώπη είχαν ανέλθει σε 35 δισ.
ευρώ, αυξημένες κατά 77% συγκριτικά με το 2015. Αν και
ορισμένες χώρες της ανατολικής και νότιας Ευρώπης –εκτός Ε.Ε.–
συχνά δεν έχουν άλλη επιλογή παρά μόνον τα κινεζικά κεφάλαια,
η δυτική Ευρώπη έχει διαφορετική αντίληψη για την Κίνα, εξ
ου και η αποφασιστικότητα να προστατεύσει ευαίσθητες
τεχνολογίες που αφορούν την ευρωπαϊκή στρατηγική ανεξαρτησία
και ασφάλεια. Οι Βρυξέλλες ανησυχούν επίσης για το θέμα της
αμοιβαιότητας και τα προβλήματα που αντιμετωπίζουν
ευρωπαϊκές εταιρείες στην προσπάθειά τους να εισέλθουν στην
κινεζική αγορά. Παρ’ όλα αυτά, δεν υπάρχει κοινή ευρωπαϊκή
πολιτική απέναντι στον κινεζικό νέο Δρόμο του Μεταξιού.
Αρκετές χώρες και πόλεις της Ε.Ε. είναι ιδιαίτερα δεκτικές
απέναντι στις κινεζικές επενδύσεις. Αλλες είναι περισσότερο
επιφυλακτικές, διεκδικώντας εγγυήσεις από την Κίνα πως θα
ακολουθήσει τα διεθνή πρότυπα και πως δεν θα προσπαθήσει να
ικανοποιήσει σε υπερβολικό βαθμό τα γεωστρατηγικά της
συμφέροντα. Πρέπει να πούμε ότι ο νέος Δρόμος του Μεταξιού
προσφέρει ευκαιρίες στην Ευρώπη, ωστόσο είναι πρωτίστως ένα
κινεζικό σχέδιο που έχει στόχο να επεκτείνει την κινεζική
επιρροή στην Ευρασία τα επόμενα 40 χρόνια. Δεν είναι σαφές
πόσο έλεγχο θα έχουν οι «εταίροι» της Κίνας. Τα προηγούμενα
χρόνια η Κίνα έχει επιδείξει την ικανότητά της να διαιρεί
τους Ευρωπαίους, δημιουργώντας νέους οργανισμούς όπως ο
μηχανισμός «16+1» και ενθαρρύνοντας μέλη της Ε.Ε. να
συμμετάσχουν στην Ασιατική Τράπεζα Επενδύσεων σε Υποδομές (AIIB).
Αν και η συνδεσιμότητα ως ιδέα είναι τόσο κινεζική όσο και
ευρωπαϊκή, είναι εύκολο να αντιληφθεί κάποιος για ποιο λόγο
ορισμένοι Ευρωπαίοι ηγέτες διστάζουν να υπογράψουν λευκή
επιταγή στην Κίνα σε σχέση με τις επενδύσεις στην υποδομή
της ηπείρου. Στο κάτω κάτω, Ευρώπη και Κίνα έχουν παρόμοιους
στόχους: διατήρηση των θέσεων εργασίας, ενίσχυση της
οικονομικής ανάπτυξης και διατήρηση της κοινωνικής
σταθερότητας. Ισως, όμως, να μην πετύχουν τους στόχους τους
με τον ίδιο τρόπο. |