Όπως έγραψαν οι New York πριν από μερικές ημέρες, τα
τελευταία δέκα χρόνια η Γερμανία, η μεγαλύτερη οικονομία
στην Ευρώπη αλλά μια μεσαία δύναμη για τα παγκόσμια μεγέθη,
με σταθερό βήμα προσαρμόζεται στη νέα πραγματικότητα της
κυριαρχίας της Κίνας. Καλοδέχθηκε τις κινεζικές επενδύσεις
και παρακίνησε τις εταιρείες της να παίξουν ακολουθώντας
τους κανόνες του Πεκίνου για την πρόσβαση στην εκεί αγορά.
Ταυτοχρόνως, η Γερμανία αποτελεί στέρεο πυλώνα της συμμαχίας
των δυτικών κρατών σε επίπεδο πολιτικής και ασφάλειας. Η
γεωπολιτική αναταραχή του τελευταίου εξαμήνου αφύπνισε τη
γερμανική ηγεσία όσον αφορά τους κινδύνους που έχει το
παιχνίδι, όταν προσπαθείς να ισορροπήσεις ανάμεσα στις δύο
πλευρές. Μέχρι σήμερα την εξωτερική πολιτική της Γερμανίας
στην Κίνα τη μορφοποιούσε το εμπόριο.
Όπως σχολίασαν οι New York Times, όπως και άλλοι στη Δύση,
έτσι και οι Γερμανοί πίστευαν πως η οικονομική ανάπτυξη της
Κίνας θα την καθιστούσε πιο φιλελεύθερη τόσο οικονομικά όσο
και πολιτικά. Εντούτοις, τα τελευταία χρόνια οι ελπίδες
αυτές αποδείχθηκαν φρούδες εξαιτίας της εθνικιστικής,
κρατικιστικής και επεκτατικής πολιτικής του προέδρου Σι
Τζινπίνγκ. Σύμφωνα με τον αναλυτή Μίκο Χουοτάρι, αναπληρωτή
διευθυντή του Ινστιτούτου Κινεζικών Σπουδών Μερκάτορ, η
καγκελάριος Αγκελα Μέρκελ ανέκαθεν ήταν επιφυλακτική ως προς
την πρόοδο της Κίνας από πολιτική σκοπιά. Ωστόσο, μόλις πριν
από δύο χρόνια και τα υπόλοιπα μέλη της κυβέρνησής της
συμμερίστηκαν τις απόψεις της και διαμόρφωσαν μια νέα
πολυεπίπεδη προσέγγιση. Αυτή λαμβάνει ως υπόθεση εργασίας
ότι η Κίνα δεν επεκτείνεται μόνο οικονομικά, αλλά θέλει και
να επιβάλει μια νέα ατζέντα σε διεθνή κλίμακα. Με την
ατζέντα αυτή όχι μόνο προωθεί τα δικά της συμφέροντα, αλλά
και καταλύει όλο το μεταπολεμικό οικοδόμημα, όπως αυτό
σφυρηλατήθηκε από τους διεθνείς οργανισμούς και τις
πολυμερείς συμφωνίες. Απαντώντας σε αυτήν την κίνηση, η
Γερμανία πρέπει να δείξει δυναμισμό και πιθανώς μαχητικότητα,
υπερασπιζόμενη τα δικά της συμφέροντα. Προσφάτως ένας από
τους ισχυρούς πόλους της γερμανικής οικονομίας, η Ομοσπονδία
Γερμανικών Βιομηχανιών, σε έκθεσή της μίλησε με ασυνήθιστα
κατηγορηματικό και απερίφραστο τρόπο για τις σχέσεις της
χώρας με την Κίνα. Είπε, συγκεκριμένα, ότι μεταξύ των δύο
υπάρχει ένας ανταγωνισμός συστημάτων, δηλαδή, με άλλα λόγια,
ότι οι εμπορικές συναλλαγές καταλήγουν να είναι ένας
ισόπαλος αγώνας. Προσθέτει η ομοσπονδία τα εξής: «Η
γερμανική βιομηχανία οφείλει να συνεχίσει να εκμεταλλεύεται
τις ευκαιρίες τις οποίες της προσφέρει η οικονομική σχέση με
την Κίνα, αλλά, παράλληλα, τα προβλήματα που ανακύπτουν δεν
μπορούν να αγνοηθούν».
Τον Δεκέμβριο οι Γερμανοί πολιτικοί συμφώνησαν να μειώσουν
το ποσοστό ξένων επενδύσεων σε πολιτικά ευαίσθητους κλάδους,
το ύψος του οποίου θα κάνει την κυβέρνηση να παρέμβει, εάν
το κρίνει αναγκαίο. Οι κλάδοι αυτοί είναι οι σιδηρόδρομοι, η
ψηφιακή υποδομή, όπως και τα τηλεπικοινωνιακά δίκτυα 5ης
γενιάς, αλλά και οι δραστηριότητες προμηθειών σε φυσικό
αέριο και πετρέλαιο. Εμπρακτη απόδειξη ότι εφαρμόζεται η νέα
προσέγγιση στη Γερμανία ήταν η πρωτοβουλία της κρατικής
τράπεζας KfW. Πέρυσι απέκτησε το 20% στην εταιρεία διανομής
ηλεκτρικής ενέργειας 50Ηertz. Στόχος της ενέργειάς της αυτής
ήταν να εμποδίσει την προσφορά της κινεζικής State Grid
Corporation. Αρκεί όμως αυτό; Τόσο οι πολιτικοί όσο και οι
διπλωματικοί κύκλοι διστάζουν να κάνουν λόγο για μια
μεταστροφή της γερμανικής πολιτικής ως προς την Κίνα. Οι
σχέσεις της Γερμανίας με τις ΗΠΑ κλονίζονται μετά την
ανάληψη της εξουσίας από τον Ντόναλντ Τραμπ και ξαφνικά
βρίσκει πως συμφωνεί πιο πολύ με την Κίνα στην κλιματική
αλλαγή από ό,τι με την Ουάσιγκτον, την επί μακρόν σύμμαχο.
Το διπλωματικό παιχνίδι φαίνεται ριψοκίνδυνο. Η ενδεδειγμένη
επιλογή για τη Γερμανία, τέλος, είναι να ενώσει τις εταίρους
της στην Ευρώπη – ένας από τους λόγους είναι ότι η
γεωπολιτική στρατηγική του Πεκίνου προσανατολίζεται στη
διαίρεση της Ευρώπης.
|