Οι φόνοι του Soleimani και του Muhandis
παρουσίασαν σε πολλούς Ιρακινούς σιίτες ηγέτες
την ευκαιρία να εντείνουν τον αντιαμερικανισμό,
προκειμένου ταυτόχρονα να απαξιώσουν τις
διαδηλώσεις στις πόλεις του Ιράκ και να
αποσπάσουν την προσοχή των Ιρακινών από τις
αποτυχίες της πολιτικής ελίτ τους.
-------------
Ο φόνος του Ιρανού
διοικητή Qasem Soleimani
και του Ιρακινού
παραστρατιωτικού ηγέτη
Abu Mahdi al-Muhandis
στην Βαγδάτη ρισκάρισε
να σπρώξει το Ιράν και
τις Ηνωμένες Πολιτείες
σε πόλεμο. Παρά την
κλιμάκωση των
εχθροπραξιών με
ιρανικούς πυραύλους να
πλήττουν τις
αμερικανικές βάσεις στο
Ιράκ, η προοπτική ενός
συνολικού πολέμου μεταξύ
των δύο χωρών έχει ως
επί το πλείστον
αμβλυνθεί. Αντ' αυτού,
το Ιράκ αισθάνεται τις
πιο σημαντικές συνέπειες
του χτυπήματος των ΗΠΑ,
οι οποίες απειλούν να
ανατρέψουν την εγχώρια
πολιτική της χώρας.
Υποστηρικτές του Σιίτη
κληρικού Μουκτάντα
αλ-Σαντρ σε πορεία στην
Βαγδάτη, στο Ιράκ, τον
Ιανουάριο του 2020. Alaa
al-Marjan / Reuters
Πριν από το χτύπημα των
ΗΠΑ στον Soleimani, η
ιρακινή κυβέρνηση
αντιμετώπιζε μια σοβαρή
εσωτερική απειλή: Τρεις
μήνες ανυπόφορων
αντι-κυβερνητικών
διαδηλώσεων [1]. Οι
κυρίως νέοι και συχνά
άνεργοι διαδηλωτές
απέρριπταν την πολιτική
τάξη που ακολούθησε το
καθεστώς του Ιρακινού
προέδρου Σαντάμ Χουσεΐν,
καταδικάζοντας την
διαφθορά και την ξένη
παρέμβαση στις ιρακινές
υποθέσεις -ιδιαίτερα την
ιρανική παρέμβαση.
Ωστόσο, οι φόνοι
παρουσίασαν σε πολλούς
Ιρακινούς σιίτες ηγέτες
την ευκαιρία να
εντείνουν τον
αντιαμερικανισμό,
προκειμένου ταυτόχρονα
να απαξιώσουν τις
διαμαρτυρίες και να
αποσπάσουν την προσοχή
από τις αποτυχίες της
πολιτικής ελίτ.
Οι διαδηλωτές
αντιλαμβάνονται αυτή την
στροφή. Ενώ πολλοί
διαδηλωτές κραύγαζαν
εναντίον του Soleimani
και του Muhandis,
κατηγορώντας τους δύο
άνδρες ότι ηγούντο της
βίαιης καταστολής των
διαφωνούντων, παραμένουν
επιφυλακτικοί για να μην
φανούν ως σαν ότι
συμπαρατάσσονται με τις
Ηνωμένες Πολιτείες. Οι
διαδηλωτές στην Βαγδάτη
συχνά μου λένε ότι δεν
είναι ούτε με τις
Ηνωμένες Πολιτείες ούτε
με το Ιράν -αλλά θέλουν
να σταματήσουν αμφότεροι
να παρεμβαίνουν στη χώρα
τους. Πολλοί αρνούνται
να κινηθούν ακόμη και
όταν οι Ιρακινοί ηγέτες
κατακρίνουν τις Ηνωμένες
Πολιτείες προσπαθώντας
να ξανακερδίσουν τη
δημοτικότητα τους.
Ο φόνος του Soleimani θα
καταστήσει όντως τα
πράγματα δύσκολα για
τους διαδηλωτές. Τα
χτυπήματα των ΗΠΑ έφεραν
συχνά φιλονικούντες
Ιρακινούς σιίτες ηγέτες
πιο κοντά μεταξύ τους.
Το Ιράν βλέπει ένα
πλεονέκτημα στο να
διατηρήσει την επιρροή
του στο Ιράκ, τόσο διότι
τα πρόσφατα γεγονότα
έχουν δώσει υπόσταση
στην ευκαιρία να
ξεπεραστεί η παλαιότερη
αντίσταση στον ρόλο του,
όσο και για να
τοποθετήσει τον εαυτό
του για πιο
μακροπρόθεσμα αντίποινα
εναντίον των Ηνωμένων
Πολιτειών.
Αλλά το χτύπημα εκθέτει
μια νέα πραγματικότητα
στην ιρακινή πολιτική.
Οι διαμαρτυρίες κλόνισαν
την πολιτική ελίτ που
προέκυψε από την
ανατροπή του Σαντάμ˙
εκεί που αυτή η ελίτ
μπορούσε κάποτε να
επανέρχεται στον
αντι-αμερικανισμό σε
περιόδους κρίσης για να
διατηρήσει την θέση της,
το αφήγημα αυτό δεν έχει
πλέον την ίδια αξία.
Κατά συνέπεια, οι ηγέτες
του Ιράκ θα στραφούν
στην βία και τον
εξαναγκασμό για να
υπερασπιστούν την
εξουσία τους.
ΜΙΑ ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΣΤΙΣ
ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ ΤΑΥΤΟΤΗΤΑΣ;
Ο πιο άμεσος πολιτικός
αντίκτυπος του
χτυπήματος των ΗΠΑ ήταν
στο ιρακινό κοινοβούλιο.
Στα τέλη του 2019, το
κοινοβούλιο του Ιράκ
ήταν διαιρεμένο και [αποτελούσε]
θέατρο συνεχών
διαπληκτισμών. Δύο
ανταγωνιστικά μπλοκ υπό
την ηγεσία σιιτικών
προσωπικοτήτων προέκυψαν
μετά τις εθνικές εκλογές
του 2018: Η συμμαχία
Islah του Muqtada al-Sadr
και η συμμαχία Binaa του
Hadi al-Ameri. Κάθε
μπλοκ περιλάμβανε
σουνιτικές και κουρδικές
ομάδες. Η ετερογένεια
αυτών των σχηματισμών
έρχεται σε αντίθεση με
τη μορφή της ιρακινής
πολιτικής μετά τις
πρώτες εκλογές μετά τον
Σαντάμ το 2005, στις
οποίες διαγωνίστηκαν ένα
σιιτικό μπλοκ, ένα
κουρδικό μπλοκ και ένα
ονομαστικά κοσμικό μπλοκ
με προεξάρχοντες
αρκετούς Σουνίτες ηγέτες.
Αν και ο ανταγωνισμός
μεταξύ Islah και Binaa
ήταν μοχθηρός, πολλοί
αναλυτές αντιλήφθηκαν
ότι το Ιράκ
απομακρυνόταν από την
πρόσφατη ιστορία του της
εθνο-θρησκευτικής
πολιτικής.
Ο ανταγωνισμός μεταξύ
των δύο αυτών
συνασπισμών, ωστόσο,
παρέλυσε ουσιαστικά το
νομοθετικό σώμα -καμία
πλευρά δεν μπορούσε να
το ελέγξει- και απείλησε
την πολιτική διαδικασία.
Όταν ο Ιρακινός
πρωθυπουργός Adel Abdul-Mahdi
ανακοίνωσε την παραίτησή
του [2] στα τέλη του
περασμένου Νοεμβρίου, οι
πλευρές δεν μπορούσαν να
συμφωνήσουν σε έναν
διάδοχο. Ακόμη και ο
Soleimani, γνωστός για
την ικανότητά του να
διαβουλεύεται με
Ιρακινούς ηγέτες από όλο
το πολιτικό φάσμα, δεν
μπόρεσε να βοηθήσει στην
εξεύρεση λύσης από το
αδιέξοδο.
Ο φόνος του Soleimani
και του Muhandis
απείλησε να αναμορφώσει
αυτό το τοπίο με ένα
μόνο κτύπημα. Αμέσως
μετά την επίθεση των ΗΠΑ,
το ιρακινό κοινοβούλιο
πραγματοποίησε σύγκληση
έκτακτης ανάγκης για να
ψηφίσει για την παρουσία
των στρατευμάτων των ΗΠΑ
στο Ιράκ. Η Μπινάα και η
Ισλάχ έβαλαν στην άκρη
την αντιπαλότητά τους
και ενώθηκαν υπό την
σημαία του
αντι-αμερικανισμού: Για
τον Sadr, τον Ameri, και
την υπόλοιπη σιϊτική
ηγεσία, η προτεραιότητα
μετατοπίστηκε κατά την
διάρκεια της νύχτας στην
απομάκρυνση των
αμερικανικών
στρατευμάτων από την
χώρα. Δυσοίωνα, όμως, τα
κουρδικά και σουνιτικά
κόμματα που ήταν μέλη
της Islah και της Binaa
μποϊκοτάρισαν την
ψηφοφορία. Αυτό το
επεισόδιο, με τα ρήγματά
του κατά μήκος των
κομματικών γραμμών,
υπενθύμισε τις σκοτεινές
μέρες του
εθνο-σεχταριστικού
διχασμού.
Ο φόνος ώθησε μια
ανανεωμένη πολιτική
αντι-αμερικανισμού, με
τους Ιρακινούς σιίτες
ηγέτες να ενώνονται για
να προσπαθήσουν να
ενοποιήσουν την πολιτική
βάση τους. Ο λαϊκιστής
σιίτης κληρικός Sadr, ο
οποίος είχε καταφύγει
στο Ιράν κατά τις
πρόσφατες διαδηλώσεις,
επαναβεβαίωσε τον εαυτό
του μετά τα χτυπήματα
ΗΠΑ. Αμέσως μετά τους
φόνους, ο Sadr [3]
κάλεσε τα στελέχη του να
ξανασυγκεντρωθούν για να
πολεμήσουν τους
Αμερικανούς.
Αισθανόμενος την
ανανεωμένη πολιτική ζωή,
ο Σαντ έφυγε από την
ρητορική του κατά της
διαφθοράς -μια θέση που
αισθάνθηκε υποχρεωμένος
να πάρει κατά την
διάρκεια της διόγκωσης
των διαμαρτυριών- προς
τους πιο τυπικούς,
ευθείς
αντι-αμερικανικούς
λιβέλλους του σε μια
προσπάθεια να
κινητοποιήσει τους
Ιρακινούς σιίτες προς
αυτόν. Στις 24
Ιανουαρίου οργάνωσε μια
μεγάλη πορεία [4]
εναντίον των Ηνωμένων
Πολιτειών στην Βαγδάτη.
Κάποιοι από τους Σιίτες
πρώην εχθρούς του Σαντ,
συμπεριλαμβανομένου του
παραστρατιωτικού ηγέτη
Qais al-Khazali,
ενέκριναν την πορεία.
Ο Sadr επίσης προσέγγισε
την πλευρά του Αμερί και
οι δύο ηγέτες συζήτησαν
για την δυνατότητα
επαν-ανακήρυξης [5] του
Abdul-Mahdi ως
πρωθυπουργού. Στα μάτια
πολλών από τους
Ιρακινούς που
διαμαρτύρονται κατά της
κυβέρνησης τα τελευταία
χρόνια, αυτές οι
προσπάθειες για
επανένωση της σιιτικής
πολιτικής βάσης
συνιστούν ενίσχυση της
διεφθαρμένης τάξης. «Η
πορεία αυτή είναι
διαφορετική από αυτό που
θέλει ο λαός», δήλωσε
ένας διαδηλωτής στο
Reuters, αναφερόμενος
στην πορεία του Sadr. «Υποστηρίζει
το σημερινό πολιτικό
σύστημα στην χώρα, δεν
του αντιτίθεται».
Οι συνεχιζόμενες
διαμαρτυρίες κατά της
πολιτικής ηγεσίας του
Ιράκ είναι σημαντικά
διαφορετικές από
οποιεσδήποτε άλλες
προηγήθηκαν κατά την
τελευταία δεκαετία.
Σύμφωνα με έρευνες που
ολοκληρώθηκαν από την
Iraq Initiative του
Chatham House [6], οι
σημερινοί διαδηλωτές
είναι κυρίως νέοι, και
επειδή πολλοί από αυτούς
δεν έχουν θέσεις πλήρους
απασχόλησης ή τις δικές
τους οικογένειες, δεν
έχουν πολλά να χάσουν.
Είναι πρόθυμοι να
καταλάβουν πλατείες και
οδικές αρτηρίες,
συμπεριλαμβανομένης της
πλατείας Tahrir της
Βαγδάτης, η οποία είναι
το πολυσύχναστο κέντρο
του κινήματος. Και τα
αιτήματά τους είναι πιο
ριζοσπαστικά: Αντί να
ζητούν σταδιακές
μεταρρυθμίσεις, οι
διαδηλωτές επιδιώκουν το
τέλος του σημερινού
πολιτικού συστήματος που
ορίζεται από μια
εθνο-θρησκευτική
συμφωνία επιμερισμού της
εξουσίας. Απορρίπτουν
την εθνο-θρησκευτική
ταυτοτική πολιτική και
κατακρίνουν την ιρανική
επιρροή στην χώρα τους.
Σύμφωνα με τις
συνεντεύξεις μας, το
κύριο αίτημά τους είναι
για μια κυρίαρχη «πατρίδα».
Ένα από τα πιο
επιβλητικά συνθήματα που
αντηχούν στις
κατεχόμενες πλατείες
είναι το «Ιράν, έξω, έξω!».
Η επιμονή των
διαδηλώσεων κλόνισε την
πολιτική ελίτ στην
Βαγδάτη και εξανάγκασε
την παραίτηση του Abdul-Mahdi
στα τέλη Νοεμβρίου. Αλλά
η αντίδραση της
κυβέρνησης ούτε
εξασθένησε ούτε απαξίωσε
τους διαδηλωτές, και οι
ηγέτες του Ιράκ
διπλασίασαν την βία,
ξεκινώντας μια
εκστρατεία εκφοβισμού,
συλλήψεων και δολοφονιών
που άφησε πίσω της
περισσότερους από 600
νεκρούς [7].
ΒΙΑ ΕΝΑΝΤΙΟΝ ΤΩΝ
ΔΙΑΜΑΡΤΥΡΙΩΝ
Οι διαδηλωτές στην
πλατεία Tahrir
ισχυρίζονται ότι οι
κύριοι πράκτορες της
βίας εναντίον τους είναι
«οι πολιτοφυλακές»,
αναφερόμενοι σε
παρακρατικές ένοπλες
ομάδες που συνδέονται με
τις υποστηριζόμενες από
το Ιράν Λαϊκές Μονάδες
Κινητοποίησης (Popular
Mobilization Units, PMU).
Οι PMU δημιουργήθηκαν το
2014 για να φέρουν μαζί
ένοπλες ομάδες στην
καταπολέμηση του
Ισλαμικού Κράτους,
γνωστού ως ISIS, και
διαδραμάτισαν σημαντικό
ρόλο στην απελευθέρωση
ελεγχόμενων από το ISIS
εδαφών. Πολλοί Ιρακινοί
πιστεύουν ότι χωρίς τις
PMU, το ISIS ίσως να
είχε καταλάβει την
Βαγδάτη.
Ο Muhandis ήταν ο de
facto ηγέτης των PMU,
υπεύθυνος για την
επίβλεψη του
μετασχηματισμού της
οργάνωσης από ένα
σκοτεινό δίκτυο μαχητών
και πολιτοφυλακών σε μια
συνεκτική και
επαγγελματική οργάνωση.
Υπό τον Muhandis, οι PMU
απολάμβαναν τόσο στενούς
δεσμούς με το ιρακινό
κράτος όσο και σημαντική
αυτονομία από αυτό.
Κατά την διάρκεια της
πάλης ενάντια στο ISIS,
η δημοτικότητα των PMU
μεταξύ των Ιρακινών
αυξήθηκε. Μια
δημοσκόπηση [8] το 2016
αποκάλυψε ότι το 99% των
Ιρακινών σιιτών
υποστήριζε τις
πολιτοφυλακές. Ωστόσο,
χάρη σε μεγάλο βαθμό
στην συμμετοχή των PMU
στην πάταξη των
διαμαρτυριών το 2019,
καθώς και στη μετάβασή
του στην πολιτική, αυτή
η δημοτικότητα υποχώρησε.
Πολλοί Ιρακινοί σιίτες
απαξιώνουν τώρα τις PMU
και καταγγέλλουν τους
Ιρανούς υποστηρικτές των
πολιτοφυλακών.
Μέχρι το τέλος του 2019,
ο Muhandis και οι PMU
αντιμετώπισαν μια κρίση
νομιμοποίησης, με τους
ισχυρισμούς τους ότι
είναι υπερασπιστές του
ιρακινού λαού να έχουν
γίνει κουρέλι. Αλλά οι
PMU επιδίωξαν να
χρησιμοποιήσουν τον φόνο
του Muhandis και του
Soleimani για να
ανακτήσουν υποστήριξη
και να συσπειρώσουν
πολλούς Ιρακινούς στην
αιτία τους. Τα χτυπήματα
από τις ΗΠΑ επέτρεψαν
στην επιζήσασα ηγεσία
των PMU να προσπαθήσει
να εκτρέψει την προσοχή
από την δυσαρέσκεια της
σιιτικής ενδοχώρας
σχετικά με την σκληρή
αντιμετώπιση των
διαδηλωτών από τις
παραστρατιωτικές ομάδες
και, αντ' αυτού, να
στρέψει την λαϊκή οργή
εναντίον των Αμερικανών.
Οι διαδηλωτές δεν είχαν
μεγάλη αγάπη ούτε για
τον Σολεϊμανί ούτε για
τον Μουχάντις, αλλά
γρήγορα καταδίκασαν τις
δολοφονίες,
επιφυλακτικοί για τις
μακροπρόθεσμες
επιπτώσεις για το κίνημά
τους. Στις 10 Ιανουαρίου,
διαδηλωτές σε όλον τον
νότο της χώρας και στην
Βαγδάτη ήγειραν το
σύνθημα «Όχι στο Ιράν
και όχι στις Ηνωμένες
Πολιτείες».
Η ΑΝΘΕΚΤΙΚΟΤΗΤΑ ΤΗΣ
ΠΛΑΤΕΙΑΣ ΤΑΧΡΙΡ
Αλλά οι Σιίτες ηγέτες
όπως ο Sadr δεν μπόρεσαν
να πείσουν τους
διαδηλωτές να
κατευθύνουν την οργή
τους στις Ηνωμένες
Πολιτείες. Μετά την
πορεία του, ο Sadr
ζήτησε από τους οπαδούς
του να εγκαταλείψουν τις
πλατείες διαμαρτυρίας,
μια έκκληση που συνέπεσε
με τις κρατικές δυνάμεις
του Ιράκ και τις
συμμαχικές
παραστρατιωτικές ομάδες
να σαρώνουν τους
καταυλισμούς των
διαδηλωτών στις 24
Ιανουαρίου, σκοτώνοντας
τουλάχιστον τέσσερα
άτομα και τραυματίζοντας
13. Ωστόσο, πολλοί
οπαδοί του Sadr
αρνήθηκαν την έκκλησή
του, υποδεικνύοντας ότι
ο Sadr τους είχε
απογοητεύσει. Ένας
Σαντριστής επέλεξε να
μην σπάσει την
αλληλεγγύη του με τις
διαδηλώσεις, λέγοντάς
μου: «Πώς θα μπορούσαμε
να εγκαταλείψουμε τους
αδελφούς μας; Έχουμε
κατασκηνώσει μαζί για
τέσσερις μήνες». Άλλοι
Σαντριστές ηγέτες, όπως
ο Asaad al-Nasiri,
διέταξαν τους οπαδούς
τους να παραμείνουν
στους δρόμους και να
συνεχίσουν την
επανάστασή τους. Ενώ ο
Sadr έχει συσφίξει τις
σχέσεις του με πολλούς
Ιρακινούς σιίτες ηγέτες
και έχει γίνει πιο
φιλικός με το Ιράν, έχει
αρχίσει να χάνει τον λαό.
Το Ιράκ δεν είναι το
ίδιο σήμερα όπως ήταν
στα χρόνια που
ακολούθησαν την εισβολή
των ΗΠΑ το 2003. Οι
Ιρακινοί σιίτες ηγέτες
δεν μπορούν απλά να
στραφούν στον
εθνο-σεχταρισμό ή τον
αντι-αμερικανισμό για να
ενισχύσουν την δύναμή
τους. Ακόμη και μετά την
επίθεση των ΗΠΑ, οι
διαδηλωτές έχουν δείξει
ότι αναζητούν ένα άλλο
μονοπάτι, το οποίο
αποφεύγει την παρέμβαση
εξωτερικών παραγόντων
και επιστρέφει την
κυριαρχία στους
Ιρακινούς και, πιο
κρίσιμα, τερματίζει την
πολιτική τάξη μετά το
2003. Καθώς τα
παραδοσιακά ρητορικά
εργαλεία της
αποτυγχάνουν, η ιρακινή
ηγεσία θα καταφεύγει όλο
και περισσότερο στην βία
για να βγάλει τους
διαδηλωτές από τις
πλατείες τους και να
συνθλίψει μια εξέγερση
που έχει κλονίσει την
πολιτική ελίτ στον
πυρήνα της.
Ο RENAD MANSOUR είναι
ανώτερος ερευνητικός
συνεργάτης και
διευθυντής του Iraq
Initiative στο Chatham
House.
Trading
σε ελληνικές μετοχές μέσω
της Πλατφόρμας Συναλλαγών Plus 500 (Κάντε Click και
Κατεβάστε την μοναδική πλατφόρμα συναλλαγών, χωρίς καμία
οικονομική υποχρέωση, περιλαμβάνει και λογαριασμό "επίδειξης"
- Demo).