Όπως προσφάτως έγραφαν οι
New
York
Times
και σύμφωνα με έρευνα
του Κέντρου Ερευνών Pew,
αν
και όλο και περισσότεροι Αμερικανοί θεωρούν πως η οικονομία
των ΗΠΑ βρίσκεται σε καλύτερη κατάσταση, η πλειονότητά τους
εκφράζει φόβους για την οικονομική προοπτική των παιδιών
τους.
Σύμφωνα με έρευνα
του Κέντρου Ερευνών Pew η απαισιοδοξία αυτή δεν περιορίζεται
μόνο στις ΗΠΑ, σύμφωνα με την έρευνα. Στη Γαλλία, πάνω από
το 70% των ερωτηθέντων αμφιβάλλει για το εάν τα παιδιά τους
θα βρίσκονται σε καλύτερη οικονομική κατάσταση από εκείνους.
Ανάλογες πεποιθήσεις διατυπώθηκαν στη Βρετανία, στην Ισπανία,
στην Ιταλία και στη Γερμανία.
«Ακόμη και στις πιο προηγμένες οικονομίες, όπου ο κόσμος θεωρεί πως
βρίσκεται σε καλύτερη θέση –όπως είναι η Γερμανία, η
Ολλανδία και η Σουηδία– οι πολίτες ανησυχούν για το
οικονομικό μέλλον των επόμενων γενεών», δήλωσε ο Μπρους
Στόουκς, διευθυντής του τμήματος παγκόσμιων οικονομικών
προοπτικών στο Κέντρο Ερευνών Pew. «Παρά την πτώση της
ανεργίας και την επαναφορά των ρυθμών ανάπτυξης σε
φυσιολογικά επίπεδα μετά τη χρηματοπιστωτική κρίση, είναι
ξεκάθαρο πως αυτή η απαισιοδοξία εγείρει ερωτήματα για το
εάν είναι προσωρινό φαινόμενο ή όχι».
Η έρευνα του κέντρου Pew στηρίχθηκε σε ένα ερωτηματολόγιο
απευθυνόμενο σε άτομα από 32 χώρες. Το συμπέρασμα που
προκύπτει είναι ότι το οικονομικό κλίμα έχει ανακάμψει από
τα εξαιρετικά χαμηλά επίπεδα που είχαν εμφανιστεί μετά τη
χρηματοπιστωτική κρίση του 2007-09, η οποία ήταν η
μεγαλύτερη από το Κραχ του ’29.
Εν τούτοις, αυτή η θετική άποψη για την υφιστάμενη οικονομική
κατάσταση διαφοροποιείται από χώρα σε χώρα. Ενώ το 86% των
Γερμανών, οι οποίοι αποτελούν τη χώρα-μέλος της Ευρωζώνης με
τον μεγαλύτερο πληθυσμό, νιώθει πολύ καλά για τις
υφιστάμενες οικονομικές συνθήκες, μόνον το 21% μοιράζεται
αυτήν την άποψη στη γειτονική Γαλλία. Παρ’ όλα αυτά, 36% των
Γερμανών θεωρούν πως τα παιδιά τους θα είναι σε καλύτερη
μοίρα. Στη Γαλλία, το αντίστοιχο ποσοστό περιορίζεται στο
9%.
Στη Βρετανία, όπου οι πολίτες αιφνιδίασαν την υπόλοιπη Ευρώπη με
την απόφασή τους να αποχωρήσουν από την Ευρωπαϊκή Ενωση, το
56% εγκρίνει την κατάσταση της οικονομίας –ένα ποσοστό που
παραμένει απαράλλακτο από το 2015– ενώ το 24% πιστεύει πως
τα παιδιά τους θα προοδεύσουν περισσότερο. Στις ΗΠΑ, η
προοπτική της οικονομίας παρουσιάζει σταθερή βελτίωση τα
τελευταία χρόνια, με το 58% να χαρακτηρίζει «καλές» τις
συνθήκες συγκριτικά με το 40% το 2015. Εν τούτοις, μόνον το
37% των Αμερικανών έχει την πεποίθηση πως τα παιδιά τους θα
ζήσουν κάτω από καλύτερες οικονομικές συνθήκες.
Επειτα από μια μάχη για να κατακτηθεί η οικονομική ανάκαμψη στις
χώρες-μέλη της πρώην Σοβιετικής Ενωσης, περισσότεροι από το
ήμισυ των Ρώσων προσβλέπουν σε μεγαλύτερη οικονομική
επιφάνεια για τα παιδιά τους. Χώρες με ταχύτερα
αναπτυσσόμενες οικονομίες όπως η Ινδία, οι Φιλιππίνες, η
Νιγηρία και η Γκάνα, παρουσιάζουν υψηλά επίπεδα αισιοδοξίας
για το μέλλον. Το κοινό χαρακτηριστικό των χωρών αυτών είναι
ότι έχουν εξελιχθεί οικονομικά κατά τη διάρκεια των
τελευταίων δεκαετιών.
Η έρευνα διεξήχθη με τηλεφωνικές συνεντεύξεις ή με κατά πρόσωπο
συναντήσεις σε κάθε χώρα. «Εμείς στη Δύση πάντα θεωρούσαμε
πως το μέλλον θα ήταν καλύτερο. Εχουμε επενδύσει και
αποταμιεύσει σε αυτό», σχολιάζει ο κ. Στόουκς. «Αλλά δεν
ισχύει κάτι τέτοιο τα τελευταία χρόνια».
Είναι αξιοσημείωτο ότι στις ΗΠΑ η απαισιοδοξία αυτή είναι αισθητή
σε Δημοκρατικούς και Ρεπουμπλικανούς. Μεταξύ των
Ρεπουμπλικανών, το 50% των ερωτηθέντων τηρεί επιφυλάξεις για
την οικονομική προοπτική της χώρας ύστερα από χρόνια. Στο
στρατόπεδο των Δημοκρατικών, το αντίστοιχο ποσοστό φθάνει το
62%. Σε ποσοστό 69% απόφοιτοι πανεπιστημίου δήλωσαν
ικανοποιημένοι για την υφιστάμενη κατάσταση της οικονομίας,
ενώ το 55% των αποφοίτων λυκείου φαίνεται, σύμφωνα με την
έρευνα, πως συμμερίζεται αυτήν την έρευνα. «Οι άνθρωποι
αυτοί ζουν σε διαφορετική οικονομική κατάσταση», αναφέρει ο
κ. Στόουκς.
«Αυτό που προκύπτει από στατιστικές έρευνες είναι ότι όσοι έχουν
πτυχίο μπορούν να εξασφαλίσουν μεγαλύτερα εισοδήματα. Είναι
μία ακόμη υπενθύμιση πως ζούμε σε μια διχασμένη κοινωνία,
όχι μόνον πολιτικά αλλά και οικονομικά». Δεδομένου ότι μόνον
το ένα τρίτο των Αμερικανών έχει πτυχίο πανεπιστημίου, το
χάσμα αυτό θα επιμείνει, εάν δεν επιδεινωθεί. |