Με τα ερωτήματα για την παγκόσμια οικονομία να μεγαλώνουν.
Το Reuters έγραψε ένα πολύ ενδιαφέρον άρθρο για τον κλάδο
των υπηρεσιών. Και τη σημασία του στην παγκόσμια οικονομία.
Όπως λοιπόν έγραψε το Reuters, περίπου
έναν μήνα μετά την έναρξη του έτους, η ανησυχία των
επενδυτών πως η παγκόσμια οικονομία οδεύει προς ύφεση έχει
υποχωρήσει. Ωστόσο, οι προοπτικές εξακολουθούν να είναι
εύθραυστες και εξαρτώνται από το κατά πόσον θα μπορέσει ο
τομέας των υπηρεσιών των μεγάλων οικονομιών να αντισταθεί
στη νευρικότητα που έχει πλήξει τον τομέα της μεταποίησης.
Από την αρχή του έτους, η τιμή των μετοχών παγκοσμίως έχει
ενισχυθεί κατά σχεδόν 8%, άνοδος που είναι η μεγαλύτερη που
έχει καταγραφεί ποτέ μήνα Ιανουάριο, παρά το γεγονός πως οι
έρευνες υπευθύνων παραγγελιών (PMI) για τη μεταποίηση
έδειξαν πως η δραστηριότητα έχει υποχωρήσει στο χαμηλότερο
επίπεδο των τελευταίων χρόνων εξαιτίας της εξασθένησης της
ζήτησης και της εμπορικής έντασης μεταξύ ΗΠΑ και Κίνας. Τις
επόμενες ημέρες θα δοκιμαστεί στην πράξη η θεωρία πως η
αντοχή του κλάδου των υπηρεσιών στις δύο μεγαλύτερες
οικονομίες του κόσμου θα αποτρέψει την έντονη επιβράδυνση
της παγκόσμιας ανάπτυξης. «Οι πάντες επικεντρώνονται
υπερβολικά στα στοιχεία για τη μεταποίηση», λέει ο Τζέιμς
Πόμροϊ, οικονομολόγος της HSBC, προσθέτοντας πως ορισμένα
από τα στοιχεία για τον κύκλο της βιομηχανίας είναι
ανησυχητικά αλλά και ότι είναι απίθανο να υπάρξει ύφεση της
παγκόσμιας οικονομίας. Τα στοιχεία από την Κίνα δείχνουν πως
πλέον η μεταποιητική δραστηριότητα δεν βρίσκεται σε ελεύθερη
πτώση και πως οι επενδυτές είχαν υποτιμήσει την
αποτελεσματικότητα των κρατικών μέτρων υποστήριξης της
οικονομίας, που έχουν αρχίσει να αποδίδουν. Κατά τον Τζέφρεϊ
Γου, αναλυτή επενδύσεων στη UBS Wealth Management, η δήλωση
του Αμερικανού προέδρου Ντόναλντ Τραμπ το βράδυ της
περασμένης Πέμπτης, σύμφωνα με την οποία είναι πρόθυμος να
συναντηθεί με τον Κινέζο πρόεδρο Σι Τζινπίνγκ με στόχο τη
σύναψη ολοκληρωμένης συμφωνίας, έχει περιορίσει,
βραχυπρόθεσμα, την απειλή να κλιμακωθεί η εμπορική ένταση.
Στην Κίνα η εσωτερική ζήτηση δεν έχει υποχωρήσει, ωστόσο από
μόνο του αυτό το στοιχείο δεν αρκεί ώστε να αποτρέψει
επιβράδυνση της οικονομίας.
Το ΔΝΤ
είχε προβλέψει τον Ιανουάριο πως το 2019 η παγκόσμια
ανάπτυξη θα επιβραδυνθεί στο 3,5% από 3,7% το 2018, ενώ οι
αναπτυγμένες οικονομίες θα έχουν ρυθμό ανάπτυξης 2%, τον πιο
αδύναμο από το 2016, αλλά σε καμία περίπτωση ύφεση. Η
ανεργία βρίσκεται σε χαμηλό επίπεδο και ο ονομαστικός ρυθμός
αύξησης των μισθών είναι από τους υψηλότερους από την εποχή
της παγκόσμιας χρηματοπιστωτικής κρίσης, σε ΗΠΑ, Γερμανία
και Βρετανία, γεγονός που υποστηρίζει την καταναλωτική
ζήτηση. Ωστόσο, η μεταποιητική παραγωγή θεωρείται συχνά
προάγγελος εξελίξεων για την ανάπτυξη, επειδή ακριβώς είναι
τα εργοστάσια περισσότερο εκτεθειμένα στη διεθνή ζήτηση, την
αυξημένη μεταβλητότητα και τις μεταβολές στις επενδύσεις.
Σύμφωνα με τον Ανταμ Σλάτερ, της εταιρείας συμβούλων Oxford
Economics, όταν παρατηρείται ύφεση της δραστηριότητας στη
μεταποίηση, περίπου τις μισές φορές ακολουθεί ύφεση
ολόκληρης της οικονομίας. «Αν διαπιστώσουμε ότι η αδυναμία
στη μεταποίηση επηρεάζει και τις υπηρεσίες, τότε θα πρέπει
να αρχίσουμε να ανησυχούμε», προσθέτει ο Σλάτερ. Η ανάκαμψη
των μετοχών τον Ιανουάριο αντανακλά σε μεγάλο βαθμό την
πίστη –η οποία επιβεβαιώθηκε στις 30 Ιανουαρίου– ότι η
αμερικανική ομοσπονδιακή τράπεζα (Fed) δεν θα προχωρήσει το
2019 σε όσες αυξήσεις επιτοκίων δανεισμού σκόπευε αρχικά,
εξαιτίας της αναταραχής στις αγορές και της αβέβαιης
προοπτικής της οικονομίας. «Εχουν προετοιμάσει σαφώς (Fed)
το έδαφος ώστε να ανακρούσουν πρύμναν αν χρειαστεί», λέει ο
Σλάτερ. Η Τράπεζα της Αγγλίας αναμένεται να επαναλάβει την
Πέμπτη πως σκοπεύει να αυξήσει σταδιακά τα επιτόκια
δανεισμού ώστε να αντιμετωπίσει πληθωριστική απειλή που θα
μπορούσε να προέλθει από την υποχώρηση της ανεργίας στη
Βρετανία. Ωστόσο αποκλείεται να αναλάβει δράση αμέσως η
Τράπεζα της Αγγλίας, καθώς η πέμπτη μεγαλύτερη οικονομία του
κόσμου εξακολουθεί να απειλείται από έντονη αναταραχή στην
περίπτωση που υπάρξει άτακτη αποχώρηση του Ηνωμένου
Βασιλείου από την Ευρωπαϊκή Ενωση στις 29 Μαρτίου.
|