Με ανησυχία για τις πιθανές επιπτώσεις στην πορεία της
αγοράς από το όλο ζήτημα, μεγάλες είναι οι συζητήσεις που
έχει προκαλέσει και συνεχίζει να προκαλεί η επερχόμενη
φορολογική μεταρρύθμιση των ΗΠΑ. Όπως έγραψε το
Reuters
σε άρθρο με τίτλο «Μια
πραγματική φορολογική μεταρρύθμιση στις ΗΠΑ», οι
Ρεπουμπλικανοί λένε ορθώς πως δεν λειτουργεί το σύστημα
φορολογίας επιχειρήσεων, αλλά κάνουν λάθος όσον αφορά στα
αίτια και στον τρόπο διόρθωσής του. Σύμφωνα με τη βασική
υπόθεση που έχουν κάνει ο Αμερικανός πρόεδρος Ντόναλντ Τραμπ
και οι Ρεπουμπλικανοί, ο ισχύων φορολογικός συντελεστής,
35%, εμποδίζει τις αμερικανικές εταιρείες να ανταγωνιστούν
ξένες εταιρείες και τις οδηγεί εκτός ΗΠΑ. Προτείνουν τη
μείωση του συντελεστή στο 20%, υποστηρίζοντας πως κάτι
τέτοιο όχι μόνο θα βοηθήσει τις εταιρείες αλλά και θα
οδηγήσει στην αύξηση του εισοδήματος των νοικοκυριών από
3.000 έως 7.000 δολάρια. Πολλά απ’ αυτά τα μέτρα είναι
παράλογα. Ας αρχίσουμε με τον φορολογικό συντελεστή.
Θεωρητικά, η φορολόγηση των αμερικανικών επιχειρήσεων
ανέρχεται στο 39% των κερδών τους. Ωστόσο, ο πραγματικός
φορολογικός συντελεστής επιχειρήσεων είναι 18,1%, χάρη στην
ύπαρξη πολλών «παραθύρων», είναι δηλαδή ελαφρώς χαμηλότερος
από τον μέσο όρο, 19,4%, των υπόλοιπων οικονομιών του G7.
Στην πραγματικότητα, η φορολογία των επιχειρήσεων αποδίδει
όλο και λιγότερα φορολογικά έσοδα τις τελευταίες δεκαετίες,
εξαιτίας της μείωσης του φορολογικού συντελεστή, της
έκπτωσης φόρου και των μεθόδων φοροαποφυγής που επινοούν
καλοπληρωμένοι δικηγόροι και λογιστές, όπως φάνηκε με τα
αρχεία του Παναμά και αυτά του Παραδείσου. Το 1967, τα έσοδα
από τη φορολογία επιχειρήσεων υπερέβαιναν το 4% του ΑΕΠ.
Πέρυσι είχαν ανέλθει σε μόλις 1,6% του ΑΕΠ. Αντιθέτως, οι
φορολογούμενοι καταβάλλουν υψηλότερο φόρο εισοδήματος και
εργασίας. Σοβαροί διανοητές γνωρίζουν πολύ καλά ότι η
φορολογία επιχειρήσεων δεν αποφέρει τα έσοδα που θα έπρεπε.
Η πρόταση των Ρεπουμπλικανών για φορολογία 20% θα
επιδεινώσει την κατάσταση. Υπάρχει και η θεωρία ότι η μείωση
της φορολογίας των επιχειρήσεων και των πλουσίων θα οδηγήσει
σε αύξηση των επενδύσεων και, τελικά, θα ωφελήσει σύμπασα
την κοινωνία. Ο Λευκός Οίκος υποστηρίζει πως οι επιχειρήσεις
θα χρησιμοποιήσουν τα χρήματα που θα εξοικονομήσουν από τη
μείωση της φορολογίας, για να αυξήσουν τους μισθούς και τις
προσλήψεις. Ακούγεται ωραίο, ωστόσο δεν υπάρχουν πολλά
στοιχεία που να υποστηρίζουν αυτό το παραμύθι. Στην
πραγματικότητα δεν παρατηρήθηκε καμία αύξηση των εισοδημάτων
μετά την μείωση της εταιρικής φορολογίας στη δεκαετία του
1980, αλλά και ούτε όταν μείωνε η Βρετανία την εταιρική
φορολογία.
Πώς θα ήταν μια πραγματική φορολογική μεταρρύθμιση; Πρώτον,
δεν θα προκαλούσε δημοσιονομική τρύπα 1,7 τρισ. δολαρίων τα
επόμενα δέκα χρόνια, όπως θα προκαλέσει το σχέδιο των
Ρεπουμπλικανών βουλευτών, σύμφωνα με υπολογισμούς του
Γραφείου Προϋπολογισμού του Κογκρέσου. Δεύτερον, θα
καθιστούσε δικαιότερο και αποτελεσματικότερο το φορολογικό
σύστημα. Αν είχαν συνεργαστεί οι Ρεπουμπλικανοί με τους
Δημοκρατικούς, θα μπορούσαν να είχαν αποφασίσει τη μείωση
του συντελεστή φορολογίας επιχειρήσεων στο 25% με 28% και να
κλείσουν διάφορα «παραθυράκια» Μια πραγματική φορολογική
μεταρρύθμιση θα περιλάμβανε επίσης έναν ελάχιστο φορολογικό
συντελεστή για τα κέρδη που καταγράφουν οι αμερικανικές
επιχειρήσεις στο εξωτερικό τη χρονιά που τα έχουν.
Σήμερα οι επιχειρήσεις μπορούν να αποφύγουν επ’ αόριστον
αυτόν τον φόρο. Μεγάλες εταιρείες, όπως η Apple, η General
Electric και η Microsoft, διατηρούν κέρδη 2,6 τρισ. δολαρίων
στο εξωτερικό, ελπίζοντας ότι το Κογκρέσο θα μειώσει τον
συντελεστή φορολογίας ή θα τους επιτρέψει να επαναπατρίσουν
τα χρήματα χωρίς να πληρώσουν φόρο. Επίσης, το Κογκρέσο θα
πρέπει να σκεφτεί νέους τρόπους για να αυξήσει τα φορολογικά
έσοδα, όπως επιβολή ΦΠΑ, φόρου εκπομπής αέριων ρύπων και
φόρου χρηματοπιστωτικών συναλλαγών. Οι προτάσεις των
Ρεπουμπλικανών δεν περιλαμβάνουν τίποτε από αυτά. Ωστόσο
ανταμείβουν τους πλούσιους και μειώνουν τη φορολογία
επιχειρήσεων περισσότερο απ’ όσο είναι αναγκαίο. Τα θύματα
θα είναι η οικονομία συνολικά, οι εργαζόμενοι και οι απλοί
άνθρωποι, στους οποίους ο Τραμπ είχε υποσχεθεί λιγότερα βάρη. |