Αρκετές φορές στα τελευταία μας σχόλια έχουμε ασχοληθεί με
το ζήτημα της παγκόσμιας οικονομίας και το τι μπορεί αυτό να
σημαίνει για την πορεία των παγκόσμιων χρηματιστηρίων. Όπως
λοιπόν εύστοχα παρατήρησαν οι New York Times, υπάρχει κάτι
αρκετά περίεργο. Ότι αν και η παγκόσμια οικονομία τα
πηγαίνει καλά (σύμφωνα με τις επίσημες ανακοινώσεις –
αριθμούς), οι ιθύνοντες ανησυχούν όλο και πιο πολύ ότι τα
δύσκολα είναι μπροστά μας. Όπως έγραψαν στο άρθρο τους οι
New York Times, γενικά, η κατάσταση της παγκόσμιας
οικονομίας είναι πολύ καλή. Σε πολλές χώρες σημειώνεται
σταθερή ανάπτυξη και ευημερία για πρώτη φορά τα τελευταία
δέκα χρόνια. Ομως οι ιθύνοντες που χαράσσουν την παγκόσμια
οικονομική πολιτική και συναντήθηκαν στην Ουάσιγκτον την
εβδομάδα που πέρασε, είναι απαισιόδοξοι.
«Η καλή περίοδος δεν πρόκειται να διαρκέσει πολύ», δήλωσε ο
Μορίς Ομπστφελντ, επικεφαλής οικονομολόγoς του ΔΝΤ, όταν
παρουσίασε τις προβλέψεις του Ταμείου, που μιλούν για
ανάπτυξη της παγκόσμιας οικονομίας κατά 3,9% το 2018. Και
για να χρησιμοποιήσουμε τη διατύπωση της προϊσταμένης του,
της επικεφαλής του ΔΝΤ Κριστίν Λαγκάρντ, «η σημερινή εικόνα
είναι καλή, αλλά βλέπουμε να συγκεντρώνονται πολλά μαύρα
σύννεφα στον ορίζοντα». Η απαισιοδοξία του ΔΝΤ και της
Παγκόσμιας Τράπεζας έρχεται σε ευθεία αντίθεση με την εικόνα
των αγορών. Εκτός από ένα με δύο μήνες αστάθειας, οι μετοχές,
όπως και οι περισσότεροι τίτλοι, εξακολουθούν να βρίσκονται
σε επίπεδα που υποδηλώνουν ότι η ανάπτυξη θα συνεχιστεί για
πολύ καιρό ακόμη.
«Οι οικονομολόγοι πληρώνονται για να ανησυχούν», επισημαίνει
ο Νάθαν Σιτς, επικεφαλής της ομάδας οικονομολόγων της PGIM
Fixed Ιncome και πρώην στέλεχος του αμερικανικού υπουργείου
Οικονομικών και της Federal Reserve. Ο ίδιος προσθέτει ότι «πληρωνόμαστε
για να εντοπίζουμε προβλήματα και προκλήσεις, ενώ στον
αντίποδα βρίσκονται οι αγορές που ζουν τη στιγμή».
Ομως για ποιο πράγμα ανησυχούν τόσο πολύ; Πρόκειται μόνο για
μια ομάδα οικονομολόγων οι οποίοι επιβεβαιώνουν τη φήμη του
κλάδου τους ως επιστήμης της απαισιοδοξίας; Μήπως η
ιδιαιτερότητα του επαγγέλματός τους είναι αυτή που
διαμορφώνει τις εκτιμήσεις τους; Ή μήπως η παγκόσμια
οικονομία, παρά τη φαινομενική ευημερία, βρίσκεται στην
πραγματικότητα σε κίνδυνο;
Τον περασμένο μήνα, ο Αμερικανός πρόεδρος Ντόναλντ Τραμπ
έγραψε στο Twitter ότι «οι εμπορικοί πόλεμοι κερδίζονται
εύκολα», αλλά δεν συμφωνούν όσοι διαμορφώνουν την οικονομική
πολιτική. Διαβλέπουν, αντιθέτως, τον κίνδυνο καταστροφής
εξαιτίας της απειλής των δασμών, αλλά και του φαύλου κύκλου
αντεκδίκησης που μπορεί να διαρρήξει την αλυσίδα της
προσφοράς και να οδηγήσει σε παράλυση το παγκόσμιο εμπόριο.
Η κ. Λαγκάρντ δήλωσε ότι το παγκόσμιο εμπορικό σύστημα
προσφέρει τεράστια οφέλη, μειώνοντας τη φτώχεια και
δημιουργώντας καλύτερα αμειβόμενες θέσεις εργασίας, «αλλά
αυτό το σύστημα κανόνων και υπευθυνότητας κινδυνεύει να
διαλυθεί». Προς το παρόν πρόκειται για θεωρητικό κίνδυνο. Η
κυβέρνηση Τραμπ απείλησε να αποσύρει τις ΗΠΑ από τη Συμφωνία
Ελεύθερου Εμπορίου NAFTA, να επιβάλει υψηλούς δασμούς στις
εισαγωγές χάλυβα και αλουμινίου και να φορολογήσει κινεζικά
προϊόντα αξίας από 50 έως και 150 δισ. δολ.
Σύντομα, όμως, άλλαξε γνώμη και επέστρεψε στις
διαπραγματεύσεις για τη NAFTA, εξαιρώντας πολλές χώρες από
τους δασμούς και αναβάλλοντας την επιβολή δασμών στα
κινεζικά προϊόντα. Εν ολίγοις, η κυβέρνηση Τραμπ έχει
συνδυάσει την πολεμική ρητορική με μια μάλλον συγκρατημένη
στάση. Οι εμπορικοί εταίροι συνεργάζονται για να βρουν
λύσεις και όχι για να κηρύξουν την έναρξη ενός εμπορικού
πολέμου. Διαπρεπείς οικονομολόγοι, πάντως, διαβλέπουν σειρά
νέων ανισορροπιών στο χρηματοπιστωτικό σύστημα και κινδύνους
που μπορεί να προκαλέσουν ή να επιτείνουν την επόμενη
επιβράδυνση.
Αναζητώντας τα εργαλεία για την αντιμετώπιση οικονομικών
κρίσεων
Επί πολλά χρόνια, ορισμένες χώρες, κατά κύριο λόγο η
Γερμανία, η Κίνα και η Ιαπωνία, εμφανίζουν πλεονάσματα
τρεχουσών συναλλαγών, που σημαίνει ότι εξάγουν περισσότερα
από όσα εισάγουν. Αλλες, όπως οι ΗΠΑ και η Βρετανία,
παρουσιάζουν επίμονα ελλείμματα.
Σε βάθος χρόνου, αυτές οι τάσεις μπορούν να καταστήσουν
ορισμένες χώρες ευάλωτες σε χρηματοπιστωτικές κρίσεις. Ηταν
αυτές οι τάσεις που πυροδότησαν την παγκόσμια
χρηματοπιστωτική κρίση το 2008 και την κρίση χρέους της
Ευρωζώνης το 2010. Και το ΔΝΤ προεξοφλεί ότι θα επιδεινωθούν
την επόμενη διετία, παρά τη σταθερή οικονομική ανάπτυξη. Το
πλεόνασμα της Γερμανίας, για παράδειγμα, αναμένεται να
αυξηθεί από 8% του ΑΕΠ που ήταν το 2017 στο 8,2% το 2018 και
το 2019, σύμφωνα με το ΔΝΤ. Το έλλειμμα των ΗΠΑ αναμένεται
να αυξηθεί στο 3% του ΑΕΠ από το τρέχον 2,4%. Τα εργαλεία
για να αποτραπεί η επιδείνωση βρίσκονται στα χέρια των χωρών.
Η Γερμανία θα μπορούσε να αυξήσει τις επενδύσεις και οι ΗΠΑ
να μειώσουν το δημοσιονομικό τους έλλειμμα. Καμία από τις
δύο, όμως, δεν φαίνεται να έχει τη διάθεση να το κάνει.
Ταυτοχρόνως, οι προσπάθειες των κεντρικών τραπεζών να
τονώσουν την ανάπτυξη έχουν παγιώσει τα επιτόκια σε χαμηλά
επίπεδα. Το ΔΝΤ προειδοποιεί πως η έντονα αναπτυξιακή
νομισματική πολιτική εγκυμονεί κινδύνους για την ανάπτυξη.
Αν, για παράδειγμα, ο πληθωρισμός αρχίσει να επιταχύνεται
και οι μεγάλες κεντρικές τράπεζες αυξήσουν τα επιτόκια για
να τον ανακόψουν, μπορεί να προκληθεί αναστάτωση στις αγορές
που έχουν συνηθίσει στο φθηνό χρήμα. Μια άλλη αιτία
ανησυχίας είναι ότι οι μεγάλες οικονομίες μπορεί να
αποδειχθούν εύθραυστες στην επόμενη κρίση. Αντί να
εκμεταλλευθούν την περίοδο της σταθερότητας και της
ευημερίας για να αποπληρώσουν τα χρέη τους, ορισμένες
μεγάλες οικονομίες κινούνται στην αντίθετη κατεύθυνση, όπως
οι ΗΠΑ που αυξάνουν το δημόσιο χρέος τους και η Κίνα που
αυξάνει το ιδιωτικό χρέος. Η υπερχρέωση αυτή σημαίνει ότι
στην επόμενη κρίση οι κυβερνήσεις θα έχουν πολύ μικρότερα
περιθώρια ελιγμών για να την αντιμετωπίσουν. Και όλα αυτά
όταν παραμένουν ήδη χαμηλά τα επιτόκια σε όλον τον
ανεπτυγμένο κόσμο. Εν ολίγοις, μία δεκαετία μετά τη
χρηματοπιστωτική κρίση, αν προκύψει νέα ύφεση οι κεντρικές
τράπεζες και οι πολιτικές ηγεσίες θα βρεθούν χωρίς το
αναγκαίο οπλοστάσιο για να την αντιμετωπίσουν. Οι κεντρικοί
τραπεζίτες, υπουργοί Οικονομικών ή στελέχη του ΔΝΤ τείνουν
να ανησυχούν πολύ για οτιδήποτε θα μπορούσε να πάει στραβά.
Η συνολικά καλή εικόνα της παγκόσμιας οικονομίας συνοδεύεται
από μερικές προειδοποιήσεις. Και όταν η ημέρα είναι
ηλιόλουστη, δεν βλάπτει να ξέρει κανείς τι θα κάνει αν
ξαφνικά αρχίσει να βρέχει.
|