10 και πλέον χρόνια έχουνε περάσει από τη μεγάλη κρίση στις
ΗΠΑ αλλά και στην παγκόσμια οικονομία. Και μπορεί τα
χρηματιστήρια να βρίσκονται στο μεγαλύτερο (τουλάχιστον σε
διάρκεια) Bull Market όλων των εποχών (από το Μάρτιο του
2009). Ωστόσο το συμπέρασμα κατά πολλούς είναι ένα. Ότι το
πάθημα δεν έγινε μάθημα. Και ότι επί της ουσίας ελάχιστα
έχουν αλλάξει από τα όσα συνέβαιναν και τελικά οδήγησαν στη
μεγάλη κρίση στο τέλος της πρώτης δεκαετίας του αιώνα. Και
τι πιθανόν να σημαίνει αυτό; Ότι εφόσον η ρίζα του
προβλήματος δεν έχει αντιμετωπιστεί, ανά πάσα στιγμή μπορεί
να βρεθούμε μπροστά σε μια νέα μεγάλη κρίση.
Είναι χαρακτηριστικό ότι όπως σχολίαζαν οι New York Times, η
αμερικανική οικονομία διήνυσε μεγάλη απόσταση από τις μαύρες
ημέρες του 2008 με την κατάρρευση της Lehman Brothers και τη
διάσωση των μεγάλων τραπεζών, η οποία κλόνισε το παγκόσμιο
οικονομικό οικοδόμημα. Τα τελευταία δέκα χρόνια η οικονομία
αναπτύσσεται, ενώ και το χρηματιστήριο σημειώνει άνοδο.
Αυτή ακριβώς η σταθερή ανάκαμψη βάζει σε πειρασμό τους
νομοθέτες, τα τραπεζικά στελέχη και τις ρυθμιστικές αρχές να
επαναλάβουν τα λάθη του παρελθόντος, στα οποία οφείλεται η
χρηματοπιστωτική κρίση του 2008 – μια κρίση που κόστισε σε
εκατομμύρια ανθρώπους τη δουλειά τους, το σπίτι τους και τις
αποταμιεύσεις τους. Σήμερα, η ανεργία από το 10% υποχώρησε
στο 3,9% και οι μισθοί μόλις και συμβαδίζουν με τον
πληθωρισμό. Σε μεγάλο βαθμό η βελτίωση αποδίδεται στην
ταχεία και συντονισμένη αντίδραση της κυβέρνησης Μπαράκ
Ομπάμα, της Ομοσπονδιακής Τράπεζας των ΗΠΑ (Fed) και του
Κογκρέσου, οι οποίοι συναποφάσισαν να στηρίξουν την
οικονομία με 1 τρισ. δολάρια.
Παρά ταύτα, πλήρης ανάκαμψη της οικονομίας δεν έχει
επιτευχθεί ακόμα. Το κατά κεφαλήν ΑΕΠ στις ΗΠΑ είναι σχεδόν
70.000 δολάρια λιγότερο στη διάρκεια ζωής ενός ανθρώπου
συγκριτικά με το τι θα ήταν εάν η οικονομία συνέχιζε
απρόσκοπτα την πορεία της, χωρίς την κρίση του 2008. Τα
σχετικά αναφέρει έκθεση της Fed του Σαν Φρανσίσκο. Οι
συντάκτες συμπεραίνουν πως είναι απίθανο η αμερικανική
οικονομία να ανακτήσει το χαμένο έδαφος. Κι αυτό σημαίνει
πως ο αντίκτυπος μιας χρηματοπιστωτικής κρίσης που μπορούσε
να αποτραπεί, όπως αυτή του 2008, είναι και σοβαρός και
μόνιμος. Βέβαια, το πώς επιμερίστηκαν οι ζημίες της κρίσης
διαφοροποιείται από τη μία περίπτωση στην άλλη. Μία μέση
τριμελής οικογένεια με ετήσια έσοδα έως και 42.500 δολάρια –σύμφωνα
με τη φορολογική κλίμακα– είχε 50% μείωση. Εάν το 2007,
δηλαδή, αποκόμιζαν 18.500 δολάρια, το 2016 έφθασαν τα 10.800
δολάρια. Κατά μέσον όρο, οι ανήκοντες στο κλιμάκιο των
42.500 - 127.600 δολαρίων είχαν μείωση κατά ένα τρίτο. Οι
ακόμα πλουσιότεροι είδαν, ωστόσο, τα εισοδήματά τους να
αυξάνονται 10%.
Η ίδια η κρίση και η παρέμβαση της κυβέρνησης επιδείνωσαν
τις μακροπρόθεσμες τάσεις της οικονομίας, που προκαλούν
στασιμότητα μισθών, προσφέροντας ταυτόχρονα στο πλουσιότερο
1% του πληθυσμού μεγαλύτερο μερίδιο στον πλούτο. Το 2017 οι
Ρεπουμπλικανοί ισχυρίζονταν πως κατήγαγαν τη μεγαλύτερη νίκη
τους επί Τραμπ. Θέσπισαν φοροελαφρύνσεις για επιχειρήσεις
και πλούσιες οικογένειες, οξύνοντας την εισοδηματική
ανισότητα και αυξάνοντας τον υπερδανεισμό. Οι
χρηματιστηριακοί δείκτες εκτινάσσονται σε υψηλότατα επίπεδα
χάρη στις φοροαπαλλαγές. Σύμφωνα με σχετικό δείκτη του
νομπελίστα οικονομολόγου Ρόμπερτ Σίλερ, οι μετοχές των
αμερικανικών εταιρειών είναι πιο υπερτιμημένες από ό,τι πριν
από το 2008. Επίσης, οι κυβερνητικοί αξιωματούχοι και ακόμα
και η Fed, η οποία γνωρίζει τα πράγματα σαφώς καλύτερα,
σπεύδουν να καταργήσουν ρυθμίσεις που θεσπίστηκαν προ
δεκαετίας, ώστε να μην υπάρξει νέα κρίση. «Δεν είναι σώφρον
να γίνεται αυτό τώρα, όταν και οι ιδιώτες και οι εταιρείες
τα τελευταία χρόνια έχουν δανειστεί πολύ, αυξάνοντας τον
κίνδυνο να εμφανιστούν προβλήματα στο μέλλον», παρατηρεί,
τέλος, ο πανεπιστημιακός και πρώην διοικητής της Τράπεζας
της Ινδίας, Ραγκαράμ Ρατζάν, ο οποίος είχε προειδοποιήσει
έγκαιρα για την κρίση του 2008.
|