Η 20η Ιανουαρίου πλησιάζει και κανείς στην Ευρώπη δεν
γνωρίζει τί θα ξημερώσει μετά. Όλοι εικάζουν, αλλά τίποτε το
βέβαιο δεν προβάλλει στον ορίζοντα. Από την άλλη πλευρά, η
συμμετοχή στην νέα αμερικανική κυβέρνηση ικανού αριθμού
επιχειρηματιών θα πρέπει να θεωρείται βέβαιον ότι θα δώσει
άλλη διάσταση στην άσκηση της αμερικανικής πολιτικής, σε
πολλά επίπεδα. Σε κάθε περίπτωση, πρέπει να αναμένουμε μία
ευμετάβλητη αμερικανική πολιτική, γεγονός που από μόνο του
εμπεριέχει ικανά στοιχεία αβεβαιότητας.
Όπως έγραφε σε άρθρο του στο
Project Syndicate
ο
D.
Gros
(Διευθυντής στο Κέντρο Μελετών Ευρωπαϊκς Πολιτικής) ο
νέος Αμερικανός πρόεδρος από καιρό υποστηρίζει ότι «οι
στρατηγικοί εταίροι των ΗΠΑ στην Ευρώπη έχουν εκμεταλλευτεί
την αμερικανική βοήθεια και συμπαράσταση, χωρίς αυτό σήμερα
να προσφέρει κάποια πλεονεκτήματα στην Αμερική. Αντίθετα,
χάρη στην αμερικανική βοήθεια, η Ευρώπη αντιστάθηκε μεν στην
σοβιετική διείσδυση, όμως κέρδισε και πολλούς πόντους στην
παγκόσμια αγορά. Αυτό θα πρέπει να αλλάξει». Με τον Ντ.
Τραμπ μπορεί να αναμένεται μία υποχώρηση των ΗΠΑ από τον
κόσμο. Εγγυήσεις που έχουν υποστηρίξει την παγκόσμια
μεταπολεμική τάξη εδώ και 70 χρόνια εξανεμίζονται. Αυτό θα
επηρεάσει την Ευρώπη, ιδίως στους τομείς του εμπορίου και
της ασφάλειας, και θα αμφισβητήσει κοινές μέχρι πρότινος
αξίες.
Από οικονομικής πλευράς, η Ευρώπη κινδυνεύει να χάσει
περισσότερα από ό,τι οι ΗΠΑ από την επίθεση που είναι πιθανό
να εξαπολύσει η κυβέρνηση Τραμπ στο παγκόσμιο σύστημα
εμπορίου. Η Ευρώπη είναι περισσότερο εκτεθειμένη στο
παγκόσμιο εμπόριο απ’ ό,τι οι ΗΠΑ. Οι ευρωπαϊκές θέσεις
εργασίας θα μπορούσαν να απειληθούν εάν οι αναδυόμενες
αγορές περιέρχονταν σε ύφεση εξ αιτίας των υψηλών δασμών που
επιβλήθηκαν μονομερώς από τις ΗΠΑ. Οι συνομιλίες για την
ΤΤΙΡ θα μπορούσαν να συνεχίσουν σε τεχνικό επίπεδο, αλλά μία
φιλόδοξη συμφωνία δεν είναι πλέον δυνατή. Μία στενή FTA θα
ήταν πιο συμβατή με την προσέγγιση Τραμπ και ίσως θα ήταν
ευκολότερο να επικυρωθεί από την ευρωπαϊκή πλευρά.
Ωστόσο, σε ό,τι αφορά την ασφάλεια στην Ευρώπη το βασικό
ερώτημα είναι εάν ο πρόεδρος Τραμπ θα στηρίξει το ΝΑΤΟ ή θα
ξεκινήσει ένα μεγάλο παζάρι με την Ρωσία για τις σφαίρες
επιρροής στην Ευρώπη.
Σε ό,τι αφορά το πρώτο, αναμένεται να ανακοινώσει περικοπές
στην συνεισφορά των ΗΠΑ στο ΝΑΤΟ –μειώνοντάς την από το 45%
στο 37% του συνόλου– και να επιμείνει να αυξήσουν οι
Ευρωπαίοι την δική τους. Είναι πιθανό να οδηγήσει σε
αυξημένες αμυντικές δαπάνες σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες και
σε υψηλότερες φιλοδοξίες για ορισμένα κράτη μέλη (με πρώτη
και κύρια την Γερμανία) να εργαστούν προς μονιμότερη
δομημένη αμυντική συνεργασία για να αυξήσουν την στρατηγική
αυτονομία της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ), ως συμπλήρωμα στο ΝΑΤΟ.
Αναφορικά με την Ρωσία, οποιαδήποτε στρατηγική πρόταση είναι
πιθανό να αποθρασύνει τον ρεβανσισμό του Βλ. Πούτιν προς τις
γειτονικές χώρες –δηλαδή, την Ουκρανία, την Γεωργία και την
Μολδαβία. Η Πολωνία και οι χώρες της Βαλτικής θα απαιτήσουν
αποσαφηνίσεις από τον νέο πρόεδρο σχετικά με το τί σκέφτεται.
Πολιτικοί, όπως ο Βίκτωρ Ορμπάν της Ουγγαρίας, θα
χαιρετίσουν την ανανεωμένη δέσμευση με την Ρωσία. Τέτοιες
κινήσεις θα υπονομεύσουν την ήδη εύθραυστη συνοχή εντός της
ΕΕ για την επιβολή κυρώσεων εναντίον της Ρωσίας για την
Ουκρανία.
Με τον ίδιο τρόπο που ο Τραμπ παρουσίασε στους
απογοητευμένους ψηφοφόρους των ΗΠΑ πώς θα ταρακουνήσει το
πολιτικό κατεστημένο στην Ουάσινγκτον, στην Ένωση υποψήφιοι
κατά των μεταναστών και αυτοαποκαλούμενοι αντεπαναστάτες
προσφέρουν στους ψηφοφόρους της ΕΕ την πιθανότητα να
συνεχίσουν την πορεία τους προς μεγαλύτερο προστατευτισμό
και την ανελευθερία. Μετά την απρόσμενη νίκη των λαϊκιστών
στην Ουγγαρία και την Πολωνία, και το δημοψήφισμα στο
Ηνωμένο Βασίλειο, τα mainstream πολιτικά κόμματα στην Ευρώπη
έχουν προετοιμαστεί για το αποτέλεσμα αρκετών εθνικών
εκλογών και δημοψηφισμάτων, ιδιαίτερα εκεί όπου αυτά είναι
πολύ προσωποποιημένα.
Η εκλογή του Ντ. Τραμπ θα ενθαρρύνει τα λαϊκιστικά κόμματα
και τις τάσεις σε όλη την Ευρώπη, τα οποία θα πρέπει τώρα να
ληφθούν πιο σοβαρά υπ’ όψιν ως δυνητικές κυβερνήσεις.
Δεδομένων των ευρωσκεπτικιστικών τους τάσεων, αυτό θα κάνει
ακόμη δυσκολότερη την επίτευξη εκείνης της προόδου στην
ενοποίηση που θα χρειαζόταν να σημειώσει η ΕΕ προκειμένου να
αποδείξει ότι έχει σημασία σε παγκόσμιο επίπεδο. Ως εκ
τούτου, η ΕΕ βρίσκεται σε δίλημμα: τα λαϊκιστικά κόμματα δεν
θα επιτρέψουν αυτό να προχωρήσει, αλλά τα ίδια κόμματα
θέλουν επίσης να επανεθνικοποιήσουν τις πολιτικές, εξ αιτίας
της ανικανότητας και της ασχετοσύνης της ΕΕ.
Σε μία πιο θετική νότα, ενώ οι περισσότεροι Αμερικανοί
πρόεδροι μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο έχουν αγωνιστεί για
τοπικά ζητήματα, όλοι τους έχουν αρχίσει να συνειδητοποιούν
ότι η Ευρώπη κατέληξε να δαπανά περισσότερο χρόνο και
ενέργεια απ’ ό,τι εκτιμούσαν. Σε έναν ολοένα δυσκολότερο και
πιο σύνθετο κόσμο, η Ευρώπη παραμένει ένας κρίσιμος σύμμαχος
για τις ΗΠΑ σε μία ευρεία σειρά θεμάτων. Και οι δύο είναι
υπερδυνάμεις που ενδιαφέρονται για την τήρηση των
υφιστάμενων θεσμών παγκόσμιας διακυβέρνησης και του διεθνούς
δικαίου, ενώ παράλληλα επιδιώκουν να διατηρήσουν το
στρατηγικό τους πλεονέκτημα έναντι του υπόλοιπου κόσμου με
την ενίσχυση του διατλαντικού εμπορίου και της ασφάλειας.
Μπορεί κάλλιστα να επικρατήσει η πιο «cool» πλευρά του
προέδρου Τραμπ.
Το καλύτερο σενάριο για την Ευρώπη είναι ο Τραμπ να
περιβάλλεται από υψηλόβαθμα στελέχη του Ρεπουμπλικανικού
κόμματος που συνεχίζουν την αμερικανική εξωτερική πολιτική
λίγο-πολύ αμετάβλητη σε σχέση με το ΝΑΤΟ, την Ρωσία και την
Μέση Ανατολή. Αλλά από την στιγμή που δεν αναμένεται ο Τραμπ
να αφιερώσει πολύ χώρο στην Ευρώπη, η ΕΕ θα πρέπει να κάνει
περισσότερα μόνη της και θα χρειαστεί να ασχοληθεί πολύ πιο
ενεργά με τους Αμερικανούς ομολόγους της κάθε φορά που θα
χρειάζεται η αμερικανική επιρροή για να προστατεύσει τα
ευρωπαϊκά συμφέροντα και να πετύχει τους κοινούς στόχους.
Η ΕΕ, ως ένας οργανισμός πάνω και πέρα από τα κράτη μέλη,
έχει κάποια επιρροή στην αμερικανική πολιτική και στις
αποφάσεις, όπως αποδείχθηκε σε ζητήματα όπως η προστασία της
ιδιωτικής ζωής, η πολιτική για τον ανταγωνισμό και πιο
πρόσφατα η φορολογική πολιτική. Αλλά η Ευρώπη έχει
πραγματικά επιρροή στις ΗΠΑ μόνον όταν δρουν μαζί τα θεσμικά
όργανα και τα κράτη μέλη της ΕΕ. Οι Ευρωπαίοι θα πρέπει να
μάθουν πώς θα το κάνουν αυτό χωρίς τους Βρεταννούς, οι
οποίοι μέχρι τώρα ενεργούσαν ως φυσική γέφυρα. Είναι
εξαιρετικά αμφίβολο ότι η ενότητα εντός της ΕΕ θα είναι
ευκολότερα διαθέσιμη μετά την απείθαρχη έξοδο του Ηνωμένου
Βασιλείου από την Ένωση. Το φάντασμα του Brexit, σε
συνδυασμό με την έλξη που ασκεί ο Τραμπ στους λαϊκιστές
ηγέτες της Ευρώπης, απειλεί περαιτέρω διαιρέσεις εντός της
ΕΕ και επομένως την αποδυνάμωση της συλλογικής της στάσης. |