Αν ρίξει κανείς μια ματιά στα στατιστικά των διεθνών
χρηματιστηρίων από το ξεκίνημα της χρονιάς θα διαπιστώσει
αμέσως ότι οι ευρωπαϊκές αγορές (ανάμεσα στις οποίες και η
Ελλάδα) βρίσκονται στις πρώτες θέσεις των αποδόσεων
παγκοσμίως. Όπως με χαρακτηριστικό τρόπο σχολίαζε το
Reuters,
ενθουσιασμένοι εμφανίζονται οι διεθνείς επενδυτές για τις
προοπτικές που τους προσφέρει η ηπειρωτική Ευρώπη. Αντιθέτως,
υιοθετούν διαφορετική στάση απέναντι στη Βρετανία, για την
οποία προβληματίζονται αναφορικά με το ακανθώδες ζήτημα των
διαπραγματεύσεων του Λονδίνου με τις Βρυξέλλες και το
ενδεχόμενο να παραταθούν για πολύ καιρό. Αυτό σημαίνει ότι
αναγκαστικά έχει δημιουργηθεί νέα επενδυτική κατηγορία στα
διεθνή χαρτοφυλάκια, με την επωνυμία «Ευρώπη εκτός της
Βρετανίας». Οσοι δραστηριοποιούνται στις διεθνείς
κεφαλαιαγορές επιδιώκουν να μη συμπεριλάβουν τις μετοχές των
βρετανικών ομίλων σε οποιοδήποτε «ευρωπαϊκό καλάθι
επενδυτικών προϊόντων». Κι αυτό σημαίνει πως μια πορεία
δεκαετιών αλλάζει άρδην – υπό το πρίσμα των επενδυτών η
Βρετανία αποτελούσε αναπόσπαστο μέρος της Ευρώπης,
διαδραματίζοντας πολύ σημαντικό ρόλο. Ο ένας λόγος ήταν ότι
το Λονδίνο είναι ο σημαντικότερος χρηματιστηριακός και
τραπεζικός κόμβος στη Γηραιά Ηπειρο. Ο άλλος είναι ότι
υπάρχουν βαθείς και στενοί δεσμοί της Βρετανίας με την
Ευρώπη, οι οποίοι καλλιεργήθηκαν χάρις στην ελεύθερη
μετακίνηση ανθρώπων και την ελεύθερη διακίνηση αγαθών και
υπηρεσιών.
Τώρα, όμως, με την προοπτική της εξόδου της Βρετανίας από
την Ευρωπαϊκή Ενωση, οι εν λόγω δεσμοί τίθενται σε
αμφισβήτηση και ολοένα και περισσότερο γίνεται συνείδηση
στους επενδυτές ότι οι βρετανικές κεφαλαιαγορές και οι
ευρωπαϊκές κεφαλαιαγορές θα ακολουθήσουν ξεχωριστές πορείες.
Κι αυτό σημαίνει πως ό,τι εθεωρείτο αυτονόητο, τίθεται υπό
ερώτηση. Σύμφωνα με τα στοιχεία της Lipper, εταιρείας της
Thomson Reuters, οι ροές στα διαπραγματεύσιμα αμοιβαία
κεφάλαια (ETF) δεικνύουν ότι αυτή η αμφισβήτηση έχει ήδη
ξεκινήσει. Λόγου χάριν, τα διαπραγματεύσιμα αμοιβαία
κεφαλαία, τα οποία παρακολουθούν μετοχές των ευρωπαϊκών
εταιρειών εξαιρουμένων των βρετανικών, προσελκύουν ζωηρό
αγοραστικό ενδιαφέρον. Από τις αρχές της χρονιάς έχουν
τοποθετηθεί στο μεγαλύτερο από τα προαναφερθέντα αμοιβαία
κεφάλαια, το iShares MSCI Eurozone ETF, ποσά ύψους 3,9 δισ.
δολαρίων. Στο μεσοδιάστημα, τα περιφερειακά διαπραγματεύσιμα
αμοιβαία κεφάλαια, τα οποία εμπεριέχουν και μετοχές
βρετανικών επιχειρήσεων, έχουν προσελκύσει λιγότερες
επενδύσεις. Αυτό φανερώνει ότι όσοι θέλουν έκθεση μόνον σε
ευρωπαϊκά περιουσιακά στοιχεία, αποφεύγουν τα βρετανικά.
Τα δεδομένα της Lipper δείχνουν ότι υπάρχουν περισσότερα από
1.800 αμοιβαία κεφάλαια σε παγκόσμια κλίμακα, τα οποία
επενδύουν σε μετοχές όλων των ευρωπαϊκών εταιρειών. Συνολικά
στα κεφάλαια αυτά έχουν τοποθετηθεί ποσά μεγαλύτερα των 250
δισ. δολαρίων. Εν τω μεταξύ, θα πρέπει να αναφερθεί ότι
είναι περίπου 150 τα αμοιβαία κεφάλαια, τα οποία επενδύουν
σε ευρωπαϊκές εταιρείες εξαιρουμένων των εισηγμένων στο
χρηματιστήριο του Λονδίνου, και διαχειρίζονται συνολικά 50
δισ. δολάρια. Η αποσύνδεση βρετανικών και λοιπών ευρωπαϊκών
εταιρειών, από το βρετανικό δημοψήφισμα πέρυσι τον Ιούνιο
και μετά, είναι πλέον ορατή. «Η Βρετανία ήταν πάντα μία
διακριτή οντότητα έναντι της υπόλοιπης Ευρώπης, απλώς η
διαφοροποίηση αυτή έχει επιταχυνθεί στο μυαλό των επενδυτών»,
παρατηρεί ο Στέφεν Μίτσελ, διαχειριστής κεφαλαίων για
μετοχές από εταιρείες σε όλο τον κόσμο στην Jupiter Asset
Μanagement. «Σήμερα, ένα χρόνο μετά το δημοψήφισμα, οι
επενδυτές πλέον δεν κάνουν τις συναλλαγές τους,
συνεκτιμώντας τις δημοσκοπήσεις. Αντ’ αυτών εξετάζουν τα
βασικά οικονομικά μεγέθη. Και στην προσέγγιση αυτή, τέλος,
οι διαφορές και οι αποκλίσεις γίνονται πιο χτυπητές: μετά
τις γαλλικές εκλογές οι πολιτικοί κίνδυνοι στην Ευρωζώνη
αμβλύνθηκαν, όταν παράλληλα στη Βρετανία οι εκλογές
διαμορφώνουν κλίμα αβεβαιότητας.
|