Σαν σήμερα το 2008 χρεοκόπησε η Lehman Brothers,
πυροδοτώντας την μεγάλη χρηματοπιστωτική κρίση
της περασμένης δεκαετίας. Η κρίση ξεκίνησε από
την αμερικανική αγορά ακινήτων, με επίκεντρο τα
στεγαστικά δάνεια μειωμένης εξασφάλισης
(subprime). Οι τιμές των κατοικιών άρχισαν να
υποχωρούν στις Ηνωμένες Πολιτείες τη διετία
2006-7, έχοντας καταγράψει διαρκή και μεγάλη
άνοδο από τα τέλη της δεκαετίας του 1990. Η
υποχώρηση αυτή ήταν αποτέλεσμα της φούσκας που
είχε δημιουργηθεί εξαιτίας της μεγάλης
πιστωτικής επέκτασης και, μάλιστα, με χαλαρά
κριτήρια χορήγησης στεγαστικών δανείων. Οι κακές
πρακτικές στις χορηγήσεις αυτές είχαν ως
συνέπεια τη δημιουργία ενός συνόλου ποιοτικά
αδύναμων δανειακών χαρτοφυλακίων.
Στην κορύφωση της
στεγαστικής φούσκας
έφθασαν να έχουν
χορηγηθεί μέχρι και τα
λεγόμενα δάνεια «ninja».
Πρόκειται – όπως εξηγούν
οι Nouriel Roubini και
Stephen Mihm στο βιβλίο
τους Η οικονομία της
κρίσης – για ακρωνύμιο
που περιγράφει τα δάνεια
εκείνα, όπου ο
δανειολήπτης δεν είχε
ούτε εισόδημα (no
income), ούτε δουλειά
(no job), ούτε
περιουσιακά στοιχεία
(assets). Εν τω μεταξύ,
άλλοι δανειολήπτες που
είχαν αγοράσει σπίτι σε
χαμηλότερες τιμές
έσπευδαν –
αυτοτροφοδοτώντας την
πιστωτική φούσκα – να
αυξήσουν τον δανεισμό
τους για καταναλωτικούς
κυρίως σκοπούς, με το
επιχείρημα ότι η αξία
του ακινήτου είχε
αυξηθεί από τότε που
είχαν λάβει το
στεγαστικό δάνειο.
Από μακροοικονομικής
σκοπιάς, το υπόβαθρο του
παραπάνω σαθρού
πιστωτικού οικοδομήματος
ήταν τα ιστορικά χαμηλά,
τότε, επιτόκια που
διατηρούσε η αμερικανική
κεντρική τράπεζα (Fed),
στον απόηχο της ύφεσης
που είχε πλήξει, στις
αρχές της δεκαετίας του
2000, την οικονομία με
το σπάσιμο της
χρηματιστηριακής φούσκας
των εταιριών υψηλής
τεχνολογίας (dot-com)
και τα λογιστικά
σκάνδαλα τύπου Enron.
Ωστόσο, η κατάρρευση της
Lehman δεν ήταν απλώς
αποτέλεσμα των ζημιών
στα χαρτοφυλάκια δανείων
μειωμένης εξασφάλισης.
Όπως επισημαίνει ο Ben
Bernanke στη συλλογή
διαλέξεων The Federal
Reserve and the
financial crisis, το
πρόβλημα ήταν ότι τα
subprime ήταν
διανεμημένα μέσω
διαφορετικών κινητών
αξιών και σε
διαφορετικές αγορές, και
κανένας δεν ήξερε
πραγματικά πού
βρίσκονταν και ποιος θα
επωμιζόταν τις ζημιές.
Έτσι αυτό δημιούργησε
μεγάλη αβεβαιότητα στις
χρηματοπιστωτικές αγορές.
Στα λόγια των Roubini
και Mihm, πάνω στο
τεκτονικό ρήγμα του
διεθνούς
χρηματοοικονομικού
συστήματος «είχαν υψωθεί
και αμέτρητοι πύργοι
μόχλευσης (leverage) και
χρέους».
Καθώς το σύστημα
εξελισσόταν με πολύ ταχύ
ρυθμό εισάγοντας πλήθος
καινοτομιών της
σύγχρονης
χρηματοοικονομικής, η
υιοθέτηση πρακτικών όπως
η τιτλοποίηση
(securitization) των
παραπάνω στεγαστικών
δανείων συνέβαλε μεταξύ
άλλων στο σπιράλ της
υπέρμετρης μόχλευσης του
χρηματοπιστωτικού
συστήματος. H ανάπτυξη
του σκιώδους τραπεζικού
συστήματος (shadow
banking) επέδρασε στην
αύξηση της
ευθραυστότητας της
παγκόσμιας οικονομίας.
Στην ουσία θυσιάστηκε η
χρηματοπιστωτική
σταθερότητα στον βωμό
μιας επιφανειακής
εικόνας «ρευστότητας»,
εννοούμενης ως η
ικανότητα ενός
περιουσιακού στοιχείου
να μετατραπεί σε ένα
άλλο περιουσιακό
στοιχείο χωρίς να
υπάρχει απώλεια στην
αξία του.
Περιγράφοντας ο Robert
Skidelsky – στο βιβλίο
του Keynes: Επιστροφή
στη διδασκαλία του – τον
«αντιφατικό χαρακτήρα
των χρηματοοικονομικών
καινοτομιών», εξηγεί ότι
«προσδίδοντας πιο
“ρευστό” χαρακτήρα στην
επένδυση, το
χρηματιστήριο μειώνει
την αναλογία των πόρων
που οι άνθρωποι
επιθυμούν να κρατήσουν
σε ρευστό· παράλληλα
όμως διευρύνει εξίσου το
πεδίο για κερδοσκοπία
καθιστώντας έτσι την
οικονομία περισσότερο
ευμετάβλητη». Τονίζοντας
την εκτεταμένη χρήση της,
οι Roubini και Mihm
επισημαίνουν ότι «η
τιτλοποίηση
αναδεικνυόταν σε ολοένα
και πιο κοινή πρακτική
τη δεκαετία του 1990 και
του 2000», ενώ στην αρχή
της επίμαχης περιόδου (πριν
από τη δημιουργία της
φούσκας στην αμερικανική
αγορά ακινήτων, για την
ακρίβεια το 2001) «ένα
εγχειρίδιο διαχείρισης
κινδύνου κατέληγε ότι
“μερικές φορές, φαίνεται
σαν να μπορούν να
τιτλοποιηθούν τα πάντα”».
Σε αυτό το πλαίσιο,
εξηγεί ο Skidelsky, «καθώς
η ραγδαία στεγαστική
άνθηση οικοδομήθηκε στην
τιτλοποίηση, αυτή
αποτέλεσε το μέσο για τη
διείσδυση των ενυπόθηκων
δανείων υψηλού κινδύνου
στο παγκόσμιο τραπεζικό
σύστημα». Επιπλέον, οι
κάτωθι παράγοντες
δημιούργησαν μια
κατάσταση αυξημένου
συστημικού ρίσκου.
Πρώτον, ο τεμαχισμός των
κινδύνων σε διάφορα
επενδυτικά οχήματα και
σύνθετα
χρηματοοικονομικά
προϊόντα. Δεύτερον, η
αλόγιστη χρήση παραγώγων
που γίνονταν αντικείμενο
διαπραγμάτευσης εκτός
οργανωμένης
χρηματιστηριακής αγοράς
και συνεπώς στερούνταν
επαρκούς ελέγχου και
εποπτείας από τις
αρμόδιες θεσμικές αρχές.
Τρίτον, η
προκατειλημμένη
πιστοληπτική αξιολόγηση
–ακόμη και στην ανώτατη
βαθμίδα των τριών Άλφα
(triple-A)– εκ μέρους
των διεθνών οίκων, που
λειτουργούσε ως εγγύηση
στα μάτια των επενδυτών.
Και, τέταρτον, η πώληση
προστασίας έναντι
αθέτησης του πιστωτικού
κινδύνου· μέσω επίσης
εξωχρηματιστηριακών
παραγώγων, γνωστών ως
«CDS: credit default
swaps».
Έτσι χτίστηκε μια
ολόκληρη πυραμίδα ρίσκου,
που τελικά εγκυμονούσε
τον μείζονα κίνδυνο
κατάρρευσης του ίδιου
του συστήματος. Όπως
συμβαίνει στο
επιτραπέζιο παιχνίδι «Jenga»
με τον πύργο και τα
τουβλάκια, μόλις
μετακινήθηκε το κάτω
τουβλάκι λόγω της
υποχώρησης των τιμών των
ακινήτων στις Ηνωμένες
Πολιτείες μετά τη φούσκα
που είχε προηγηθεί,
ολόκληρος ο πύργος της
μόχλευσης και του χρέους
κατέρρευσε, προκαλώντας
έναν κλασικό
χρηματοοικονομικό πανικό
που ξεκίνησε σαν σήμερα
πριν από δεκατρία χρόνια.
Απόσπασμα από το βιβλίο
του Κωνσταντίνου Γκράβα
«Οικονομικός Πόλεμος και
Νομισματική Ειρήνη. Η
Ελληνική Οικονομική
Κατάθλιψη» (Πρόλογος:
Γιάννης Στουρνάρας), που
κυκλοφορεί από τις
εκδόσεις Ι.Σιδέρης (δεύτερη
επιμελημένη ανατύπωση,
Νοέμβριος 2020).
Ο Κωνσταντίνος Γκράβας
είναι διδάκτωρ του
Τμήματος Ιστορίας και
Φιλοσοφίας της Επιστήμης
(ΙΦΕ) του Πανεπιστημίου
Αθηνών (ΕΚΠΑ) και
αναλυτής διεθνών αγορών.
Greek Finance Forum
Σχόλια Χρηστών
Trading
σε ελληνικές μετοχές μέσω
της Πλατφόρμας Συναλλαγών Plus 500 (Κάντε Click και
Κατεβάστε την μοναδική πλατφόρμα συναλλαγών, χωρίς καμία
οικονομική υποχρέωση, περιλαμβάνει και λογαριασμό "επίδειξης"
- Demo).