Ένα πολύ ενδιαφέρον άρθρο έγραψε προσφάτως η Μέγκαν Γκριν
στο EBR. Συγκεκριμένα η επικεφαλής οικονοµολόγος στο
Manulife/John Hancock Asset Management τόνισε πως όταν
ξεκίνησε το 2018, το καλωσορίσαμε ως το έτος της
συντονισμένης ανάπτυξης διεθνώς. Τελικά, δεν εξελίχθηκαν
έτσι τα πράγματα. Οι ΗΠΑ επιτάχυναν έναντι των άλλων
ανεπτυγμένων οικονομιών, λόγω των μέτρων δημοσιονομικής
τόνωσης που έλαβαν. Ίσως το 2019 να είναι η χρονιά που θα
υπάρξει αυτός ο συντονισμός – αλλά θα πάρει τη μορφή της
επιβράδυνσης, όχι της επιτάχυνσης. Για την αμερικανική
οικονομία, μια χρονιά επιβράδυνσης δεν θα ήταν και τόσο
άσχημα νέα.
Σύμφωνα με την Μέγκαν
Γκριν, πολλοί οικονομολόγοι
βρίσκονται σε επιφυλακή για ενδείξεις υπερθέρμανσης και
πληθωρισμού, που παρατηρείται συχνά στα ύστερα στάδια του
οικονομικού κύκλου. Η Ομοσπονδιακή Κεντρική Τράπεζα θα
χρειαστεί, σε αυτή την περίπτωση, να κινηθεί επιθετικά,
αυξάνοντας σημαντικά τα επιτόκια και βάζοντας τέλος στην
οικονομική ανάκαμψη.
Κοιτάζοντας τα στοιχεία, ωστόσο, δεν φαίνεται κάτι τέτοιο
στον ορίζοντα. Οι δείκτες εμπιστοσύνης εξακολουθούν να
κινούνται σε επίπεδα ευφορίας – κάτι που συνεχίζεται από τις
προεδρικές εκλογές του 2016. Αλλά, παρά τον ενθουσιασμό που
εκφράζουν για την οικονομία, οι καταναλωτές και οι
επιχειρήσεις δεν συμπεριφέρονται αναλόγως.
Οι
λιανικές πωλήσεις παραμένουν εντός συγκεκριμένων ορίων, η
πιστωτική επέκταση έχει επιβραδυνθεί και οι εταιρείες
σωρεύουν αποθέματα αντί να προχωρούν σε επενδύσεις που θα
αυξήσουν την παραγωγικότητά τους. Ο πληθωρισµός επιτέλους
έφτασε στο επίπεδο στο οποίο στοχεύει η Fed: 2% ετησίως. Στα
μέσα του 2018 επέδειξε αυξητικές τάσεις, καθώς κάποια
στοιχεία σταμάτησαν να εμφανίζονται στη σύγκριση με το
προηγούμενο έτος (κυρίως πακέτα κινητής τηλεφωνίας και
κινήσεις στην ισοτιμία του δολαρίου), αλλά και εξαιτίας
κάποιων μη επαναλαμβανόμενων ανατιμήσεων (ειδικά στην
υγειονομική περίθαλψη). Η αυξητική αυτή τάση όμως μοιάζει να
μην έχει συνέχεια. Η αύξηση του μισθολογικού κόστους με
αργούς και σταθερούς ρυθμούς μπορεί να συνεχίσει να πιέζει
τον πληθωρισμό ανοδικά. Ωστόσο μια αδύναμη αγορά κατοικίας
το 2019 και η αλλαγή στην τιμολόγηση των φαρμάκων θα έχει
την αντίστροφη επίδραση (η στέγαση και οι ιατροφαρμευτικές
υπηρεσίες έχουν το μεγαλύτερο βάρος στο «καλάθι» υπολογισμού
του πληθωρισμού). Τα παραπάνω σημαίνουν ότι η Fed μπορεί να
συνεχίσει την ήπια πορεία αύξησης των επιτοκίων που έχει
ακολουθήσει έως τώρα. Μέσα στο 2019 προβλέπω ότι θα υπάρξουν
μόνο δύο αυξήσεις επιτοκίων – πολιτική που θα επιτρέψει στην
ανάκαμψη να συνεχιστεί και στο νέο έτος. Αν υπάρχει ένας
βραχυπρόθεσμος κίνδυνος για την αμερικανική οικονομία,
βρίσκεται στις αγορές. Τα επιχειρηματικά κέρδη αναμένεται να
μειωθούν – η αύξηση της κερδοφορίας του δείκτη S&P 500
προβλέπεται ότι θα μειωθεί από 25% στο τρίτο τρίμηνο του
2018 σε μόλις 7% στο δεύτερο τρίμηνο του 2019. Η μείωση των
κερδών μπορεί να είναι εν μέρει το αποτέλεσμα εμπορικών
πολέμων, καθώς οι αυξήσεις στις τιμές που θα προκαλέσουν δεν
θα μπορούν να μετακυληθούν πλήρως στους καταναλωτές λόγω
τουκινδύνου απώλειας μεριδίων αγοράς. Αν οι τιμές των
μετοχών συνεχίσουν να είναι στάσιμες ή να πέφτουν, αυτό θα
επιδράσει αρνητικά στις επενδύσεις και στην εμπιστοσύνη,
επιβραδύνοντας και τις καταναλωτικές δαπάνες.
Το επίπεδο
του χρέους των επιχειρήσεων ως ποσοστό του ΑΕΠ είναι στα
ίδια ή σε υψηλότερα επίπεδα σε σύγκριση με αυτά που
παρατηρήθηκαν στις τρεις προηγούμενες περιόδους ύφεσης της
αμερικανικής οικονομίας – ειδικά αν εξαιρεθούν από τις
μετρήσεις οι κολοσσοί της τεχνολογίας και οι φαρμακευτικές
εταιρείες. Αυτό δεν αποτελεί πρόβλημα όσο τα επιτόκια είναι
χαμηλά και τα εταιρικά κέρδη είναι υψηλά. Αν όμως κάποια από
αυτές τις μεταβλητές αλλάξει –και η πρόβλεψη είναι ότι και
οι δύο θα αλλάξουν στα επόμενα δύο χρόνια–, τότε κάποιες
εταιρείες θα αντιμετωπίσουν προβλήματα εξυπηρέτησης των
οφειλών τους.
Το 2019,
παρά την πρόσφατη άμβλυνση των εντάσεων, αναμένεται νέα
κλιμάκωση στην εμπορική αντιπαράθεση των ΗΠΑ με την Κίνα. Τα
θεμελιώδη ζητήματα της προστασίας πνευματικής ιδιοκτησίας,
των αναγκαστικών μεταβιβάσεων τεχνολογίας και των κρατικών
επιδοτήσεων για εταιρείες υψηλής τεχνολογίας στην Κίνα δεν
έχουν αντιμετωπιστεί. Η νέα αυτή όξυνση των εντάσεων και η
επιβολή επιπρόσθετων δασμών θα πλήξουν την ανταγωνιστικότητα
των ΗΠΑ. Μπορεί επίσης να οδηγήσουν την κεντρική τράπεζα της
Κίνας να επιτρέψει την υποτίμηση του νομίσματός της, ώστε να
αντισταθμίσει τον αντίκτυπο των δασμών. Αυτό θα οδηγήσει σε
ανατίμηση του δολαρίου, που θα επιδράσει αρνητικά στις
αμερικανικές εξαγωγές.
Παρότι οι
ημέρες δόξας του 2018 ανήκουν πλέον στο παρελθόν, μια
συντονισμένη επιβράδυνση στις ΗΠΑ και στις υπόλοιπες
ανεπτυγμένες οικονομίες δεν αποτελεί σενάριο καταστροφής. Οι
ΗΠΑ, η Ευρώπη και η Ιαπωνία πιθανότατα θα καταγράψουν
ανάπτυξη υψηλότερη της δυνητικής το 2018.
Χωρίς
δημοσιονομική ή νομισματική τόνωση, αύξηση της
παραγωγικότητας ή διόγκωση του εργατικού δυναμικού, η
επιβράδυνση ήταν αναπόφευκτη. Πρόκει- ται για σενάριο πολύ
διαφορετικό από μια νέα ύφεση, ο κίνδυνος της οποίας για το
2019 είναι αρκετά χαμηλός.
|