Ούτε μία μέρα δεν περνάει χωρίς ο Αμερικανός πρόεδρος να μην
κάνει κάποιο σχόλιο στο Twitter για το πόσο πολύ ανεβαίνει
το χρηματιστήριο. Παρότι κανείς δεν διαφωνεί ότι η άνοδος
των δεικτών στην αμερικανική αγορά αποτελεί θετική εξέλιξη,
δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι συμβαίνει ακριβώς ό,τι και σε
άλλες περιπτώσεις λόγω της πολιτικής Τραμπ.
Όπως σχολίασαν οι New York Times, o αντίκτυπος αυτός σε
μεγάλο βαθμό σχετίζεται με τις αποφάσεις του, που ευνοούν
τις επιχειρήσεις και ωφελούν κυρίως τους έχοντες και όχι τον
μέσο Αμερικανό. Κι αυτό δεν προκαλεί έκπληξη. Τι ακριβώς
συμβαίνει; Είναι πολύ πιθανόν οι πλούσιοι να διατηρούν
μετοχές και, όταν το κάνουν, έχουν πολύ περισσότερες από
τους υπόλοιπους πολίτες. Επί του συνόλου του πληθυσμού, λίγο
παραπάνω από το μισό δεν έχει στην κατοχή του ούτε μία
μετοχή.
Αναφορικά με όσους έχουν εισοδήματα που είναι χαμηλότερα από
τα (θεωρούμενα) μεσαία, το 28% δεν έχει μετοχές ούτε καν στα
συνταξιοδοτικά του προγράμματα. Επιπροσθέτως, όπως δείχνουν
τα στατιστικά στοιχεία, ένας Αμερικανός της μεσαίας τάξης
κατέχει μετοχές αξίας μόλις 15.000 δολαρίων, κατά μέσον όρο,
όταν ένας άλλος, που ανήκει στο πλουσιότερο 10%, έχει, κατά
μέσον όρο, μετοχές αξίας 365.000 δολαρίων. Πάντως, δεν
πρέπει να παραλείψουμε να επισημάνουμε ότι η άνοδος των
χρηματιστηριακών δεικτών συνδράμει τους Αμερικανούς και τις
Αμερικανίδες με άλλους τρόπους. Το σημαντικότερο όλων είναι
ότι εξασφαλίζει εισοδήματα σε όσους είναι τυχεροί και
συμμετέχουν σε συνταξιοδοτικά προγράμματα είτε εταιρικά είτε
των δημοτικών-περιφερειακών αρχών.
Το αρνητικό στοιχείο, ωστόσο, έγκειται στο ότι το ποσοστό
των εργαζομένων, που καλύπτονται από τέτοιου είδους
προγράμματα, έχει μειωθεί από το 62% το 1983 στο 17% το
2016. Μόνο το 22% όσων ανήκουν σε εισοδήματα χαμηλότερα των
μεσαίων έχουν έναν ατομικό λογαριασμό με καταθέσεις για τη
σύνταξή τους. Εν τω μεταξύ, ο Αμερικανός πρόεδρος με ένα
ακόμη σχόλιό του στο Twitter ισχυρίζεται ότι η άνοδος των
χρηματιστηριακών δεικτών συντείνει στη «δημιουργία θέσεων
εργασίας, πολλών θέσεων εργασίας στο παρόν και το μέλλον».
Πιθανώς να μπορούμε να στοιχηματίσουμε για το μέλλον,
τουλάχιστον προς το παρόν, αλλά μέχρι σήμερα η αύξηση των
νέων θέσεων εργασίας αποδεικνύεται πιο αργή από την
αντίστοιχη επί Ομπάμα. Το 2017 προστέθηκαν 2.055.000 θέσεις
εργασίας, δηλαδή ήταν οι λιγότερες από το 2010.
Εν τω μεταξύ, ο κ. Τραμπ ξέχασε να αναφέρει την όποια
συνέπεια από την άνοδο των δεικτών στα εισοδήματα των
Αμερικανών. Από τότε που ανέλαβε τα καθήκοντά του έως τα
τέλη Νοεμβρίου 2017 το μέσο ωρομίσθιο ενισχύθηκε μόλις 0,6%,
αφότου προσαρμόστηκε προς τον πληθωρισμό. Ακόμα και πριν
γίνει αυτή η προσαρμογή, το ωρομίσθιο είχε αυξηθεί μόλις
2,3%, όταν την ίδια περίοδο οι μετοχές είχαν παρουσιάσει
άνοδο 17,3%. Οι τιμές των κατοικιών το 2017 είχαν εμφανίσει
άνοδο 4%, δηλαδή πολύ μικρότερη από την αντίστοιχη των
μετοχών. Πάντως, είναι αλήθεια ότι η κυβέρνηση Τραμπ έχει
δεσμευθεί να υποστηρίξει τον επιχειρηματικό κόσμο της
Αμερικής. Σαφώς και χρειαζόμασταν μία σημαντική μεταρρύθμιση
του φορολογικού καθεστώτος, για να μπορέσουμε να
ανταγωνιστούμε χώρες όπως η Βρετανία. Η τελευταία έχει
μειώσει δραστικά τον φόρο επί των εταιρικών κερδών την
τελευταία δεκαετία, ο οποίος διαμορφώθηκε στο 19% πέρυσι από
30% το 2007. Τέλος, η κυβέρνηση Τραμπ προωθεί αλλαγές με την
άρση των περιορισμών που οι εταιρείες θεωρούν εμπόδια για
την ανάπτυξη και τα κέρδη τους. Υπ’ αυτό το πρίσμα,
ρυθμίσεις που είχαν θεσμοθετηθεί επί Ομπάμα και ευνοούσαν
τους εργαζομένους και τα σωματεία τους αποσύρονται, και το
ίδιο γίνεται και με διατάξεις που περιόριζαν για
περιβαλλοντικούς λόγους τη μέθοδο της υδραυλικής ρηγμάτωσης
σε περιοχές με πετρελαιοφόρα κοιτάσματα και φυσικό αέριο.
|