Ένα πολύ
ενδιαφέρον άρθρο έγραψε προσφάτως στη στήλη του στους New
York Times, o P. Krugman, με τον βραβευμένο οικονομολόγο να
τονίζει πως δέκα χρόνια και δύο εβδομάδες μετά την
κατάρρευση της Lehman Brothers έχουν γραφτεί σχεδόν ένα
εκατομμύριο άρθρα για την κρίση του 2008 και τις συνέπειές
της. Πολλοί διατείνονται πως οι πολιτικές επιπτώσεις της
εξακολουθούν μέχρι σήμερα να διαμορφώνουν τον κόσμο μας και
έχουν δίκιο.
Όπως
έγραψε ο krugman στο άρθρο του …..
Ωστόσο,
καθ’ όσον γνωρίζω, είναι λίγοι όσοι έχουν εστιάσει την
προσοχή τους στις μακροπρόθεσμες οικονομικές συνέπειες. Τόσο
στις ΗΠΑ όσο και στην Ευρωζώνη η ανεργία βρίσκεται σε προ
κρίσης επίπεδα. Εντούτοις, η επιστροφή της οικονομίας σε
καθεστώς μιας τρόπον τινά πλήρους απασχόλησης παρατηρείται,
ενώ το ΑΕΠ βρίσκεται σε πολύ χαμηλότερα επίπεδα από αυτό που
προέβλεπαν οι αναλυτές πριν ξεσπάσει η κρίση. Και, φυσικά,
δεν είμαι ο μόνος, που το παρατηρεί. Οι οικονομολόγοι
χρησιμοποιούν τον όρο «εν δυνάμει παραγωγή» για να δηλώσουν
το μέγιστο της παραγωγής μιας οικονομίας, χωρίς να
υπερθερμανθεί.
Πολλές
εθνικές υπηρεσίες, όπως το γραφείο προϋπολογισμού του
αμερικανικού Κογκρέσου, αλλά και διεθνείς οργανισμοί, όπως
το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο συνηθίζουν να κάνουν
εκτιμήσεις της τρέχουσας εν δυνάμει παραγωγής και της
μελλοντικής. Πρόκειται για προβλέψεις βασισμένες σε
συγκεκριμένα μοντέλα και όχι σε πραγματικά δεδομένα. Ωστόσο,
αυτά τα μοντέλα έχουν αξία για τη χάραξη πολιτικής. Εάν
συγκρίνουμε τις προ κρίσης προβλέψεις της εν δυνάμει
παραγωγής σε ορίζοντα δεκαετίας με τις σημερινές, τι θα
δούμε; Η απάντηση είναι μία πάρα πολύ σοβαρή προς τα κάτω
απόκλιση των προβλέψεων της παραγωγικής ικανότητας της
οικονομίας και στις δύο πλευρές του Ατλαντικού. Στις ΗΠΑ, η
πρόβλεψη του Ιανουαρίου του 2018 με εκείνη του Ιανουαρίου
του 2008 είναι 11% χαμηλότερη. Μία εξήγηση θα μπορούσε να
είναι η εξής: η επιβράδυνση της οικονομίας σχετίζεται με
πράγματα όπως η απογοήτευση από τα επιτεύγματα της
τεχνολογίας (π.χ. κυκλοφορεί νέο iPhone, αλλά ποιος
ενδιαφέρεται;), καθώς και με κοινωνικές αλλαγές, που
συντείνουν σε μειωμένη συμμετοχή των ανθρώπων στην αγορά
εργασίας – κι αυτές θα συνέβαιναν, ακόμα και χωρίς την κρίση
του 2008.
Το πιο
ακραίο παράδειγμα απόκλισης μεταξύ των εκτιμήσεων του
πραγματικού και του εν δυνάμει ΑΕΠ είναι η Ελλάδα, όπου
παρατηρήθηκε βαθιά ύφεση. Σύμφωνα με το ΔΝΤ, σχεδόν το ήμισυ
οφείλεται κυρίως στην ελάττωση της παραγωγικής ικανότητας
και όχι στη μειωμένη αξιοποίηση της ικανότητας αυτής. Ακόμα
και αυτό υποβαθμίζει τη σοβαρότητα της κατάστασης. Η Ελλάδα,
σύμφωνα με τους διεθνείς οργανισμούς, είχε δραστική
υπερθέρμανση της οικονομίας το 2007 και το 2008, αν και
ελάχιστοι τότε το παρατηρούσαν. Το ΔΝΤ, συγκεκριμένα,
υπογράμμιζε πως τότε η ελληνική οικονομία «έτρεχε» 2,5%
υπεράνω των δυνατοτήτων της, ενώ σήμερα ανεβάζει το ποσοστό
στο 10,7%. Οπότε, εδώ καταλήγω σε ακόμα μία εξήγηση: στο ότι
η μεγάλη απόκλιση των εκτιμήσεων πιθανώς να υφίσταται μόνον
στο μυαλό και στα μοντέλα των πολιτικών και των τεχνικών
συμβούλων τους, ενώ η πραγματικότητα έγκειται στο ότι
υπάρχει τεράστια ποσότητα πλεονασματικής παραγωγικής
ικανότητας. Δεν το αποκλείω να ισχύει. Πάντως, εάν η
δραματική ύφεση του 2008 οδήγησε στην τεράστια απόκλιση των
εκτιμήσεων, είναι βέβαιον ότι επείγει η λήψη κατάλληλων
μέτρων αφενός για να αποτραπεί κατά το δυνατόν μία νέα κρίση,
αφετέρου για να μπορέσουμε να αντεπεξέλθουμε, εάν τελικώς
ξεσπάσει. |