Όπως προσφάτως έγραψαν οι
New York Times,
ο Ντόναλντ Τραμπ υπέγραψε δύο εκτελεστικά διατάγματα την
περασμένη Παρασκευή για την υιοθέτηση σκληρότερης στάσης
όσον αφορά τις εμπορικές σχέσεις των ΗΠΑ με την Κίνα. Σε
λίγες ημέρες αναμένεται να συναντηθεί με τον πρόεδρο της
Κίνας Σι Τζινπίνγκ στην Ουάσιγκτον, και ο Αμερικανός
πρόεδρος έχει δηλώσει από την περασμένη εβδομάδα πως η
συνάντηση θα είναι «πολύ δύσκολη», δεδομένων των «τεράστιων
εμπορικών ελλειμμάτων» και των «απωλειών θέσεων εργασίας»
στις ΗΠΑ.
Όπως έγραψαν οι
New York Times,
όμως, αν εξετάσει κανείς προσεκτικότερα τη στάση των ΗΠΑ, θα
ανακαλύψει πως η Ουάσιγκτον είναι βαθύτατα προβληματισμένη
από την ανεπάρκεια του πολιτικού προσωπικού της και την
απουσία κοινής στάσης για την πολιτική που πρέπει να τηρηθεί
απέναντι στην Κίνα. Τα λόγια είναι πολλά, αλλά οι πράξεις
λίγες. Τα εκτελεστικά διατάγματα του κ. Τραμπ εξυπηρετούν
μια τακτική αναβλητικότητας, δίνοντας στα κυβερνητικά
στελέχη τα χρονικά περιθώρια να χαράξουν κοινή στάση, κάτι
που δεν έχουν καταφέρει μέχρι σήμερα.
Με αυτές τις καθυστερήσεις στη χάραξη κοινής στάσης στα
εμπορικά ζητήματα με την Κίνα, οι ΗΠΑ μπορεί να εξασφαλίζουν
κάποια γεωστρατηγικά πλεονεκτήματα. Βάζοντας την οικονομική
πολιτική της χώρας σε δεύτερο πλάνο, ο κ. Τραμπ ετοιμάζεται
να ρίξει όλο το βάρος της συνάντησης με τον κ. Σι στο θέμα
της Βόρειας Κορέας. Υψηλόβαθμοι αξιωματούχοι στις ΗΠΑ
ανησυχούν μήπως η Βόρεια Κορέα διαθέτει ή θα διαθέτει
σύντομα βαλλιστικό πύραυλο με πυρηνική κεφαλή, που θα μπορεί
να εκτοξευθεί μέχρι τις ΗΠΑ.
Κατά τη διάρκεια της προεκλογικής εκστρατείας του, ο κ.
Τραμπ ασκούσε σκληρή κριτική για τις τακτικές της Κίνας στο
διεθνές εμπόριο, υποστηρίζοντας πως το Πεκίνο ευθύνεται για
την απώλεια εκατομμυρίων θέσεων εργασίας στις ΗΠΑ. Κατά την
άποψη του κ. Τραμπ, το εμπορικό έλλειμμα των ΗΠΑ είναι το
αποτέλεσμα άδικης χειραγώγησης του γουόν, παραχώρησης
τεράστιων επιδοτήσεων στους Κινέζους εξαγωγείς και άλλων
μέτρων που απέδωσαν πλεονεκτήματα αθέμιτου ανταγωνισμού στην
Κίνα συγκριτικά με τους ανταγωνιστές της. Τα εκτελεστικά
διατάγματα που υπέγραψε ο κ. Τραμπ δεν αφορούν αυτά τα
προβλήματα.
Η επανεξέταση του εμπορικού ελλείμματος των ΗΠΑ (μια
διαδικασία που θα διαρκέσει ενενήντα μέρες, με τη λεπτομερή
ανάλυση των προϊόντων και των χωρών που «ευθύνονται» για το
έλλειμμα) μοιάζει περισσότερο με μάθημα οικονομικών, παρά με
τη βάση για τη χάραξη νέας πολιτικής.
Κάθε χρόνο, το γραφείο του εμπορικού αντιπροσώπου στις ΗΠΑ
παρουσιάζει μια ογκώδη έκθεση για την αποτυχία των ξένων
στην προστασία πνευματικών δικαιωμάτων και μία άλλη έκθεση
για τα εμπόδια στο εξωτερικό εμπόριο. Η Επιτροπή Διεθνούς
Εμπορίου στις ΗΠΑ, μία άλλη ομοσπονδιακή υπηρεσία,
παρουσιάζει τακτικά ανάλογες αναλύσεις, κατόπιν αιτημάτων
της κυβέρνησης ή των μελών του Κογκρέσου. Και το υπουργείο
Εμπορίου προετοιμάζει αναλυτικές εκθέσεις με στοιχεία για
κάθε χώρα και κλάδο σε μηνιαία βάση.
Πρακτικά, ο Πίτερ Ναβάρο, επικεφαλής του Εθνικού Συμβουλίου
Εμπορίου των ΗΠΑ, και ο Γουίλμπουρ Ρος, υπουργός Εμπορίου,
τάσσονται υπέρ της επιβολής φόρων στις εισαγωγές των ΗΠΑ, κι
αυτό θεωρείται επιθετική κίνηση.
Ο Χονγκ Σανγκ, υπουργός Εμπορίου της Κίνας, ρωτήθηκε αν θα
προτιμούσε την επιβολή ενός φόρου στις εισαγωγές των ΗΠΑ ή
εμποδίων σε συγκεκριμένους κλάδους, όπως, π.χ., οι
αυτοκινητοβιομηχανίες. Η πρώτη επιλογή (της φορολόγησης των
εισαγωγών) μπορεί να προκαλούσε περιορισμένες εντάσεις με
την Κίνα, διότι θα έπληττε και άλλους εμπορικούς εταίρους
των ΗΠΑ. Το δεύτερο σενάριο της επιβολής εμποδίων σε
συγκεκριμένους κλάδους θα επιδείνωνε αρκετά περισσότερο τις
σχέσεις των δύο χωρών. Ο κ. Σανγκ απάντησε με διπλωματικό
τρόπο, όπως συνηθίζουν να κάνουν οι υπουργοί Εμπορίου: «Καμία
μορφή προστατευτισμού δεν εξυπηρετεί τα συμφέροντα των δύο
χωρών». |