Όπως έγραψε το
Reuters,
είναι μια ηλιόλουστη ανοιξιάτικη ημέρα και οι Ιταλοί ξυπνούν
με μια νέα Βουλή. Κανένα από τα ιταλικά πολιτικά κόμματα δεν
συγκεντρώνει κοινοβουλευτική πλειοψηφία, ωστόσο όλα
διεκδικούν τη νίκη στις εκλογές. Το αντισυστημικό Κίνημα των
Πέντε Αστέρων έχει λάβει τον μεγαλύτερο αριθμό ψήφων, το
Forza Italia του Σίλβιο Μπερλουσκόνι και η Λέγκα του Βορρά
αποτελούν τη μεγαλύτερη κοινοβουλευτική ομάδα, ενώ το
κεντροαριστερό Δημοκρατικό Κόμμα έχει εξασφαλίσει τις
περισσότερες έδρες, ως μεμονωμένο κόμμα. Εξαιτίας του
εκλογικού νόμου η σύσταση κυβερνητικού συνασπισμού –κάτι
συνηθισμένο στην ιταλική πολιτική– φαντάζει απίθανη. Αυτό
είναι το υποθετικό σενάριο που ενδέχεται να αντιμετωπίσει η
τρίτη μεγαλύτερη οικονομία της Ευρωζώνης στις αρχές του
2018. Μέχρι τα τέλη του 2017 οι δημοσκοπήσεις έδειχναν πως
οι τρεις βασικοί πολιτικοί σχηματισμοί θα προσελκύσουν
μεταξύ του 24% και του 35% των ψήφων. Υπάρχει ο κίνδυνος το
πολιτικό αδιέξοδο να ωθήσει την Ιταλία να εφαρμόσει τις
παλιές της συνήθειες. Η νέα κυβέρνηση θα έχει κληρονομήσει
ανάπτυξη στο υψηλότερο επίπεδο από το 2010, με τις εξαγωγές
και τη μεταποίηση να ενισχύονται και το ποσοστό της
απασχόλησης να έχει επιστρέψει στο προ κρίσης επίπεδο. Οι
ιταλικές τράπεζες φαίνεται πως απέφυγαν την κατάρρευση, παρά
το γεγονός πως βαρύνονται από μη εξυπηρετούμενα δάνεια ύψους
175 δισ. ευρώ.
Οι προηγούμενοι Ιταλοί πρωθυπουργοί είχαν εφαρμόσει
ορισμένες μεταρρυθμίσεις. Ο Μάριο Μόντι είχε μεταρρυθμίσει
το συνταξιοδοτικό σύστημα το 2011, ενώ ο Ματέο Ρέντσι είχε
καταφέρει να υπερσκελίσει ένα παλιό ταμπού απορρυθμίζοντας
την εργασιακή νομοθεσία. Απλουστεύτηκε επίσης και το ιταλικό
πτωχευτικό δίκαιο. Παρ’ όλ’ αυτά, η Ιταλία εξακολουθεί να
είναι αντιμέτωπη με πολύ υψηλό δημόσιο χρέος και με
δαιδαλώδη δημόσια διοίκηση.
Όπως γράφει το
Reuters,
κανένα από τα βασικά πολιτικά κόμματα της Ιταλίας δεν
προσφέρει λύση στο πρόβλημα δημοσίου χρέους της χώρας, το
οποίο βρίσκεται στο132% του ΑΕΠ και είναι το δεύτερο
υψηλότερο της Ευρωζώνης μετά της Ελλάδας. Οι προεκλογικές
υποσχέσεις που είχαν δώσει τα βασικά πολιτικά κόμματα θα
μπορούσαν να επιδεινώσουν το πρόβλημα: Ο Λουίτζι ντι Μάιο,
ηγέτης του Κινήματος των Πέντε Αστέρων, θέλει την εισαγωγή
καθολικού βασικού εισοδήματος. Ο Σίλβιο Μπερλουσκόνι έχει
υποσχεθεί την αύξηση του κατώτατου μισθού στα χίλια ευρώ τον
μήνα. Το Δημοκρατικό Κόμμα, του Ματέο Ρέντσι, και η Λέγκα
του Βορρά έχουν υποσχεθεί μείωση της φορολογίας. Τα πολιτικά
κόμματα αποφεύγουν επίσης να καταπιαστούν με τη
δυσλειτουργική γραφειοκρατία και το περίπλοκο νομικό πλαίσιο
της χώρας, τα μεγαλύτερα εμπόδια για την προσέλκυση
επενδύσεων. Ενώ πόλεις που έχουν καλή διοίκηση, όπως το
Μιλάνο, κατορθώνουν να προσελκύουν επενδύσεις και
εργαζομένους με υψηλές αμοιβές, οι πόλεις του ιταλικού Νότου
στενάζουν υπό το βάρος πολύ υψηλής ανεργίας, φτώχειας και
εγκληματικότητας. Υπάρχει η ανησυχία πως οι Ιταλοί,
απογοητευμένοι από τα σημερινά πολιτικά τους κόμματα, δεν θα
προσέλθουν στις κάλπες. Το ποσοστό συμμετοχής στις
βουλευτικές εκλογές υποχωρεί προς το επίπεδο του 70%, από το
σχεδόν 90% πριν από 25 έτη. Στις πρόσφατες τοπικές εκλογές
στην Σικελία ψήφισαν λιγότεροι από το 50% του εκλογικού
σώματος. Αν επαναληφθεί αυτή η τάση και στις βουλευτικές
εκλογές, τότε ανεπιθύμητος νικητής θα αναδειχτεί η απάθεια. |