Όπως έγραψε ο Christopher Dembik (επικεφαλής
Μακροοικονομικής Ανάλυσης στη Saxo Bank), στα τέλη του
προηγούμενου έτους η κοινή γνώμη αποδέχτηκε πρόθυμα το
αφήγημα της «συγχρονισμένης παγκόσμιας ανάπτυξης», και
κανείς δεν τόλμησε να αμφισβητήσει τη δύναμη της οικονομίας
των ΗΠΑ. Στην οικονομική κοινότητα επικράτησε η αισιοδοξία.
Ωστόσο, με το ξεκίνημα του β' τριμήνου του 2018, οι ελπίδες
για μια συγχρονισμένη παγκόσμια ανάπτυξη φθίνουν γρήγορα. Η
παγκόσμια οικονομία χάνει τη δυναμική της (ο παγκόσμιος
δείκτης PMI κατέγραψε χαμηλό 16μήνου) ενώ στις ΗΠΑ
εμφανίζονται ανησυχητικές ενδείξεις επικείμενης επιβράδυνσης.
Από τα μέσα του 2017 ο αγαπημένος μας δείκτης, ο δείκτης
τάσης του πιστωτικού κύκλου (ο οποίος εκφράζει τη ροή νέων
δανείων από τον ιδιωτικό τομέα ως ποσοστό του ΑΕΠ),
βρίσκεται στη ζώνη κινδύνου. Ο δείκτης μεταβολής
χρηματοδότησης (τόσο στο σύνολο των χωρών όσο και στις
κυριότερες χώρες) «κοιτάει» νότια λόγω της Κίνας και των ΗΠΑ,
χώρες που αντιπροσωπεύουν περίπου το 1/3 του παγκόσμιου
δείκτη μας. Τα πιο ενημερωμένα στοιχεία που έχουμε δείχνουν
ότι ο δείκτης μεταβολής χρηματοδότησης των ΗΠΑ βρισκόταν
μόλις στο 0,4% του ΑΕΠ το δ' τρίμηνο του 2017 (μετά τη
συρρίκνωση του γ' τριμήνου), ενώ ο δείκτης μεταβολής
χρηματοδότησης της Κίνας, ο οποίος από τα τέλη του 2016
ακολουθεί μια απότομη καθοδική τάση, το γ' τρίμηνο του 2017
κυμαινόταν στο -2,1% του ΑΕΠ.
Σύμφωνα με τα σημερινά δεδομένα για τα δάνεια της εγχώριας
μη χρηματοπιστωτικής αγοράς, όπως για παράδειγμα τα εμπορικά
και τα βιομηχανικά δάνεια στις ΗΠΑ, έχουμε κάθε λόγο να
πιστεύουμε ότι η υποτονική δυναμική θα διατηρηθεί τόσο στην
Κίνα όσο και στις ΗΠΑ, σε ένα περιβάλλον απομόχλευσης και
εξομάλυνσης των νομισματικών πολιτικών.
Σε μια υψηλά μοχλευμένη οικονομία όπως αυτή των ΗΠΑ, η
πίστωση αποτελεί αποφασιστικό παράγοντα ανάπτυξης. Η
χαμηλότερη ροή χρηματοδότησης αναμένεται να μεταφραστεί σε
χαμηλότερη ζήτηση και χαμηλότερες ιδιωτικές επενδύσεις στα
επόμενα τρίμηνα.
Μέχρι στιγμής δεν έχουν υπάρξει ενδείξεις ότι οι περικοπές
φορολογίας από τον Τραμπ μπορούν να περιορίσουν τις
αρνητικές επιπτώσεις ενός χαμηλότερου δείκτη μεταβολής
χρηματοδότησης λόγω επικείμενων υψηλότερων επενδυτικών
δαπανών από τις εταιρείες που επωφελούνται. Στην πρόσφατη
έρευνα NFIB, μάλιστα, το ποσοστό των ερωτηθέντων που
σκοπεύουν να αυξήσουν τις κεφαλαιακές δαπάνες μειώθηκε στο
26%. Αυτό φαίνεται να υποδεικνύει ότι σε μια επιχείρηση
λαμβάνονται και άλλοι παράγοντες υπόψη εκτός από τη
φορολογία.
Ο βασικός κίνδυνος για τους επενδυτές είναι η αυξανόμενη
ασυμφωνία ανάμεσα στην αισιόδοξη οπτική της αγοράς, η οποία
αξιολογεί τον κίνδυνο ύφεσης κάτω του 10%, και σε όσα
υποδεικνύουν για την οικονομία οι δείκτες μέτρησης της
ύφεσης. Οι συγκεκριμένοι δείκτες υποδηλώνουν ότι οι ΗΠΑ
βρίσκονται στο τέλος του επιχειρηματικού κύκλου - κάτι που
δεν προκαλεί μεγάλη έκπληξη, άλλωστε - και αφήνουν να
εννοηθεί ότι η ύφεση είναι προ των πυλών, ενώ η οικονομική
πολιτική του Τραμπ δεν μοιάζει ικανή να την εμποδίσει.
Ο πιο σημαντικός δείκτης είναι η επίμονη καθίζηση της
καμπύλης αποδόσεων (η τρέχουσα τιμή κυμαίνεται στις 46
μονάδες βάσης). Η αρνητική κλίση στην καμπύλη των αποδόσεων,
σε συνδυασμό με έναν αρνητικό δείκτη μεταβολής
χρηματοδότησης, ήταν ικανή να προβλέψει τους τελευταίους
πέντε κύκλους ύφεσης.
Τις τελευταίες δεκαετίες ένας ακόμη αξιόπιστος δείκτης είναι
η συρρίκνωση των εμπορικών και βιομηχανικών δανείων, καθώς
και των μισθώσεων, ο οποίος έχει προβλέψει τους τελευταίους
τρεις κύκλους ύφεσης. Κατά τη διάρκεια του 2017, τα εμπορικά
και βιομηχανικά δάνεια και οι μισθώσεις μειώθηκαν σημαντικά
και ο δείκτης έφτασε στο χαμηλό επίπεδο του 1,2% (σε ετήσια
βάση) το δ' τρίμηνο.
Ακόμη και μη συμβατικοί δείκτες παρουσιάζουν
προειδοποιητικές ενδείξεις. Οι πωλήσεις εργοστασίων
παραγωγής χαρτιού και χαρτονιού, που αντικατοπτρίζουν την
εξέλιξη των πωλήσεων και συνεπώς είναι μια ένδειξη για τη
μελλοντική εξέλιξη της παραγωγής, καταγράφουν πτώση από την
αρχή του έτους. Θυμάστε τον «ισχυρό καταναλωτή»;
Πολλοί αντιλαμβάνονται όλο και περισσότερο αυτές τις
προειδοποιητικές ενδείξεις, αλλά συχνά προσπαθούν να
μειώσουν τις επιπτώσεις τους προτάσσοντας τον «ισχυρό
καταναλωτή στις ΗΠΑ» και το γεγονός ότι η καταναλωτική
εμπιστοσύνη βρίσκεται στο υψηλότερο επίπεδο από το τέλος του
2000.
Αν και συμφωνούμε ότι η ιστορία δεν επαναλαμβάνεται πάντα,
έχει ενδιαφέρον να σημειώσουμε ότι ιστορικά μετά από τέτοια
επίπεδα καταναλωτικής εμπιστοσύνης έχει ακολουθήσει ύφεση
και μια χαμένη δεκαετία. Επομένως, μήπως τελικά όλο αυτό δεν
είναι απλή σύμπτωση;
Η καταναλωτική εμπιστοσύνη στις ΗΠΑ επέστρεψε σε υψηλό
επίπεδο. Ωστόσο, η οικονομική κατάσταση των νοικοκυριών
παραμένει απογοητευτική. Το χρέος των νοικοκυριών βρίσκεται
στο επίπεδο-ρεκόρ των 13 τρισ. δολαρίων, και τα πιο ευάλωτα
νοικοκυριά αρχίζουν να αντιμετωπίζουν σοβαρές δυσκολίες
εξαιτίας των υψηλότερων επιτοκίων και των αυστηρότερων
πιστωτικών συνθηκών. Παρ' όλα αυτά, η κατάσταση δεν είναι
τόσο θλιβερή. Τα αμερικανικά νοικοκυριά δεν είναι τόσο
απροετοίμαστα όσο την περίοδο 2007-2008. Το χρέος των
νοικοκυριών και οι χρηματοοικονομικές υποχρεώσεις ως ποσοστό
του διαθέσιμου ατομικού εισοδήματος παραμένουν αρκετά κάτω
από τα προ κρίσης επίπεδα, στο 10,2% και 15,8% αντίστοιχα το
δ' τρίμηνο του 2017. Αυτό υποδεικνύει ότι οι επιπτώσεις της
επόμενης ύφεσης για τα νοικοκυριά ενδέχεται να μην είναι
τόσο έντονες όσο το 2008. Η κύρια αβεβαιότητα σχετίζεται με
την εξέλιξη των επιτοκίων: εάν αυτά συνεχίσουν να αυξάνονται,
το ίδιο θα γίνει και με τις οφειλές.
|