Αν και οι αγορές προσπαθούν να ηρεμήσουν μετά την τελευταία
πτώση, η πρόσφατη σημαντική διόρθωση (αν και οι αγορές είχαν
σπάσει όλα τα ρεκόρ) συνεχίζει να δημιουργεί πολύ συζητήσεις.
Όπως έγραψαν οι New York Times, κρίνοντας από τους τίτλους
των ειδήσεων, θα μπορούσε να θεωρήσει κανείς ότι οι
χρηματοπιστωτικές αγορές διανύουν μια πολύ άσχημη περίοδο.
Για παράδειγμα, λένε ότι παρατηρείται «κατάρρευση στις
αμερικανικές αγορές» και ότι η εικόνα των ευρωπαϊκών
χρηματιστηρίων είναι «άσχημη».
Κακά τα ψέματα όμως, σε τέτοιες περιπτώσεις θα πρέπει να
λάβουμε υπ’ όψιν μια άλλη σημαντική πτυχή του γεγονότος.
Αυτή η πτώση επανέφερε τις αγορές περίπου στα επίπεδα που
κινούνταν στα μέσα Δεκεμβρίου. Η πτώση 7,8% του δείκτη S&P
500 κατά τη διάρκεια των τελευταίων έξι συνεδριάσεων είναι
παρόμοια σε κλίμακα και σε ταχύτητα με τις πτώσεις που
σημειώθηκαν τον Ιανουάριο του 2016 και τον Αύγουστο του
2015. Καμία εξ αυτών, ωστόσο, δεν είχε κάποια μόνιμη
επίπτωση στις χρηματιστηριακές αγορές. Ο δείκτης Dow Jones
έκανε βουτιά έως τις 1.175 μονάδες την περασμένη Δευτέρα,
σημειώνοντας δηλαδή μια σχετικά μεγάλη πτώση της τάξεως του
4,6%. Παρότι πρόκειται για τη μεγαλύτερη ημερήσια μείωση,
υπήρξαν περιπτώσεις κατά τη διάρκεια της χρηματοπιστωτικής
κρίσης, καθώς και λίγο αργότερα, όπου οι δείκτες υποχωρούσαν
ακόμη περισσότερο. Ωστόσο, η εικόνα είναι διαφορετική εάν
ερμηνεύσει κανείς περισσότερο την πτώση των δεικτών σε
μονάδες παρά σε ποσοστά. Οι τελευταίοι 18 μήνες αντιστοιχούν
σε μια περίοδο που οι αγορές παρουσίασαν τη μικρότερη
μεταβλητότητα των τελευταίων ετών.
Ο δείκτης S&P 500 όμως μέσα στο 2017 δεν σημείωσε μέσα σε
μία συνεδρίαση πτώση μεγαλύτερη από 2% και αυτός είναι ο
λόγος που η πτώση 2,1% της περασμένης Παρασκευής φαίνεται
τόσο αναπάντεχη.
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η πτώση 7,8% που καταγράφηκε από
τις 26 Ιανουαρίου είναι σημαντική, άλλωστε ισούται με μια
μείωση της κεφαλαιοποίησης κατά περίπου 2 τρισ. δολ.
Εντούτοις, εάν κοιτάξει κανείς τι συνέβη στην αγορά ομολόγων
κατά τη διάρκεια της πτώσης των χρηματιστηριακών δεικτών, θα
αντιληφθεί και τη θετική πλευρά αυτού του δυσάρεστου
γεγονότος. Συνήθως, όταν οι εκτιμήσεις των επενδυτών είναι
πιο απαισιόδοξες για την πορεία της οικονομίας, οι μετοχές
καθώς και οι αποδόσεις των ομολόγων πέφτουν. Αυτό συμβαίνει
γιατί μια πιο αδύναμη οικονομία δεν επιφέρει μόνο συρρίκνωση
στα κέρδη των επιχειρήσεων αλλά οδηγεί σε πτώση του
πληθωρισμού και σε συνεχή μείωση των επιτοκίων δανεισμού από
τη Fed. Εντούτοις, αυτό δεν συνέβη σε αυτήν την περίπτωση.
Καθώς οι μετοχές την περασμένη Παρασκευή υποχωρούσαν, η
απόδοση του δεκαετούς αμερικανικού ομολόγου αυξήθηκε απότομα.
Επίσης, η αγορά αναμένει μεγαλύτερη άνοδο του πληθωρισμού το
επόμενο διάστημα.
Αντί όμως το ξεπούλημα των μετοχών να αποτελέσει προϊόν
απαισιοδοξίας για την πορεία της οικονομίας, έχει και μια
πιο αισιόδοξη πλευρά. Οι εργοδότες θα δίνουν μεγαλύτερους
μισθούς, τα κέρδη των εταιρειών θα μειωθούν, ενώ ο
υψηλότερος πληθωρισμός θα οδηγήσει σε ταχύτερη από το
αναμενόμενο αύξηση των επιτοκίων δανεισμού από τη Fed. Με
άλλα λόγια, αυτό που θεωρείται κακό νέο για τους επενδυτές
αποτελεί χαρμόσυνη είδηση για τους εργαζομένους. Από τη
στιγμή μάλιστα που οι άνθρωποι κερδίζουν περισσότερα χρήματα
από την εργασία τους σε σχέση με το επενδυτικό τους
χαρτοφυλάκιο, μια τέτοια εξέλιξη αναμένεται να τους
χαροποιήσει. Αυτή η πτώση των αγορών μπορεί να θεωρηθεί ως
μια αναμενόμενη διόρθωση που συμβαίνει σε κάθε αγορά που
κινείται ανοδικά. Ειδάλλως, μπορεί να θεωρηθεί ως η αρχή του
τέλους της ανοδικής πορεία των αγορών, οι οποίες σημείωναν
άνοδο για ένα τρομακτικά παρατεταμένο χρονικό διάστημα.
|