Προσωπικές ιστορίες, που βγάζουν γέλιο,
συγκίνηση, θυμό. Πραγματικές ή (συχνά)
φανταστικές, με την επίκληση στερεοτυπικών
χαρακτήρων που δίνουν το κάτι «παραπάνω», όπως ο
«παντογνώστης ταξιτζής», ο «συνωμοσιολόγος» που
συναντήσαμε τυχαία στον φούρνο ή στην τράπεζα, ο
«περίεργος γείτονας». Φωτογραφικά ενσταντανέ «αυθόρμητων»
στιγμών της ζωής μας, καλογυαλισμένα με το πιο
σύγχρονο φίλτρο και προσεχτικά επιλεγμένα για να
μην «κλωτσούν» με το προφίλ που θέλουμε να
πουλήσουμε. Όλα για τα likes, τις καρδούλες, τα
χαμογελάκια, το ηλεκτρονικό χειροκρότημα. Τα social
media είναι ένας χώρος στον οποίο επιζητούμε την
επιβράβευση, μπαίνουμε για να μας θαυμάσουν, να
μας νιώσουν, να μας κάνουν να αισθανθούμε
καλύτερα οι «φίλοι» μας. Αλλά τελικά πόσο συχνά
συμβαίνει αυτό;
Η απογοήτευση, ο θυμός,
η αμφισβήτηση του εαυτού
μας είναι συναισθήματα,
που πυροδοτούνται πολύ
πιο συχνά στα
ηλεκτρονικά «καφενεία»,
τα οποία έχουν γίνει το
πιο πολυσύχναστο στέκι
όχι μόνο ενηλίκων, αλλά
και εφήβων. Κανείς δεν
έχει ανοσία στην
τοξικότητα των social
media. Και αυτό το
γνωρίζουν και τα ίδια.
Οι καταιγιστικές
αποκαλύψεις της Wall
Street Journal για το
Facebook το τελευταίο
διάστημα έχουν ανοίξει
μία μεγάλη συζήτηση στην
άλλη πλευρά του
Ατλαντικού και μας
δίνουν μία γερή γεύση.
Δεν είναι ότι δεν
φανταζόμασταν πως τα
ίδια τα στελέχη του
δημοφιλέστατου μέσου δεν
γνώριζαν. Αυτό που
περισσότερο εξέπληξε
ήταν η ευθύτητα με την
οποία υπάλληλοι και
ανεξάρτητοι ερευνητές
ενημέρωναν για τα
προβλήματα σε email και
εσωτερικά υπομνήματα.
«Κάνουμε τα προβλήματα
που έχουν να κάνουν με
την εικόνα για το σώμα
χειρότερα για το ένα στα
τρία κορίτσια στην
εφηβεία». «Οι έφηβοι
νιώθουν ότι το Instagram
τους προκαλεί άγχος και
κατάθλιψη». «Δεν κάνουμε
αυτά που λέμε δημοσίως.
Αυτοί που βρίσκονται στη
λευκή λίστα μπορούν να
παραβαίνουν τους
κανονισμούς μας χωρίς
συνέπειες». «Οι
αναρτήσεις με
παραπληροφόρηση,
τοξικότητα, βία είναι
αυτές που πρωταγωνιστούν
στα reshares». «Η αλλαγή
στον αλγόριθμό μας δεν
περιορίζει την
τοξικότητα, την ευνοεί».
Αυτά ήταν μερικά από τα
μηνύματα «ομολογίας» που
ήρθαν στο φως.
Ωστόσο το Facebook, το
Twitter, το Instagram
και οι άλλες πλατφόρμες,
δεν είναι μόνο τα
παραπάνω. Είναι δίκτυα
στα οποία μπορείς να
συναντήσεις απόψεις, που
σε προβληματίζουν, σου
γνωρίζουν μία άλλη
οπτική, σε βάζουν στον
πειρασμό να αναθεωρήσεις.
Είναι χώροι «συνάντησης»
με ανθρώπους με τους
οποίους μοιράζεσαι
κοινές αγάπες, αδυναμίες,
σκέψεις. Ανθρώπους που
μπορεί να βρίσκονται
στην κάθε γωνιά του
πλανήτη. Είναι μέσο για
να προβάλεις τη δουλειά
σου. Και ναι, είναι και
χρήσιμα, έχουν και τις
φωτεινές πτυχές τους.
Αρκεί να μην γίνονται
εξάρτηση και ανάγκη.
Δημοσιογράφος της WSJ
αναρωτιόταν πρόσφατα εάν
μπορούμε να βγάλουμε το
τοξικό Facebook από τη
ζωή μας. Γιατί αυτά τα
δύο (τοξικότητα και
social media) πάνε μαζί.
Δεν μπορείς να κρατήσεις
το ένα, χωρίς το άλλο-
όσο και αν προσπαθήσεις.
Το μυστικό όμως είναι
στη δοσολογία. Για αυτό
θα αναδιατυπώσω το
ερώτημα. Χρειάζεται να
βγάλουμε το Facebook από
τη ζωή μας; Αν διαβάσετε
αυτό το σχόλιο χωρίς να
νιώσετε την ανάγκη να
τσεκάρετε πόσα likes και
τι σχόλια συγκέντρωσε το
τελευταίο ποστάρισμά σας,
μάλλον έχετε την
ωριμότητα να το
καταναλώσετε, χωρίς να
σας καταναλώσει. Για
πόσους εφήβους όμως
ισχύει αυτό;