Δεν υπάρχει καμία αμφιβολία πως οι κεντρικές τράπεζες θα
παίξουνε έναν καθοριστικό ρόλο στην πορεία της παγκόσμιας
οικονομίας και των αγορών και φέτος. Όπως λοιπόν έγραψε το
Reuters, η υπόσχεση της
Ομοσπονδιακής Τράπεζας των ΗΠΑ (Fed) τον Ιανουάριο πως θα
επιδείξει υπομονή ως προς τις επόμενες αυξήσεις επιτοκίων,
διακόπτοντας μια διαδικασία τριών ετών, είχε ως αποτέλεσμα
να κατευναστούν οι αγορές. Είχαν προηγηθεί αρκετές εβδομάδες
με αναταραχή, η οποία εξανέμισε τρισεκατομμύρια δολάρια από
την περιουσία των νοικοκυριών. Ωστόσο, από τις συνεντεύξεις
αρκετών στελεχών της τράπεζας αλλά και άλλων, που βρίσκονται
κοντά στην όλη διαδικασία, διαφαίνεται ότι η Fed προέβη σε
ακόμα μία, θεμελιώδη μεταστροφή. Μια μεταστροφή, η οποία
μπορεί και να καθορίσει τη θητεία του προέδρου της, Τζερόμ
Πάουελ, όσον αφορά το ότι πρώτη η Fed αναγνώρισε πλήρως πως
ο κόσμος σήμερα χαρακτηρίζεται από αδύναμο πληθωρισμό για
παρατεταμένο διάστημα, αενάως βραδύτερη ανάπτυξη και μονίμως
χαμηλότερα επιτόκια. Συνδυάζοντας τα σχόλια που κάνει
δημοσίως ο Τζερόμ Πάουελ, τα πρακτικά των συνεδριάσεων της
Fed, καθώς και άλλα έγγραφα, η εικόνα που σχηματίζεται είναι
αυτή μιας εντρικής τράπεζας η οποία τείνει προς μια περίοδο
δυνητικά δύσκολης αλλαγής – κι αυτό γιατί εξετάζει το πώς θα
διεκπεραιώσει το έργο της υπό τις προαναφερθείσες νέες
συνθήκες. Λόγου χάριν, ένα ερώτημα θα ήταν εάν μπορούν οι
διεργασίες αντιμετώπισης της κρίσης να συμπεριληφθούν στο
οπλοστάσιο των συμβατικών πολιτικών. Ενα άλλο θα ήταν εάν η
τράπεζα θα προσπαθήσει να προετοιμάσει το κοινό να
αποδέχεται από καιρού εις καιρόν υψηλότερο πληθωρισμό.
Επί σειράν
ετών όσοι χαράσσουν τη νομισματική πολιτική συζητούν για το
πόσο καλά μπορεί να προσαρμόζεται η παραδοσιακή πολιτική των
κεντρικών τραπεζών σε έναν κόσμο που έχει μετασχηματιστεί
εξαιτίας της διεθνούς οικονομικής κρίσης πριν από δέκα
χρόνια. Τελικώς αρκούσε ένα σύντομο σχόλιο πέρυσι στις 3
Οκτωβρίου από τον Τζερόμ Πάουελ για να ξεδιπλωθούν τα
γεγονότα και να πάρει πιο συγκεκριμένη μορφή το θέμα. «Σήμερα
είναι πιθανόν να απέχουμε πολύ από τα επίπεδα των ουδέτερων
επιτοκίων», τόνισε ο πρόεδρος της ομοσπονδιακής τράπεζας,
αναφερόμενος στα επίπεδα εκείνα στα οποία τα επιτόκια ούτε
ενισχύουν ούτε επιβραδύνουν την οικονομία. Αν και ήταν
ουσιαστικά η σύνοψη όσων είχε αποφασίσει η Fed στη
συνεδρίαση της 25ης-26ης Σεπτεμβρίου, όταν αύξησε τα
επιτόκια υπό συνθήκες πιο ζωηρής ανάπτυξης στις ΗΠΑ από όσο
προβλεπόταν, το σχόλιό του άγγιξε ευαίσθητη χορδή. Οι
επενδυτές πούλησαν μετοχές και ομόλογα, φοβούμενοι ότι η
ομοσπονδιακή τράπεζα θα προχωρήσει σε αύξηση του κόστους
δανεισμού πέραν του ορίου που φαντάζονταν ότι θα άντεχε η
οικονομία. Kαι αυτό ήταν η απαρχή αρκετών εβδομάδων με
αστάθεια, που οδήγησε τη Fed να αναδιατυπώσει το μήνυμά της.
«Παρακολουθούμε εκ του σύνεγγυς τις αγορές», επισήμανε ο κ.
Πάουελ στα μέσα Νοεμβρίου. «Ωστόσο, αυτές είναι ένας από του
πάμπολλους παράγοντες που διαμορφώνουν μια πολύ μεγάλη
οικονομία».
Τις
εβδομάδες που ακολούθησαν, η ομοσπονδιακή τράπεζα
αποπειράθηκε να ενσωματώσει τις ανησυχίες των επενδυτών για
την εξασθένηση της επιχειρηματικής και καταναλωτικής
εμπιστοσύνης, την επιβράδυνση της παγκόσμιας οικονομίας και
την πιθανή αναταραχή από τη σινοαμερικανική διένεξη. Τελικώς
φάνηκε ξεκάθαρα ότι η κατάσταση ήταν πιο εύθραυστη. Στις
αρχές Δεκεμβρίου τα βραχυπρόθεσμα επιτόκια αυξήθηκαν πέραν
των μακροπρόθεσμων ως ένδειξη κλονισμού της πίστης στην
ανάπτυξη. Στη συνεδρίαση της Fed τον Δεκέμβριο οι
αξιωματούχοι της πίστεψαν ότι θα «τετραγωνίσουν τον κύκλο»
και προχώρησαν σε ακόμα μία αύξηση, αλλά και προβλέψεις για
ακόμα δύο κινήσεις το 2019. Στη συνεδρίαση, εντούτοις, του
Ιανουαρίου οι αναφορές σε «πιο υπομονετική προσέγγιση» και
έναν «αθόρυβο πληθωρισμό», που υπήρχαν στα πρακτικά του
Δεκεμβρίου, απετέλεσαν κομβικό μέρος της ανακοίνωσης της
Fed, ενώ η παραπομπή στην ανάγκη υψηλότερων επιτοκίων
απαλείφθηκε.
|