Αν και η Τουρκία αυτή τη στιγμή μονοπωλεί το παγκόσμια
ενδιαφέρον. Δεν υπάρχει καμία αμφιβολία ότι η οικονομική
είδηση των τελευταίων μηνών είναι οι αποφάσεις του Trump για
τους δασμούς και ο εμπορικός πόλεμος ο οποίος βρίσκεται σε
πλήρη εξέλιξη. Όπως έγραψε σε ένα πολύ ενδιαφέρον σχόλιο του
ο κ. Jacob Pouncey (αναλυτής κρυπτονομισμάτων στη Saxo Bank)
Σε αυτό το τμήμα της έκθεσης για το γ΄ τρίμηνο συνοψίζουμε
κάποια γεγονότα στην πορεία της αμερικανικής εμπορικής
πολιτικής που μπορούν να δώσουν ενδείξεις για το μέλλον του
παγκόσμιου εμπορίου και για τις πιθανές επιπτώσεις ενός
κλιμακούμενου εμπορικού πολέμου μεταξύ Κίνας και ΗΠΑ.
Η έναρξη της σύγχρονης εμπορικής πολιτικής αναμφισβήτητα
τοποθετείται στο 1930, όταν το αμερικανικό Κογκρέσο ψήφισε
τον νόμο Σμουτ-Χόλεϊ περί δασμών. Με αυτόν τον νόμο
αυξήθηκαν οι δασμοί στα αγροτικά και τα βιομηχανικά προϊόντα
εν μέσω της Μεγάλης Υφεσης. Αλλες χώρες ανταπέδωσαν με
παρόμοιους δασμούς και ενίσχυσαν το εμπόριο μεταξύ τους, έξω
από τα όρια της αμερικανικής επιρροής.
Η προστατευτική νομοθεσία ήρθε ως φυσικό επακόλουθο της
αύξησης του απομονωτισμού και του εθνικισμού στις ΗΠΑ μετά
τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο και στα χρόνια πριν από τη Μεγάλη
Υφεση. Αυτή η χρονική περίοδος παρουσιάζει τρομακτική
ομοιότητα με το σήμερα. Οι ΗΠΑ, υπό την προεδρία Τραμπ,
κινούνται προς πολιτικές προστατευτισμού και απομονωτισμού,
έπειτα από σχεδόν μια δεκαετία καλπασμού των αγορών. Ωστόσο,
στις πρώτες σημαντικές εκλογές που διεξήχθησαν στις ΗΠΑ μετά
την ψήφιση του νόμου Σμουτ-Χόλεϊ περί δασμών, ο τότε
υποψήφιος Φραγκλίνος Ντ. Ρούζβελτ τάχθηκε εναντίον του
συγκεκριμένου προστατευτικού νόμου – και τελικά αναδείχθηκε
πρόεδρος. Μένει να δούμε κατά πόσον οι δασμοί του Τραμπ θα
αποτελέσουν αντικείμενο διαμάχης στις εκστρατείες για τις
εκλογές του 2020.
Από τη θέση του προέδρου πλέον, ο Ρούζβελτ υπέγραψε τον νόμο
Αμοιβαίων Εμπορικών Συμβάσεων το 1934 και πυροδότησε ένα νέο
κύμα φιλελεύθερης εμπορικής πολιτικής, το οποίο διήρκεσε έως
τις ημέρες μας. Αυτός ο νόμος ενίσχυσε το πολιτικό κίνητρο
για μείωση των δασμών, ενώ η άσκηση πιέσεων από εξαγωγικές
εταιρείες στις ΗΠΑ, οι οποίες επωφελούνταν από τις νέες
εμπορικές πολιτικές, αποθάρρυνε την επιστροφή σε τέτοιες
πολιτικές.
Με αυτόν τον νόμο ο πρόεδρος των ΗΠΑ απέκτησε το δικαίωμα να
διεξάγει διμερείς διαπραγματεύσεις, γεγονός που οδήγησε σε
19 εμπορικές συμφωνίες μέσα σε μόλις πέντε χρόνια. Παρά την
απελευθέρωση του εμπορίου, η ανάπτυξη του παγκόσμιου
εμπορίου την περίοδο 1929-1938 ήταν ανύπαρκτη, στο -0,83%
σύμφωνα με τους Frederico και Junguito (2016).
Ο νόμος Αμοιβαίων Εμπορικών Συμβάσεων είναι σημαντικός γιατί
δημιούργησε το πρώτο οργανωμένο πλαίσιο για το διεθνές
εμπόριο και έτσι άνοιξε τον δρόμο για τη Γενική Συμφωνία
Δασμών και Εμπορίου (ΓΣΔΕ) το 1947. Η Γενική Συμφωνία Δασμών
και Εμπορίου ήταν η πρώτη διεθνής εμπορική συμφωνία με
κάποια βαρύτητα.
Την υπέγραψαν 23 κράτη με στόχο «την ουσιαστική μείωση των
δασμών και άλλων φραγμών στο εμπόριο και την εξάλειψη της
διακριτικής μεταχείρισης στο διεθνές εμπόριο».
Τελικά, η Γενική Συμφωνία Δασμών και Εμπορίου
αντικαταστάθηκε από τον Παγκόσμιο Οργανισμό Εμπορίου (ΠΟΕ),
την ίδρυση του οποίου υπέγραψαν 123 κράτη. Από τότε, και
συγκεκριμένα για την περίοδο 1950-2007 το παγκόσμιο εμπόριο
κατέγραφε μέση ανάπτυξη 5,1%.
Πριν από την ίδρυση του ΠΟΕ, το 1963, οι ΗΠΑ είχαν ψηφίσει
τον νόμο για την Ανάπτυξη του Εμπορίου, ο οποίος
εξουσιοδοτούσε τον πρόεδρο να επιβάλλει μονομερώς δασμούς σε
προϊόντα που πιθανώς απειλούσαν ή δημιουργούσαν προβλήματα
στην εθνική ασφάλεια των ΗΠΑ. Η διάταξη αυτή ενεργοποιήθηκε
16 φορές από το 1981, με πιο πρόσφατη, όταν ο Τραμπ επέβαλε
δασμούς στις εισαγωγές χάλυβα και αλουμινίου φέτος.
Οι εν λόγω δασμοί στράφηκαν κατ’ αρχήν ενάντια στις εξαγωγές
της Κίνας, ενώ δεν αποκλείεται στο άμεσο μέλλον να
στοχοποιήσουν και άλλα προϊόντα και –ενδεχομένως– χώρες. Η
Κίνα αποτελεί τον Νο 1 εμπορικό εταίρο των ΗΠΑ παγκοσμίως,
και αντιπροσωπεύει κατά μέσον όρο το 45% του αμερικανικού
εμπορικού ελλείμματος από το 2009 (και το 36% από το 2001,
όταν η Κίνα εντάχθηκε στον ΠΟΕ).
Ωστόσο, παρά την ένταξη της Κίνας στον ΠΟΕ το 2001 και τη
συνεπακόλουθη κατακόρυφη ανάπτυξη του εμπορίου μεταξύ ΗΠΑ
και Κίνας, ένας εμπορικός πόλεμος μεταξύ των δύο
υπερδυνάμεων με τη μεγαλύτερη οικονομική διασύνδεση μπορεί
μόνο να επιβραδύνει την ανάπτυξη του εμπορίου – δεν μπορεί
να αναστείλει τη συνεχή πορεία προς την παγκοσμιοποίηση και
το ελεύθερο εμπόριο. Το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο αναφέρει
ότι μια πλήρης ανταπόδοση με ανάλογα μέτρα ως αντίποινα (δηλαδή
με τελωνειακές φορολογικές ρυθμίσεις) καταλήγει σε ουδέτερο
αποτέλεσμα στο πλαίσιο ενός εμπορικού πολέμου, σύμφωνα με
πρόσφατη μελέτη. Αλλα αντίποινα που αφορούν αποκλειστικά
δασμούς στις εισαγωγές μπορούν να έχουν δυσμενείς επιδράσεις
στο παγκόσμιο εμπόριο και να οδηγήσουν σε πτώση του
παγκόσμιου ΑΕΠ.
Σε αυτούς τους διαπληκτισμούς χαμένος είναι ο μέσος πολίτης
(κάθε χώρας!), καθώς αυτός τελικά επωμίζεται το οικονομικό
και κοινωνικό κόστος των αυξημένων δασμών. Οι δύο οικονομίες
υπό σύγκρουση θα βιώσουν πληθωρισμό κόστους, καθώς οι
συντελεστές παραγωγής που χρησιμοποιούν εισαγόμενα αγαθά θα
καταστούν πιο δαπανηροί. Κατά συνέπεια, η συνολική προσφορά
θα μειωθεί και η τιμή των προϊόντων θα αυξηθεί.
Ωστόσο, ένας συνετός επενδυτής θα αξιοποιήσει αυτήν τη
μοναδική συγκυρία στην ιστορία του παγκόσμιου εμπορίου για
να διαμορφώσει το χαρτοφυλάκιό του έτσι ώστε να επωφεληθεί –και
να προστατευθεί– από τις επιπτώσεις της διάθεσης των δύο
υπερδυνάμεων για πλήρη εμπορικό πόλεμο.
|