Όπως προσφάτως έγραψε το
Peterson Institute for International Economics
η
καταδίκη της κ. Κριστίν Λαγκάρντ από γαλλικό δικαστήριο για
την κατηγορία της αμέλειας και κατάχρησης δημοσίων πόρων,
την εποχή που ήταν υπουργός Οικονομικών της Γαλλίας,
επανέφερε στο προσκήνιο τον ρόλο της ως επικεφαλής του
Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου. Το ζήτημα έχει μεγάλη σημασία,
σε μια εποχή κατά την οποία διατυπώνονται δεκάδες ερωτήματα
σχετικά με την πολιτική που θα τηρήσει η κυβέρνηση Τραμπ
απέναντι στο Ταμείο και σε παρόμοιους διεθνείς οργανισμούς
οικονομικής συνεργασίας. Η κυβέρνηση Τραμπ, η οποία έχει
καταστήσει σαφές πως προτεραιότητά της θα είναι η Αμερική,
μπορεί κάλλιστα να έχει αμφιβολίες κατά πόσον αυτοί οι
οργανισμοί θα μπορούσαν να συμβάλουν στην επίτευξη των
στόχων της, όπως είχαν και στο παρελθόν πολλές ηγετικές
προσωπικότητες των Ρεπουμπλικανών.
Ωστόσο, είναι πιθανό οι ΗΠΑ να αναγκαστούν να στραφούν σε
οργανισμούς όπως το ΔΝΤ όταν ξεσπάσει η πρώτη σημαντική
οικονομική κρίση, ας πούμε στη Βενεζουέλα. Η νέα αμερικανική
κυβέρνηση είναι πιθανό να ανακαλύψει ότι δεν είναι
αποτελεσματικό και αποδοτικό να προσπαθεί να συνάπτει
συμμαχίες προθύμων, ώστε να αντιμετωπίζει κάθε σημαντικό
διεθνές οικονομικό πρόβλημα στο οποίο εμπλέκεται, ειδικότερα
όταν το πρόβλημα λαμβάνει τη μορφή χρηματοπιστωτικής κρίσης
και η παροχή βοήθειας καθιστά αναγκαία την έγκριση του
Κογκρέσου.
Το γεγονός ότι η κυβέρνηση Τραμπ θα καταλήξει, πιθανότατα,
να χρησιμοποιεί εργαλεία όπως το ΔΝΤ ώστε να προωθήσει τους
άμεσους στόχους της, δεν σημαίνει αναγκαστικά ότι θα
εξακολουθήσει να διαδραματίζει ηγετικό ρόλο στην υποστήριξη
τέτοιων οργανισμών.
Από την άλλη πλευρά, ηγέτες άλλων κρατών θα εξακολουθήσουν
να υποστηρίζουν επίσημους ή ανεπίσημους οργανισμούς
οικονομικής συνεργασίας ώστε να αντιμετωπίζουν κοινά
προβλήματα. Εκτός από το ΔΝΤ, στους επίσημους οργανισμούς
συγκαταλέγονται οι διεθνείς επενδυτικές τράπεζες, ο ΟΟΣΑ, ο
Παγκόσμιος Οργανισμός Εμπορίου και η Τράπεζα Διεθνών
Συναλλαγών (BIS). Στους ανεπίσημους οργανισμούς
συγκαταλέγονται το G7 και το G20. Οι ΗΠΑ διαδραματίζουν
ηγετικό ρόλο σε όλους αυτούς τους οργανισμούς από τα τέλη
του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου.
Αν αποφασίσει η κυβέρνηση Τραμπ ότι δεν επιθυμεί να
συνεχίσει να υποστηρίζει την εξέλιξη αυτών των οργανισμών,
το λιγότερο που θα έπρεπε να κάνει είναι να παραμερίσει και
να παραδώσει την ηγεσία σε άλλες χώρες. Οι μεγάλες
αναδυόμενες χώρες, όπως η Κίνα και η Ινδία, υποστηρίζουν
σθεναρά τους διεθνείς οργανισμούς οικονομικής συνεργασίας
και είναι παραπάνω από πρόθυμες να αναλάβουν τα ηνία τους
και να παραμερίσουν τις ΗΠΑ και τη Δυτική Ευρώπη. Η
υποστήριξη των ΗΠΑ προς αυτούς τους οργανισμούς φθίνει εδώ
και χρόνια. Κύριο παράδειγμα είναι η προσπάθεια της
κυβέρνησης Ομπάμα επί πέντε χρόνια να πείσει το Κογκρέσο να
εγκρίνει το σχέδιο μεταρρύθμισης του ΔΝΤ που είχε εγκρίνει
το G20 το 2010. Το σχέδιο περιλάμβανε τη μικρή αύξηση των
οικονομικών πόρων του ΔΝΤ και μικρής κλίμακας αναδιανομή των
δικαιωμάτων ψήφου από την Ευρώπη προς τις δυναμικές
αναδυόμενες οικονομίες. Η κυβέρνηση Τραμπ θα πρέπει να
αποφασίσει αν θα υποστηρίξει την αύξηση των πόρων του ΔΝΤ,
κάτι που θα απαιτούσε την έγκριση του Κογκρέσου, η οποία
είναι πιθανό πως θα δοθεί μετά το 2020. Επιπλέον, το
Κογκρέσο θα πρέπει να εγκρίνει το 2022 την ανανέωση της
παροχής αμερικανικών πόρων (σχεδόν 40 δισ. δολαρίων) προς το
ΔΝΤ. Αυτό θα αποτελέσει πρόκληση για τη μεθεπόμενη
αμερικανική κυβέρνηση, ωστόσο οι βάσεις θα πρέπει να τεθούν
από την κυβέρνηση Τραμπ και το ΔΝΤ υπό την ηγεσία της κ.
Λαγκάρντ. |