Όπως πριν από λίγο καιρό είχε
σχολιάσει το
Reuters. Οι νεκρολογίες της περασμένης εβδομάδας για
τον Πολ Βόλκερ ήταν μεγαλόστομες, προσφέροντας αφειδώς
επαίνους για τον παλαιό πρόεδρο της Ομοσπονδιακής Τράπεζας
των ΗΠΑ (Fed), διότι ανέκοψε την άνοδο του πληθωρισμού στις
αρχές του 1980. Επίσης, διότι άσκησε κριτική στη συμπεριφορά
των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων μετά την ύφεση που
εμφανίστηκε το 2009. Ο ενθουσιασμός αυτός ίσως να είναι
υπερβολικός. Οταν ο Πολ Βόλκερ ανέλαβε το ύπατο αξίωμα στη
Fed τον Αύγουστο του 1979, ο ετήσιος δείκτης για τις τιμές
καταναλωτή είχε ανέλθει από το 6,6% στο 11,8% στα δύο χρόνια
που ακολούθησαν. Ο υψηλότερος δείκτης του 14,6% σημειώθηκε
τον Απρίλιο του 1980. Εως τότε, ο Πολ Βόλκερ με τόλμη
προχωρούσε σε αυξήσεις επιτοκίων σε τέτοια επίπεδα, ώστε να
οδηγήσει την οικονομία σε ύφεση, μιας και ήταν ο μόνος
τρόπος να λυθεί η κατάρα των προσδοκιών για τον πληθωρισμό.
Ή, τουλάχιστον, έτσι λέει η Ιστορία. Δεν τίθεται, πάντως σε
αμφισβήτηση ο συσχετισμός.
Σύμφωνα με τα στοιχεία που είχε παρουσιάσει
το Reuters. Το επιτόκιο του
δολαρίου από το 10,9% τον Αύγουστο του 1979 έφθασε στο 17,6%
τον Απρίλιο του 1980 και στο 19,1% τον Ιανουάριο του 1981,
ενώ στο ενδιάμεσο διάστημα μόνον τρεις μήνες το επιτόκιο
υπήρξε μονοψήφιο. Ο ετήσιος δείκτης πληθωρισμού υποχώρησε
γρήγορα από το ρεκόρ του Απριλίου στο σχεδόν 10% το
μεγαλύτερο διάστημα του 1981, ενώ μετά η πτώση ήταν
εσπευσμένη κάτω του 3% έως τα μέσα του 1983. Μπορούμε να
αναφέρουμε δύο καλούς λόγους για να αναρωτηθεί κανείς πόσα
τελικά εύσημα αξίζει η σκληρή στάση του Πολ Βόλκερ. Πρώτον,
η επίδοση του πληθωρισμού στην Αμερική δεν ήταν κάτι το
μοναδικό, αφού σχεδόν σε όλον τον κόσμο ο δείκτης αυτός
υποχώρησε στις αρχές της δεκαετίας του 1980. Μάλιστα, την
περίοδο 1980-1983 τα στοιχεία του ΔΝΤ δείχνουν μία πτώση σε
ετήσια βάση από το 7,8% στο 1,9% στην Ιαπωνία, από το 16,8%
στο 5,2% στη Βρετανία και από το 5,4% στο 3,3% στη Γερμανία,
η οποία κατά παράδοση δυσανασχετεί με τον πληθωρισμό. Ακόμα
και στην Ιταλία, σε μία χώρα, όπου οι συμφωνίες σωματείων
και εργοδοσίας συνέτειναν σε άνοδο του πληθωρισμού, ο
δείκτης είχε εξασθενήσει από το 21,8% στο 14,7%.
Στις πολιτικές της Fed ίσως πρέπει να πιστωθεί μέρος της
αποκλιμάκωσης του πληθωρισμού, αλλά ο διακρατικός
συντονισμός σε επίπεδο νομισματικής πολιτικής ήταν πολύ πιο
περιορισμένος από ό,τι σήμερα. Η τιμή του πετρελαίου, κοινή
σε όλο τον κόσμο, αποτελεί έναν πιο προφανή λόγο για την
καθολική πτώση του δείκτη σε πολλές χώρες. Στη δεκαετία, η
οποία προηγήθηκε της ανάληψης καθηκόντων στη Fed από τον
Βόλκερ, η κατά μέσο όρο ετήσια τιμή του αργού είχε αυξηθεί
από 3,35 δολάρια στα 26,50 δολάρια το βαρέλι σε ονομαστικούς
όρους. Μετά, η κατάσταση χειροτέρεψε, κυρίως λόγω της
όξυνσης των αντιπαραθέσεων, που κατέληξαν στον πόλεμο Ιράν -
Ιράκ. Η τιμή του «μαύρου» χρυσού εκτινάχθηκε στα 39,50
δολάρια το βαρέλι κατά μέσον όρο σε μηνιαία βάση τον Απρίλιο
του 1980, βάσει των στοιχείων του ιστοτόπου δεδομένων
Macrotrends. Ωστόσο, κατόπιν η τάση της τιμής του
αντιστράφηκε και υποχώρησε 15% σε ονομαστικούς όρους τη
διετία που ακολούθησε.
Ο δεύτερος λόγος, που δεν θα πρέπει να λάβει πολλούς
επαίνους για την υποχώρηση του πληθωρισμού ο Βόλκερ, είναι
ότι οι κεντρικές τράπεζες αποδείχθηκαν ανίκανες να ελέγξουν
τον πληθωρισμό. Κι αυτό συνέβη, αφ’ ης στιγμής ξέσπασε η
διεθνής χρηματοπιστωτική κρίση και παρά τις πολιτικές, οι
οποίες υπήρξαν τόσο ενισχυτικές της οικονομίας όσο επί
Βόλκερ, οδηγούσαν σε περιστολή της. Αυτές οι μακράς
διαρκείας αποτυχίες φανερώνουν ότι η καλύτερη δυνατή
πρόσληψη, που διαθέτουμε, για το πώς λειτουργεί ο
πληθωρισμός, δεν είναι και τόσο καλή, τελικά.
|