Πριν από
μερικές ημέρες ήταν η 10η επέτειος της μεγάλης παγκόσμιας
κρίσης, η οποία ξεκίνησε από την αγορά ενυπόθηκων δανείων
των ΗΠΑ. Με τη χρεοκοπία της
Lehman Brothers
να έχει
ξεχωριστή θέση σε όλη αυτήν την κρίση.
Σε κάθε
περίπτωση, ένα παραμένει το μεγάλο ερώτημα. Αν οι αγορές
πήραν το μάθημα τους. Και πάνω από όλα θα αποφευχθεί μια
παρόμοια κρίση στο άμεσο και μη μέλλον.
Η ιστορία
είναι λίγο πολύ γνωστή. Πριν από δέκα χρόνια κατέρρευσε η
Lehman Brothers και οι Αρχές έσπευσαν να διοχετεύσουν ρευστό
στο χρηματοπιστωτικό σύστημα και στην οικονομία. Αυτό το
γεγονός δείχνει πόσο εύστοχη είναι μια συμβουλή που ανέκαθεν
δινόταν σε όσους χαράσσουν οικονομική πολιτική. Αν, δηλαδή,
ένα μεγάλο χρηματοπιστωτικό ίδρυμα διαλυθεί εις τα εξ ων
συνετέθη, θα πρέπει να διασφαλιστεί ότι η ροή χρημάτων προς
την οικονομία θα συνεχιστεί απρόσκοπτα. Τα παραπάνω έγραφε
σε δημοσίευμα του το Reuters. Και όπως σχολίασε ο
αρθρογράφος, ίσως να ήταν πιο λογικό να αποτραπεί απλώς η
κατάρρευση της Lehman Brothers εκείνο το Σαββατοκύριακο του
Σεπτεμβρίου του 2008 και να ακολουθήσει η μερική της
εθνικοποίηση – όπως συνέβη τους μήνες που ακολούθησαν με
άλλα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα στις Ηνωμένες Πολιτείες και
στη Βρετανία. Οι κυβερνήσεις εισάκουσαν τις προτροπές των
οικονομολόγων και ανταποκρίθηκαν όπως έπρεπε στην κρίση,
διοχετεύοντας ρευστό στις τράπεζες και στο χρηματοπιστωτικό
σύστημα. Οπότε απετράπη το ενδεχόμενο η Μεγάλη Υφεση του
2008 να εξελιχθεί σε ένα νέο κραχ όπως αυτό του 1929.
Αυτό το
θέμα το συνειδητοποίησαν οι οικονομολόγοι. Σε άλλα θέματα,
ωστόσο, εξακολουθούν να επιδεικνύουν άγνοια. Είναι σαφές ότι
η Lehman Brothers καταστράφηκε εξαιτίας της «φούσκας» στην
αμερικανική αγορά ακινήτων. Ωστόσο δεν έχει μέχρι σήμερα
ξεκαθαριστεί το ποιες ήταν οι αιτίες της «φούσκας» και το
γιατί η διάλυσή της είχε τεράστιες επιπτώσεις σε όλον τον
κόσμο. Η μία προσέγγιση, από τον αρθρογράφο των
Breakingviews Εντουαρντ Τσάνσελορ, έγκειται στο ότι η ρίζα
του κακού ήταν τα χαμηλά επιτόκια. Αλλες αιτίες, όπως
παρατηρούν ορισμένοι οικονομολόγοι, μπορεί να είναι οι
ανεπαρκώς ρυθμιζόμενες τράπεζες ή οι τράπεζες με
περιορισμένη κεφαλαιοποίηση. Επίσης, πιθανές αιτίες ίσως
είναι ο υπερδανεισμός των ίδιων των κρατών, η απληστία των
τραπεζών, η αδιαφανής αγορά των παραγώγων, καθώς και η
ανεμπόδιστη ροή κεφαλαίων από τη μία χώρα στην άλλη και από
την μία τράπεζα στην άλλη. Οπότε είναι προφανές πως δεν
υπάρχει κάποια συμφωνία ούτε και μια κοινή εκτίμηση για το
πόσο τρωτή είναι η παγκόσμια οικονομία σήμερα σε μια νέα
οικονομική κρίση. Μόνον ένα πράγμα είναι απολύτως βέβαιο,
πως οτιδήποτε κι αν συμβεί, θα εμφανιστούν ορδές
οικονομολόγων να κουνούν το δάχτυλο και να τονίζουν «στα
έλεγα εγώ».
Πάντως,
στις πρώτες ημέρες μετά το ξέσπασμα της κρίσης, είχε φανεί
ότι τουλάχιστον σε ένα πράγμα υπήρχε συναίνεση, στο ότι τα
καινοφανή επενδυτικά προϊόντα είχαν συμβάλει στην εμφάνιση
του προβλήματος. Παρά ταύτα, αυτή η κοινή στάση δεν διήρκεσε
πολύ. Βέβαια οι αγορές δεν ξαναέζησαν εκείνες τις πολύ
επικίνδυνες ημέρες με τα στεγαστικά δάνεια χαμηλής
εξασφάλισης και τα συμβόλαια ασφάλισης έναντι κινδύνου
πτώχευσης (CDO). Ωστόσο η αγορά παραγώγων εξακολουθεί να
ακμάζει. Ο συνολικός της κύκλος εργασιών σε ημερήσια βάση
κατά το 2016 ήταν 52% υψηλότερος από τον αντίστοιχο το 2007.
Οι αρμόδιες ρυθμιστικές αρχές των αγορών δείχνουν να μην
ανησυχούν από την εξέλιξη αυτή και είναι πεπεισμένες ότι οι
νέοι μηχανισμοί εκκαθάρισης συναλλαγών έχουν αμβλύνει τους
τυχόν κινδύνους.
Ας
θυμηθούμε, όμως, ότι και στις αρχές του 2008 ελάχιστοι ήταν
οι οικονομολόγοι οι οποίοι όντως ανησυχούσαν λόγω της «φούσκας»
στα ακίνητα αλλά και του υπερδανεισμού. Οι περισσότεροι
ασχολούνταν με τον διαφαινόμενο κίνδυνο αναθέρμανσης του
πληθωρισμού εξαιτίας του σχεδόν δεκαπλασιασμού της τιμής του
πετρελαίου σε διάστημα δέκα ετών. Οι πιο απαισιόδοξοι
θεωρητικοί διατείνονταν ότι η μείωση των επιτοκίων από το
2007 και μετά θα οδηγούσε σε στασιμοπληθωρισμό, όπως είχε
συμβεί στη δεκαετία του 1970. Οπως αποδείχθηκε, το ανώτατο
επίπεδο πληθωρισμού στις ΗΠΑ το 2008 ήταν το 5% τον μήνα
Σεπτέμβριο – είναι αδύνατον να γνωρίζουμε εάν θα συνεχιζόταν
η άνοδος των τιμών σε περίπτωση που δεν υπήρχε ύφεση. Οι
οικονομολόγοι δεν αντιλαμβάνονται σήμερα πιο καθαρά τον
μηχανισμό και τον συσχετισμό τιμών και μισθών από όσο πριν
από μία δεκαετία. |