Όπως έγραψε σε ένα πολύ ενδιαφέρον του άρθρο στο Reuters o
Edward Hadas, όταν μιλάει
κανείς για το πόσο αυξάνεται ο πλούτος στον κόσμο, εκείνο
που μετράει δεν είναι αυτή καθεαυτήν η έξαψη από το βίωμα
της πολυτέλειας, αλλά το ποιος είναι ο αντίκτυπός της στην
ίδια την κοινωνία. Οι αριθμοί είναι πραγματικά εντυπωσιακοί.
Οι δύο μεγαλύτερες τράπεζες της Ελβετίας εξέδωσαν πρόσφατα
σχετικές εκθέσεις: η UBS για τους δισεκατομμυριούχους, και
για τους εκατομμυριούχους η Credit Suisse. Η μεν UBS
υπολογίζει πως οι 2.158 δισεκατομμυριούχοι του πλανήτη έχουν
περιουσία 8,9 τρισ. δολαρίων. Η δε Credit Suisse αναφέρει
ότι ο συνολικός πλούτος στον κόσμο αυξήθηκε μέσα στα
τελευταία δεκαοκτώ χρόνια από τα 117 στα 317 τρισ. δολάρια.
Επίσης, τονίζει ότι από το 2007 και εντεύθεν το πλουσιότερο
10% του παγκόσμιου πληθυσμού ελέγχει το 85% του συνολικού
πλούτου στη γη. Οσοι πωλούν σε αυτούς τους βαθύπλουτους
ανθρώπους μπορούν να φανταστούν ότι θα έχουν κάποια έσοδα,
ενώ, από την άλλη πλευρά, οι υπέρμαχοι της κοινωνικής
δικαιοσύνης έχουν πολλούς λόγους να αγανακτούν.
Ωστόσο,
συνιστάται ψυχραιμία, για δύο λόγους. Πρώτον, γιατί το
μεγαλύτερο μέρος των χρημάτων αυτών είναι εντελώς υποθετικό.
Η Credit Suisse χαρακτηρίζει πραγματικά κέρδη την αύξηση των
τιμών των κατοικιών και των χρηματοπιστωτικών περιουσιακών
στοιχείων. Δεν είναι αληθές αυτό. Εάν εμφανιστούν στην αγορά
πάρα πολλοί άνθρωποι που πουλάνε, τότε οι τιμές όλων των
περιουσιακών στοιχείων θα μειωθούν – και μαζί με αυτές και ο
πλούτος των ζάπλουτων. Δεύτερον, στις ανεπτυγμένες χώρες, το
να είναι κανείς πλούσιος έχει συγκριτικά λιγότερα υλικά
πλεονεκτήματα από το να ανήκεις σταθερά στη μεσαία τάξη. Η
μαζική παραγωγή, το κράτος πρόνοιας και οι προϋποθέσεις
καθολικής παροχής υπηρεσιών σημαίνει ότι όλοι χρησιμοποιούν
τους ίδιους δρόμους, τα ίδια τηλέφωνα και τα δίκτυα
ηλεκτροδότησης κ.λπ. Ολα τα αυτοκίνητα υπόκεινται στα ίδια
όρια ταχύτητας. Βέβαια, οι επαύλεις και τα διαμερίσματα των
πλουσίων είναι πολυτελέστερα από τα σπίτια στα προάστια. Τα
δε ιδιωτικά νησιά και οι απέραντες εκτάσεις γης με την
ιδιωτική παραλία είναι αδιαμφισβήτητα καλύτερα από ένα
ξενοδοχείο δύο αστέρων στις τουριστικές γειτονιές μιας πόλης.
Εντούτοις, το χάσμα στις ανέσεις, που απολαμβάνουν οι μεν
και οι δε, είναι μικρό σχετικά. Η μεσαία τάξη σήμερα ζει
πολύ άνετα, ενώ οι πάπλουτοι ζουν υπερβολικά άνετα.
Οι
διαφορές αυτές των τάξεων εξηγούνται καλύτερα από τον
σκαπανέα της ψυχανάλυσης Σίγκμουντ Φρόιντ, ο οποίος κάνει
λόγο για τον ναρκισσισμό των μικρών διαφορών. Οι άνθρωποι,
δηλαδή, είναι που θα αποφασίσουν εάν θα συγκινηθούν πολύ από
την αντικειμενικά μικρή αυξανόμενη αξία τού να έχεις ένα
σπίτι με καλύτερη θέα στη θάλασσα, ένα μεγαλύτερο διαμάντι ή
οτιδήποτε άλλο φανερώνει υψηλότερο κοινωνικό στάτους. Στις
χώρες όπου σχεδόν όλοι κατέχουν αρκετά υλικά πράγματα, η
χαρά τού να έχεις περισσότερα και η δυσαρέσκεια όταν έχεις
λιγότερα εξαρτώνται εν πολλοίς από τις πολιτισμικές αξίες
και όχι από την αξία ενός κοσμήματος και μιας Λαμποργκίνι.
Βέβαια, ο πλούτος μπορεί να αγοράσει κάτι το οποίο ένας
τυπικός αστός δεν δύναται. Κι αυτό είναι επιρροή – η
πολιτισμική επιρροή των βαθύπλουτων δύσκολα ξεχωρίζει από
την πολιτική τους ισχύ.
Στα
δημοκρατικά καθεστώτα μπορούν συχνά να εξασφαλίσουν την
εφαρμογή της πολιτικής που θέλουν, πληρώνοντας με χρήματα,
χρόνο και ικανότητες. Στα αυταρχικά καθεστώτα οι πλούσιοι
και πανίσχυροι είναι τόσο διαπλεκόμενοι, ώστε δύσκολα μπορεί
κανείς να τους διακρίνει. Αυτά τα τρία πλεονεκτήματα των
πάμπλουτων ανθρώπων –η κοινωνική τους θέση, η επιρροή τους
και η εξουσία τους– μπορεί να θεωρούνται επαίσχυντα, αλλά
ελάχιστα σχετίζονται με τα νούμερα των ελβετικών τραπεζών. Η
κοινωνική εξουσία των πλουσίων, τέλος, δεν ενισχύεται με την
άνοδο των τιμών των ακινήτων, διότι το πέρασμα του χρόνου
μετράει περισσότερο για τους προνομιούχους του πλούτου. Η
κληροδότηση του πλούτου ουσιαστικά αυξάνει και την ισχύ του.
|