Όπως προσφάτως έγραψε σε άρθρο του
Voxeu.org ο κ. Donato Masciandaro (καθηγητής
Οικονομικών και επικεφαλής του Τμήματος Χρηματοοικονομικών
Κανόνων στο Πανεπιστήμιο Μπογκόνι)
μετά τη βαθύτερη κρίση της μεταπολεμικής περιόδου, η
Ομοσπονδιακή Τράπεζα των ΗΠΑ (Fed) αντιμετωπίζει σοβαρές
προκλήσεις στον εκ νέου σχεδιασμό και στην εφαρμογή της
νομισματικής πολιτικής. Στα μέτρα στήριξης της αμερικανικής
οικονομίας περιλαμβάνονταν μέχρι πρότινος η μείωση των
επιτοκίων κοντά στο μηδέν μαζί με την εξαιρετικά χαλαρή
νομισματική πολιτική της Fed.
Η Μεγάλη Υφεση έληξε τον Ιούνιο του 2009. Ωστόσο, η Fed δεν
έχει ακόμη επαναφέρει τη νομισματική πολιτική των ΗΠΑ σε
φυσιολογικά επίπεδα μετά την πάροδο μιας επταετίας. Αυτή η
επεκτατική νομισματική πολιτική εφαρμόζεται αρκετά αργότερα
από την αποκλιμάκωση της χρηματοπιστωτικής κρίσης,
εγείροντας ερωτήματα για τις επιπτώσεις αυτής της αδράνειας
– δηλαδή της διστακτικότητας να εξομαλυνθεί το κόστος
δανεισμού στην οικονομία.
Οπως προκύπτει από έρευνες, όμως, υπάρχουν πρακτικοί λόγοι
που οδηγούν σε αυτήν την καθυστέρηση για την αναπροσαρμογή
της πολιτικής από τους αξιωματούχους των κεντρικών τραπεζών.
Την ίδια ώρα, υπάρχει και ο ανθρώπινος φόβος των πιθανών
επιπτώσεων από τη λήψη αποφάσεων, ιδιαίτερα όταν πρόκειται
να αυξηθούν τα επιτόκια από επίπεδα κοντά στο μηδέν. Αλλωστε,
οι αξιωματούχοι των κεντρικών τραπεζών είναι άνθρωποι και
όχι μόνον ψυχροί γραφειοκράτες.
Αυτή η συζήτηση για την καθυστέρηση της Fed στην επαναφορά
της νομισματικής πολιτικής στα προ κρίσης επίπεδα είναι το «τελευταίο
επεισόδιο» μιας μακροχρόνιας διαμάχης για τα αίτια που
κρύβονται πίσω από αυτήν την αδράνεια. Το διάστημα των
τελευταίων δεκαετιών έχουν παρατηρηθεί αρκετές περιπτώσεις
όπου οι κεντρικές τράπεζες διστάζουν να αποσύρουν μέτρα και
να καταργήσουν μια συγκεκριμένη πολιτική. Οπως έχει
επισημανθεί στο παρελθόν, αυτή η αδράνεια είναι συχνό
φαινόμενο όταν οι συνθήκες απαιτούν την επαναφορά της
νομισματικής πολιτικής σε προ κρίσης επίπεδα, ιδιαίτερα σε
ό,τι αφορά τη Fed. Ομως, η καθυστέρηση αυτή διακρίνεται και
σε άλλες κεντρικές τράπεζες. Μια σειρά μελετών έχει
πραγματοποιηθεί με επίκεντρο την Τράπεζα της Αγγλίας και
ειδικότερα τους τρόπους λειτουργίας του Συμβουλίου
Νομισματικής Πολιτικής.
Ενας λόγος που παρατηρείται αυτή η αδράνεια είναι η έλλειψη
πληροφοριών για την κατάσταση της οικονομίας όπως και η
καθυστερημένη επίδραση μιας αναπροσαρμογής στον πραγματικό
κόσμο. Χαρακτηριστική περίπτωση είναι η σταδιακή αύξηση των
επιτοκίων που περνάει βαθμιαία, ίσως και «αθόρυβα», στην
οικονομία. Μια άλλη εξήγηση αυτής της αδράνειας είναι το
σύστημα λήψης αποφάσεων με αντικείμενο την αλλαγή πλεύσης
στη νομισματική πολιτική.
Μια διαδικασία ψηφοφορίας, για παράδειγμα, που απαιτεί
μεγάλη πλειοψηφία, δηλαδή τη συγκατάβαση των περισσότερων
μελών, αναγκάζει την Επιτροπή Νομισματικής Πολιτικής της
Τράπεζας της Αγγλίας να συμπεριφερθεί διστακτικά. Με άλλα
λόγια, η αδράνεια των κεντρικών τραπεζιτών μπορεί να
δικαιολογηθεί από την έλλειψη πρακτικών πληροφοριών για την
κατάσταση της οικονομίας ή το σύστημα λήψης αποφάσεων. Εν
τούτοις, οι κεντρικοί τραπεζίτες λειτουργούν ως
γραφειοκράτες αλλά και άνθρωποι. Ετσι η στάση τους θα πρέπει
να μελετηθεί και με βάση ψυχολογικούς παράγοντες. Τα μέλη
της Επιτροπής Νομισματικής Πολιτικής μπορούν να χωριστούν
στις εξής δύο κατηγορίες: τα «περιστέρια» και τα «γεράκια».
Η στάση τους εξαρτάται από το πόσο συντηρητικοί είναι ως
προς τη χαλάρωση της νομισματικής πολιτικής. «Περιστέρι»
είναι ο αξιωματούχος που εφαρμόζει δραστικές πολιτικές ενώ
το «γεράκι» είναι αυτός που τις απεχθάνεται. Υπάρχουν και
εκείνοι που βρίσκονται στο ενδιάμεσο. Με την πάροδο του
χρόνου, η διαφορά ανάμεσα στα «περιστέρια» και τα «γεράκια»
αποτελεί αντικείμενο μελετών για τις αποφάσεις ενός
ολόκληρου συμβουλίου νομισματικής πολιτικής. |