«Ναι, τώρα στηρίζουμε ο ένας τον άλλο. Πιθανώς
όταν όλα αυτά περάσουν να επιστρέψουμε στο να
μισιόμαστε αλλά προς το παρόν
αλληλοϋποστηριζόμαστε»1
Στο δημόσιο διάλογο των
τελευταίων ημερών -εθνικό
και διεθνή- έχει
εξέχουσα θέση το
τουρκικό κόμμα AKP που
κυβερνά από την αυγή του
21ου αιώνα και η επιλογή
του κομματικού του
ιθύνοντα Ρετζέπ Ταγίπ
Ερντογάν ως προς τη
μετατροπή της Αγίας
Σοφίας από μουσείο σε
ισλαμικό τέμενος. Κατά
την εξέταση αυτής της
πολιτικής και βαθιά
συμβολικής κίνησης, είναι
χρήσιμο να αναρωτηθούμε
γύρω από τις καταβολές
του AKP (θρησκευτικές
και μη), την
διάρθρωση των σημερινών
αντιπολιτευτικών πόλων
αλλά και τη χρονικότητα
της εν λόγω επιλογής.
Σύνοψη των αιτιών και
συνθηκών ανόδου του AKP
Οι βαθύτερες ρίζες της
πολιτικής και της
ιδεολογίας του AKP εκτείνονται
ως τις αρχές του 20ου αιώνα
και την πρώτη
Εθνοσυνέλευση της
Τουρκικής Δημοκρατίας
(1920). Όπως
έχει συχνά υποστηριχθεί
(βλ. Τεάζης, 2013),
εντοπίζονται στενοί
δεσμοί του AKP με
τη «Δεύτερη Ομάδα» της
Πρώτης Τουρκικής
Εθνοσυνέλευσης.
Η Β’ ομάδα επιθυμούσε
έναν καπιταλισμό
στηριγμένο στις
παραδόσεις, στον οποίο η
θρησκεία θα δίνει το
νόημα της δημοκρατίας,
καθώς η δημοκρατία
αποτελεί «πρώτα από όλα
μια εφόρμηση πίστης η
οποία συνίσταται στη
θεία φώτιση που κατέχει
ο άνθρωπος και η οποία
συμβάλλει στην εξέλιξη
της προσωπικότητας των
ατόμων» (HüseyinAvniUlaş
στο Τεάζης, 2013:51).
Η εν λόγω ομάδα ηττήθηκε
από το κεμαλικό ρεύμα,
την «Πρώτη Ομάδα»,
δηλαδή τους υποστηρικτές
της κοσμικότητας, τους
πολέμιους των αραβικών
στοιχείων που
συμπλέκονται με τα
τουρκικά, τους
αποστρεφόμενους τα
αυστηρά θρησκευτικά
δόγματα και τους ηθικά
βεβαρυμμένους τρόπους
ζωής.
Η Τουρκική Δημοκρατία
βρέθηκε απαρχής
αντιμέτωπη με την
επιβλητική και μακρόπνοη
παρουσία μιας
συγκεκριμένης κοινωνικής
ομάδας στο πολιτικό
σκηνικό, της κεμαλικής. Η
εν λόγω ομάδα αρθρώθηκε
σαν ένα στρατιωτικό,
δικαστικό και πολιτικό
σύμπλεγμα που δομούσε
μια γραφειοκρατική ελίτ,
συνοδευόμενο επίσης από
μια πνευματική ελίτ.
Αυτή η ελίτ υπήρξε
βασικός υποστηρικτής ή
και συνεχιστής της
κεμαλικής παράδοσης,
αφενός όσο η Τουρκία
βρισκόταν υπό τον Κεμάλ,
αφετέρου όλο το ακόλουθο
διάστημα. Με την
κοσμικότητα ως κορωνίδα
της πολιτικής ατζέντας
της και μια αίσθηση «ιστορικού
δικαιώματος» επί του
τουρκικού κράτους και
της τουρκικής κοινωνίας,
η γραφειοκρατική ελίτ
και δη η στρατιωτική
πτέρυγα αυτής επενέβαινε
διαρκώς στο κυβερνητικό
έργο, καθώς επίσης και
στην ευρύτερη πολιτική
σκηνή. Με
τον τουρκικό στρατό να
θεωρείται ο κεντρικός
πυλώνας του (κοσμικού)
κράτους, δεν θα ήταν
λάθος να μιλάμε για τον
«πραιτοριανισμό» του
τουρκικού πολιτικού
συστήματος (Χέιλ,
στο Ινσέλ, 2017).
Στον αντίποδα της
κρατικοδίαιτης,
κεμαλικής τουρκικής
μεσαίας τάξης
εντοπίζεται το
επονομαζόμενο «κεφάλαιο
της Ανατολίας» που δεν
είναι άλλο από την
ανερχόμενη μικρό-μεσαία
τάξη της Τουρκίας.
Οι «μικροαστοί της
Ανατολίας»,
δηλαδή οι επαρχιώτες
βιοτέχνες,
μικροβιομήχανοι και
έμποροι, όντας
αποκλεισμένοι από την
κοσμική οικονομική ελίτ, ανέπτυσσαν
μια ανεξάρτητη
οικονομική δραστηριότητα από
αυτή των κυβερνητικών
προγραμμάτων οικονομικής
ανάπτυξης, καθώς δεν
βρίσκονταν ποτέ στους
επωφελούμενους από τα
τελευταία.
Επιπλέον, αυτή
η μικρο-μεσαία τάξη της
τουρκικής επαρχίας,
πέραν των οικονομικών
χαρακτηριστικών της,
διέφερε και ως προς τον
τρόπο ζωής, τις αξίες,
την ηθική και τον
πολιτισμικό της κώδικα.
Φτιάχνοντας έναν πρώτο
ιδεότυπο, θα
λέγαμε πως πρόκειται για
τη θρησκευόμενη τάξη της
τουρκικής επαρχίας, με
το χαμηλό μορφωτικό
επίπεδο, που φορά
μαντίλα και αποτελεί τη
ζωντανή σύνδεση της
Τουρκίας με τον αραβικό-
«οπισθοδρομικό» όπως θα
έλεγαν οι κεμαλικοί/ες-
κόσμο.
Στην πραγματικότητα, το
«κεφάλαιο της Ανατολίας»
κυοφορούσε ένα «νέο
Ισλάμ», ένα Ισλάμ με «προτεσταντική
χροιά» έτοιμο να
αναδείξει τα στοιχεία
της εργατικότητας που
εξαίρονται από το Κοράνι
και ικανό να παίξει τον
ανάλογο ρόλο του
χριστιανικού
προτεσταντισμού της
Δύσης στην Τουρκία (Τεάζης,
2013).
Αυτή η τάξη αποτελεί
κατά κάποιο τρόπο και
τησυνέχεια της ομάδας
που ηττήθηκε στην πρώτη
Μεγάλη Εθνοσυνέλευση της
Τουρκικής Δημοκρατίας (1920),
όπου κυριάρχησε ο Κεμάλ
και οι υποστηρικτές του,
όπως αναφέρθηκε ανωτέρω.
Γι’ αυτό άλλωστε
υποστηρίζεται πως ο
αποκλεισμός της εν λόγω
ομάδας μετρά μια μακρά
ιστορία εξ ιδρύσεως του
τουρκικού κράτους,
δεδομένου ότι οι αξίες
και τα προτάγματά της
απέτυχαν στο να
ηγεμονεύσουν κι έτσι
βρίσκονταν πάντοτε στο
στόχαστρο των κεμαλικών
ελίτ και των λοιπών «ζωντανών
δυνάμεων» της κοσμικής
δημοκρατίας.
Παράλληλα με τον
αποκλεισμό του από τα
κρατικά προνόμια και τον
πολιτικό σχεδιασμό όμως, ο
πυρήνας του «κεφαλαίου
της Ανατολίας» είχε μια
ιδιαίτερη επιρροή στο
λαό μέσω της συμμετοχής
του σε Μ.Κ.Ο ή
συνοικιακά δίκτυα.
Αυτή η επιρροή κατέληξε
σε διακίνηση κουλτούρας,
με την εισχώρηση δυτικών
αξιών συσχετιζόμενων με
την οικονομία,
καλυμμένων με ισλαμικό
περίβλημα.
Ο Ερντογάν συνδέθηκε
περαιτέρω με το
θρησκευόμενο και
αποκλεισμένο τμήμα της
κοινωνίας, -το οποίο
είχε ήδη αρκετές
διασυνδέσεις και με το «κεφάλαιο
της Ανατολίας»
Στην πραγματικότητα,
το «κεφάλαιο της
Ανατολίας» κυοφορούσε
ένα «νέο Ισλάμ», ένα
Ισλάμ με «προτεσταντική
χροιά» έτοιμο
να αναδείξει τα στοιχεία
της εργατικότητας που
εξαίρονται από το Κοράνι
και ικανό να παίξει τον
ανάλογο ρόλο του
χριστιανικού
προτεσταντισμού της
Δύσης στην Τουρκία (Τεάζης,
2013). Υπηρετούμενο από
ανθρώπους με κοινή
καταγωγή, κοινό τρόπο
ζωής και αμέριστη πίστη
στον θρησκευτικό κώδικα, το
«νεό» αυτό Ισλάμ ρίζωσε
εξ ολοκλήρου στις
συνειδήσεις των ευσεβών
επαρχιωτών της Τουρκίας,
των «μη προνομιούχων». Συγχρόνως, το
ίδιο ήταν κτήμα ενός
δραστήριου και δυναμικού
οικονομικά τμήματος της
κοινωνίας.
Πέραν του «κεφαλαίου της
Ανατολίας», που έπαιξε
σημαντικό ρόλο στη
στήριξη του AKP, ο
Ερντογάν συνδέθηκε
περαιτέρω με το
θρησκευόμενο και
αποκλεισμένο τμήμα της
κοινωνίας, -το οποίο
είχε ήδη αρκετές
διασυνδέσεις και με το «κεφάλαιο
της Ανατολίας».
Με απλά λόγια, το AKP ήρθε
να δώσει διέξοδο και
στην πολιτική τάση των
ισλαμικών κινημάτων και
της παλιάς δομής του
Milli Görus (βλ.
θρησκευτική άποψη),
αναγνωρίζοντάς την ως
έκφραση ενός σημαντικού
μέρους του λαού.
Το AKP εγκόλπωσε το
μεγαλύτερο μέρος των
συμμετεχόντων στα
ισλαμικά κινήματα του
Milli Görus, όπως αυτά
είχαν ανανεωθεί τότε. Η
σουνιτική πλειοψηφία
έβλεπε πλέον στους
πολιτευόμενους με το AKP
ανθρώπους που δεν
δίσταζαν να προσευχηθούν
δημόσια, είχαν συχνά
λαϊκή καταγωγή,
μοιράζονταν κοινές αξίες
μαζί τους και ήταν
απόγονοι της ίδιας
πολιτισμικής κληρονομιάς,
η οποία εδώ και 80
χρόνια γινόταν υπαίτια
αποκλεισμών και
ταπείνωσης.
Τα ισλαμικά κινήματα του
Milli Görus, κατόπιν
πλήθους ξέπνοων
προσπαθειών να
παραμείνουν στον
πολιτικό ανταγωνισμό ως
ο πολιτικός πόλος του
Ισλάμ, καταλήγουν
να περνούν από ένα κύμα
ανανεωτισμού προς τα
τέλη του ’90.
Οι ανανεωτικοί
Ισλαμιστές επιλέγουν
πλέον ένα νέο τρόπο
πολιτικής δράσης, κατά
τον οποίο εντάσσουν στην
πολιτική ατζέντα τους τα
ανθρώπινα δικαιώματα και
τις ελευθερίες, την «εφικτή
προσδοκία» συνάμα με μια
νέα σύζευξη
κοινωνίας-πολιτικής (Iνσέλ,
2017). Η
στόχευση τους είναι
ευθέως προς τον κεντρώο
χώρο,
όπου σαφώς
υπερασπιζόμενοι την
ισλαμική ταυτότητα,
αποπειρώνται να
εκφράσουν πλέον ένα
μεγαλύτερο τμήμα της
κοινωνίας που αιτάται
τον περαιτέρω
εκδημοκρατισμό, με την
αναγνώριση περισσότερων
δικαιωμάτων κι
ελευθεριών. Με αυτόν τον
τρόπο, οι
ανανεωτικοί αφενός
εντάσσονται στον
πολιτικό χώρο που όπως
αναφέραμε παραπάνω είναι
ηγεμονικός στη γείτονα
χώρα, το δεξιό
πολιτικό χώρο με όρους
πολιτικής γεωγραφίας,
αφετέρου αποφεύγουν
τηδιαλυτική για τα
ισλαμικά κινήματα ευθεία
αντιπαράθεση με την
κοσμικότητα και τον
κεμαλισμό, προτάσσοντας
τον πλουραλισμό.
Αυτή η νέα πολιτική
θρησκεία της
εκκοσμικευμένης εξουσίας
προσπάθησε να πάρει τη
θέση του ισλαμικού
δόγματος στην Τουρκία,
να πλάσει έναν «κεμαλικό
πολίτη» και να
κατασκευάσει μια κατ’
επίφαση δημοκρατική
ισορροπία ανάμεσα στην
ουσιαστικά σιωπηλή μάζα
και την άρχουσα ελίτ
Με τον Ερντογάν και τα
λοιπά ιδρυτικά μέλη του
κόμματος να συνδέονται
άμεσα με αυτό το
ανανεωτικό ρεύμα, το
AKP εγκόλπωσε το
μεγαλύτερο μέρος των
συμμετεχόντων στα
ισλαμικά κινήματα του
Milli Görus,
όπως αυτά είχαν
ανανεωθεί τότε. Η
σουνιτική πλειοψηφία
έβλεπε πλέον στους
πολιτευόμενους με το AKP
ανθρώπους που δεν
δίσταζαν να προσευχηθούν
δημόσια, είχαν συχνά
λαϊκή καταγωγή,
μοιράζονταν κοινές αξίες
μαζί τους και ήταν
απόγονοι της ίδιας
πολιτισμικής κληρονομιάς,
η οποία εδώ και 80
χρόνια γινόταν υπαίτια
αποκλεισμών και
ταπείνωσης.
Την εν λόγω
περιθωριοποίηση δεν θα
μπορούσε να περιγράφει
καλύτερα τίποτα άλλο από
τα λόγια μιας γυναίκας
από την Τουρκία:«Ξέρω
πολύ λίγα για το τι έχει
συμβεί στις μειονότητες
σε αυτή τη χώρα και έχω
πολλά να μάθω. Όμως δεν
είπατε τίποτα για αυτά
που συνέβησαν σε εμάς,
τους Σουνίτες
Μουσουλμάνους» (Margulies,
2016).
Βλέποντας ανθρώπους που
σκέφτονταν και μιλούσαν
σαν τους ίδιους, οι
Τούρκοι σουνίτες ένιωθαν
πως τα βάσανα τόσων ετών
ίσως πήραν τέλος . Με
απλά λόγια, με
την άνοδο του AKP και
κατ’ επέκταση κάποιων
νέων ελίτ, συντελέστηκε
στην Τουρκία «μια
δεύτερη επανάσταση, κοινωνικού
χαρακτήρα, που
επεξέτεινε και
ολοκλήρωσε εκείνη των
απαρχών της δημοκρατίας,
που ήταν εθνική, θεσμική
και πολιτισμική» (Ινσέλ,
2017).
Ομολογουμένως, η
επαναφορά της θρησκείας
στα πολιτικά και
οικονομικά δρώμενα συχνά
φαντάζει οπισθοδρομική.
Η τουρκική πολιτική
σκηνή και ιστορία ωστόσο,
οδηγούν σε διαφορετικές
σκέψεις.
Η Τουρκία ως «ανατολική
κοινωνία» χρειάστηκε να
δεχθεί μέσω μιας
εξωγενούς παρέμβασης την
αλλαγή προκειμένου να «μπει
στην Ιστορία». Έτσι, εν
καιρώ κυριαρχίας του
Κεμάλ, η έννοια και οι
πρακτικές της δυτικής
κοσμικότητας κατ’ ουσίαν
επιβλήθηκαν στο τουρκικό
πλαίσιο. Η
κοσμικότητα τελικά
ενίσχυσε το Κράτος-
Λεβιάθαν και ήρθε να
διαμορφώσει την κοινωνία
εκ των άνω, μέσω μιας
πεφωτισμένης
γραφειοκρατικής ελίτ (Τεάζης,
2013).
Η σύνδεση του ισλαμικού
κόσμου με το
εκκοσμικευμένο τουρκικό
κράτος φάνταζε μάλλον
εκσυγχρονισμός για τα
τουρκικά δεδομένα, παρά
οπισθοδρόμηση.
Αυτή η
νέα πολιτική θρησκεία
της εκκοσμικευμένης
εξουσίας προσπάθησε να
πάρει τη θέση του
ισλαμικού δόγματος στην
Τουρκία, να
πλάσει έναν «κεμαλικό
πολίτη» και
να κατασκευάσει μια κατ’
επίφαση δημοκρατική
ισορροπία ανάμεσα στην
ουσιαστικά σιωπηλή μάζα
και την άρχουσα ελίτ. Ως
εκ τούτου, η σύνδεση του
ισλαμικού κόσμου με το
εκκοσμικευμένο τουρκικό
κράτος φάνταζε μάλλον
εκσυγχρονισμός για τα
τουρκικά δεδομένα, παρά
οπισθοδρόμηση. Η
άνοδος του AKP στην αρχή
του 21ου αιώνα ύφαινε
κυρίως ένα δημοκρατικό
όραμα στα μάτια των
περισσοτέρων, παρά μια
απειλή (Κarakatsanis,
2016).
Από την άλλη, δεν πρέπει
να λησμονούμε ότι η
δημιουργία του κόμματος
έλαβε χώρα εν μέσω μιας
βαθιάς πολιτικής κρίσης,
στο πλαίσιο της οποίας
το μεγαλύτερο μέρος του
κομματικού κόσμου είχε
σπιλωθεί από κατηγορίες
διαφθοράς ή αποτυχίας
διαχείρισης τρεχουσών
κρίσεων.
Ο Ερντογάν κατάφερε να
εκφράσει και να
στηριχθεί στην
ανερχόμενη μικρό-μεσαία
τάξη της Τουρκίας, που
αποτελούσε και τον «λαμπτήρα»
του τουρκικού
καπιταλισμού
Συγκεκριμένα, η πολιτική
σκηνή βίωνε μια διπλή
κρίση:διαρκείς
παρεμβάσεις του
τουρκικού στρατού που
ωθούσαν σε παραιτήσεις
κυβερνήσεων ή παρακώλυση
του έργου τους, και
αδυναμία παραγωγής
ουσιώδους κυβερνητικού
έργου που ωθούσε σε
ευρεία δυσαρέσκεια προς
το πολιτικό προσωπικό
της χώρας (Κarakatsanis,
2016, Iνσέλ,
2017). Η
οικονομία γνώριζε
διαρκώς τριγμούς και
οι ρυθμοί ανάπτυξης
έβαιναν χαμηλοί, ενώ
συγχρόνως οι ανισότητες
(οικονομικές και
κοινωνικές) έδειχναν να
οξύνονται. Το χρόνιο «κουρδικό
ζήτημα», από
την άλλη, δεν έπαυε να
ταλανίζει τόσο τον
πολιτικό λόγο όσο και
την καθημερινή ζωή,
καθώς είχε εγκαινιαστεί
μια περίοδος «βρώμικου
πολέμου» με τους
Κούρδους αντάρτες του
PKK στα τέλη του 20ου
αιώνα (κυρίως τη
δεκαετία του ’90).Τότε,
στα τέλη της δεκαετίας
του ’90, έγινε ευρέως
γνωστή και η χρήση του
όρου περί «βαθέως
κράτους», με
την ταυτόχρονη απόδοση
ευθυνών στους
κυβερνώντες για
κατάχρηση εξουσίας και
διαφθορά (Ινσέλ, 2017).
Το AKP αντιθέτως ήταν
ένα νέο κόμμα, ενώ ο
Ερντογάν είχε μια
επιτυχημένη πολιτική
καριέρα ως δήμαρχος της
Ιστανμπούλ. Με
την επιλογή του λαμπτήρα
μάλιστα και του
συνθήματος «από
το σκοτάδι στο φως», το
Κόμμα Δικαιοσύνης και
Ανάπτυξης σηματοδοτούσε
τον εαυτό του σαν το
άσπιλο κόμμα του
τουρκικού πολιτικού
κόσμου, που μπορούσε να
λυτρώσει τον τουρκικό
λαό, σε αντίθεση με το
παλιό πολιτικό προσωπικό.
Συνοψίζοντας, ο
Ερντογάν κατάφερε να
εκφράσει και να
στηριχθεί στην
ανερχόμενη μικρό-μεσαία
τάξη της Τουρκίας, που
αποτελούσε και τον «λαμπτήρα»
του τουρκικού
καπιταλισμού (βλ.
έμβλημα AKP),
ενώ ταυτόχρονα
αφουγκράστηκε την
κοινωνία, η οποία
δυσανασχετούσε με την εκ
των άνω επιβολή αυτού
του συστήματος και
επιθυμούσε τη σύνδεση
του παραδοσιακού της
δόγματος-κουλτούρας (βλ.
Ισλάμ) με τον
Καπιταλισμό. Έτσι,
δημιουργώντας τη «χρυσή»
κοινωνική συμμαχία για
την Τουρκία, προσέδωσε
μια νέα ουσία στην
κοσμικότητα, αυτή που
αντιμάχεται την ανάμειξη
της «εκκλησίας» στο
Κράτος και όχι της
θρησκείας στην κοινωνία, μετατρέποντας
το Ισλάμ σε «σκυρόδεμα»
για την ένωση του λαού
με το νέο πολιτικό και
οικονομικό σύστημα. Η
«χρυσή συμμαχία» του
Ερντογάν απεδείχθη μια
αστείρευτη εκλογική βάση
μέχρι σήμερα ενώ τα
σχεδόν 80έτη καταπίεσης
συγκεκριμένων κοινωνικών
στρωμάτων σίγουρα δεν
έθεσαν θεμέλια για την
υπογραφή ενός νέου,
συμφιλιωτικού κοινωνικού
συμβολαίου.
Η
αντιπολίτευση του AKP
Η αντιπολίτευση στην
Τουρκία σήμερα
αρθρώνεται από το
εκσυγχρονιστικό κεμαλικό
κόμμα CHP, το σχετικά
νέο φιλοκουρδικό,
αριστερό κόμμα HDP2 και
το κεντροδεξιό κόμμα IYI.
Το πρώτο,
έχοντας διατελέσει
κυβερνόν κόμμα για μια
αξιοσημείωτη περίοδο τον
20ο αιώνα και όντας
συνδεδεμένο σε πολλές
τουρκικές συνειδήσεις με
το στρατό-θεσμοφύλακα
του Κεμαλισμού, αδυνατεί
ως σήμερα να συσπειρώσει
ένα πλειοψηφικό
αντιπολιτευτικό ρεύμα
γύρω του.
Από την άλλη, το
φιλοκουρδικό και με
αριστερό πρόσημο HDP παρεμποδίζει
την ένταξη των
μεγαλυτέρων τμημάτων της
τουρκικής κοινωνίας σε
αυτό, δεδομένου πως
τοποθετείται στον
αντίποδα της τουρκικής
ταυτότητας και της δεξιά
ροπής του εκλογικού
σώματος.
Για τον εν λόγω κόμμα
βέβαια δεν μπορεί να
αμφισβητηθεί και η
δυσκολία με την οποία
επιβιώνει ως σήμερα,
έχοντας ευθεία
αντιπαράθεση με το AKP,
δεχόμενο πληθώρα απειλών,
φυλακίσεων, διώξεων και
λογοκρισίας.
Τέλος, το
εξίσου νέο κόμμα IYI3 προσπαθώντας
να παίξει ένα ρόλο
κλειδί στο πολιτικό
παιχνίδι υιοθέτησε τη
δεξιά ταυτότητα
συγχρόνως με την
κεμαλική και
πρόταξε την κοινωνική
δικαιοσύνη μέσω της
αφοσίωσης στο κοινωνικό
κράτος. Ωστόσο, και αυτό
το κόμμα δεν κατάφερε
ούτε να διασπάσει τους
συμπαγείς πυρήνες των
υποστηρικτών των άλλων
δύο αντιπολιτευτικών
κομμάτων, ούτε να
αποσπάσει μέρος των
ερντογανικών εκλογέων.
Mε
μια σύντομη κριτική
ματιά, θα έλεγε κάποιος/α
πως τα κόμματα που
απαρτίζουν την τουρκική
αντιπολίτευση συχνά
διατηρούσαν μεταξύ τους
σημαντικότερες διαφορές
από ότι το καθένα με την
Κυβέρνηση. Ωστόσο, τα
τελευταία χρόνια κάτι
άλλαξε στην Τουρκία: η «χρυσή»
ερντογανική συμμαχία
φάνηκε να δέχεται τους
πρώτους της πραγματικούς
εκλογικούς τριγμούς. Πολλώ
δε μάλλον, η
αντιπολίτευση φάνηκε πιο
έτοιμη από ποτέ να
υπερκεράσει μέρος των
διαφορών της και μέσω
ζυμώσεων να αποκτήσει
μια εμβρυακή κοινή
στόχευση και συσπείρωση
ως αντι-AKP πόλος. Γιατί; Ποιος
ήταν/είναι ο καταλύτης
αυτής της εξέλιξης;
Στο συγκεκριμένο πεδίο
σίγουρα απαιτείται μια
πολύπλευρη εξέταση και
ανάλυση. Ωστόσο, μέσω
των απτών επιστημονικών
παραδοχών ως σήμερα,
δυνάμεθα να αποδώσουμε
το πρώτο περίγραμμα μιας
πολύπλοκης διαδικασίας
που ακόμη εκτυλίσσεται.
Το «κίνημα του Γκεζί»
Το πρώτο γεγονός που
θεωρώ ότι χρήζει
αναφοράς είναι το «κίνημα
του Γκεζί» το 2013.
Το 2013 αποτέλεσε το
πρώτο εργαστήρι
επικοινωνίας,
συνδιαλλαγής και
ζυμώσεων της αντιφατικής
ως τότε αντιπολίτευσης
του AKP,
καθώς για πρώτη φορά
συμπορεύθηκαν μαζί
υποστηρικτές του
κεμαλικού κόμματος CHP,
μειονότητες όπως οι
Κούρδοι και οι Αλεβίτες,
αντικαπιταλιστές-
επαναστάτες μουσουλμάνοι,
ακτιβίστριες για τα
γυναικεία δικαιώματα, η
lgbt+ κοινότητα, αλλά
και συνδικάτα (Acar & Uluğ,
2016).
Μιλώντας το 2019 σε
ακτιβιστές/στριες του
Γκεζί, οι οποίοι/ες είτε
αποτελούσαν υποστηρικτές
του CHP,
είτε μέλη αριστερών
οργανώσεων, είτε απλώς
πολίτες/ιδες, ο κοινός
τόπος τους ήταν πως στο
Γκεζί ήταν όλοι/ες μαζί.
Δεν υπήρχε διαφορά και
αντιπαράθεση μεταξύ τους,
αλληλο-στηρίζονταν και
βοηθιούνταν, προσέφεραν
ό,τι μπορούσαν και
ένιωθαν μια κοινή απειλή
ως πολίτες/ιδες. Μέλη
μειονοτήτων ανέπτυξαν
για πρώτη φορά την
αίσθηση του ανήκειν στην
τουρκική κοινωνία ενώ οι
υποστηρικτές του
κεμαλικού κόμματος και
μέλη της μεσαίας
κοσμικής τάξης
συνδέθηκαν με τους «αποκλεισμένους»
ως τότε πληθυσμούς, ως
προς την κατάσταση των
οποίων δεν είχαν καμία
γνώση (Sakali,
υπό δημοσίευση).
Ένα πολύ σημαντικό ρόλο
σε αυτές τις ζυμώσεις
και στη νέα συνείδηση
που έπλασε το κίνημα του
Γκεζί στην αντιπολίτευση
του AKP έπαιξε η
συμμετοχή της νεολαίας (72%
>30 ετών, KONDA,
2013 & 2014). Εικάζουμε
λοιπόν πως οι νέοι/ες
έχοντας βιώσει μια
έντονη, συλλογική
κινηματική εμπειρία, που
σίγουρα υπέθαλπε
στοιχεία πολιτικής
ταυτότητας αντιτασσόμενη
στην κυβέρνηση,
πιθανότατα
πολιτικοποιήθηκαν και σε
μια πιο συμφιλιωτική,
συμπεριληπτική βάση που
ξεπερνά τις έντονες
διαμάχες των
προηγούμενων γενεών.
Επιπλέον, από την αρχή
της πολιτικοποίησής τους,
οδηγήθηκαν σε μια
αντίληψη και αναγνώριση
των κοινωνικών
υποκειμένων ως πολιτών/ιδών,
δηλαδή ισότιμων ατόμων
στη δημόσια σφαίρα επί
των οποίων δεν προέχουν
άλλες πολιτικές ή
κοινωνικές ταυτότητες.
Τέλος, πιθανό
σημαντικό ρόλο έπαιξε σε
αυτό η ηλικιακή ωρίμανση
του ποσοστού των μαθητών/τριών
και φοιτητών/τριών που
συμμετείχαν στο Γκεζί. Οι
εν λόγω κοινωνικές
ομάδες δεν είχαν κατά
κύριο λόγο βιώσει κάποια
περίοδο διακυβέρνησης
από το CHP όταν
απέκτησαν ή άσκησαν το
εκλογικό τους δικαίωμα,
ενώ οι εμπειρίες τους
οικοδομήθηκαν (και
οικοδομούνται) κοινά με
τα όλα τα μέρη του αντι-AKP στρατοπέδου.
Αυτές οι εμπειρίες
έφτασαν να εκφραστούν
εκλογικά λίγα χρόνια
μετά το 2013.
Συνοδοιπόρος αυτών των
εμπειριών για την πιο
ώριμη νεολαία ίσως
υπήρξε και η
συνειδητοποίηση πως
μάλλον «δεν υπάρχει
διαφυγή» από την Τουρκία,
αφού η προσδοκία ένταξης
στην ΕΕ γκρεμίστηκε και
η ένταξη των Τούρκων
πολιτών/ιδών στα δυτικά
κράτη αντιμετωπίζει
σημαντικά πολιτειακά
εμπόδια.
Με λίγα λόγια, σήμερα
παρουσιάζεται πιο έντονη
από ποτέ η εμπέδωση μιας
κοινωνικο-πολιτικής
διαφοράς πρώτα με το
κυβερνητικό μπλοκ και
ύστερα με την επιμέρους
αντιπολίτευση, συνάμα με
μια πρόθεση σύμπραξης (αλλά
όχι απαραίτητα
συνδημιουργίας).
Αυτή η διεργασία κατά
την άποψη της γράφουσας
ξεκίνησε το 2013 στο
Γκεζί και
αποκρυσταλλώθηκε μερικά
χρόνια αργότερα (βλ.
εκλογές 2018 και 2019)
σαν συνισταμένη τριών
συνιστωσών:
α. της
συλλογικής και
συμφιλιωτικής
πολιτικοποίησης μεγάλου
τμήματος της κοινωνίας
που απαρτίζει την
τουρκική αντιπολίτευση -και
κυρίως των νέων,
β. της
απόστασης του σημερινού
νεαρού εκλογικού σώματος
από τα κυβερνητικά
ατοπήματα του CHP και
τις διαμάχες του
παρελθόντος, και
γ. της
συνειδητοποίησης
τμημάτων της νέας γενιάς
πως η μετανάστευσή τους
σε άλλα κράτη πιθανώς να
μην είναι τόσο εφικτή
μετά την κατάρρευση του
τουρκικού ευρωπαϊκού
ονείρου ή των υπαρχουσών
πολιτειακών αγκυλώσεων (π.χ. Visa).
Ακόμη κι αν κάποιοι
θεωρούν ευοίωνα τα
μηνύματα των τελευταίων
εκλογών για την αλλαγή
σελίδας στη γείτονα χώρα,
η γράφουσα παραμένει
σκεπτική ως προς την
επόμενη πολιτική ημέρα
και την κοινωνική ειρήνη
στην Τουρκία που μέχρι
σήμερα μάλλον ως ευχή
μοιάζει παρά πιθανότητα.
Αντί επιλόγου
Σίγουρα, οι ανωτέρω
συνιστώσες δεν μπόρεσαν
να επιφέρουν γραμμικά ή
άμεσα τους καρπούς τους
στην διάρθρωση της
αντιπολίτευσης, ενώ
επιπλέον συνθήκες
επηρέασαν εξίσου αυτές
τις διεργασίες (π.χ. η
απόπειρα πραξικοπήματος
το 2016, η ενταθείσα
επίθεση του Ερντογάν
προς την αντιπολίτευση). Σήμερα
όμως, έχοντας χάσει
εκλογικά για πρώτη φορά
5 πόλεις κορυφαίας
σημασίας στις δημοτικές
εκλογές, o Ερντογάν
επιλέγει να απαντήσει σε
αυτή την απόπειρα
συσπείρωσης της
αντιπολίτευσης.
Μετατρέποντας την Αγία
Σοφία σε τζαμί, ο
Τούρκος Πρόεδρος
προσπαθεί να
επανασυσπειρώσει γύρω
του τα τμήματα της
κοινωνίας που άρχισαν να
αποσύρουν την ταύτισή
τους με το AKP ή
γενικά την κυβέρνηση, να
δηλώνουν πιο
αναποφάσιστα και
πολιτικά
αποστασιοποιημένα.
Το μείζον ζήτημα στην
πολιτική σκηνή της
Τουρκίας ωστόσο
παραμένει:Η διαίρεση του
εκλογικού σώματος μεταξύ
του κυβερνητικού και
αντιπολιτευτικού μπλοκ
είναι πασιφανής ενώ η
διεκδίκηση της εξουσίας
παραμένει σαν μια
διεκδίκηση κυριαρχίας
του ενός μέρους επί του
άλλου. Δυστυχώς,
ακόμη και μετά το Γκεζί,
οι πιο συμφιλιωμένες
κοινωνικές ομάδες
δηλώνουν πως για τώρα
έχουν έναν κοινό εχθρό
αλλά πιθανώς όταν αυτό
αλλάξει να επιστρέψουν
στο πρώιμο «εμφυλιακό»
τους μίσος.
Συγχρόνως, αυτό
που κατόρθωσε να
συσπειρώσει και να
συμφιλιώσει -έστω και
κατ’ επίφαση- την
αντιπολίτευση είναι μία
αντίθεση με το AKP όχι
μόνο πολιτική αλλά και
κοινωνική. Κατά συνέπεια,
η αντιπολιτευτική «ειρήνη»
οικοδομείται πάνω στα
θεμέλια του «πολέμου» με
τους φιλο-κυβερνητικούς.
Οι προσπάθειες της
αντιπολίτευσης να
εντάξει στην ρητορεία
της το τμήμα που
εκφράζει το AKP είναι
είτε μειοψηφικές είτε
τελούνται μέσω ενός
κυριαρχικού πρίσματος
της κοσμικής ελίτ ή
φαντάζουν υποκριτικές. Ακόμη
κι αν κάποιοι θεωρούν
ευοίωνα τα μηνύματα των
τελευταίων εκλογών για
την αλλαγή σελίδας στη
γείτονα χώρα, η γράφουσα
παραμένει σκεπτική ως
προς την επόμενη
πολιτική ημέρα και την
κοινωνική ειρήνη στην
Τουρκία που μέχρι σήμερα
μάλλον ως ευχή μοιάζει
παρά πιθανότητα.
Βιβλιογραφία:
Τεάζης, Χρήστος, Ν.,
2013. «Η δεύτερη
μεταπολίτευση στην
Τουρκία», Ρετζεπ Ταγίπ
Ερντογάν: Η άνοδος των «μη
προνομιούχων», Εκδόσεις
Πατάκη, Αθήνα
Ινσέλ, Αχμέτ, 2017. «Η
νέα Τουρκία του Ερντογάν:
από το δημοκρατικό
όνειρο στην αυταρχική
εκτροπή», Εκδόσεις
Διάμετρος, Αθήνα
Acar, Y. G., & Uluğ, Ö.
M., 2016. Examining
prejudice reduction
through solidarity and
togetherness experiences
among Gezi Park
activists in Turkey.
Journal of Social and
Political Psychology, 4,
166–179. https://doi.org/10.5964/jspp.
v4i1.547
Karakatsanis, L. (2016).
Radicalised citizens vs.
radicalised governments?
Greece and Turkey in a
comparative perspective
from the December 2008
uprising to the 2013
Gezi Park
protests. Journal of
Contemporary European
Studies, 24(2), 255-279.
Της Ιωάννα Σακαλή, MSc Συγκριτική
Δημόσια Πολιτική,
Πανεπιστήμιο του
Εδιμβούργου, Υπότροφος
του Ιδρύματος Ωνάση
-
Ινστιτούτο Εναλλακτικών
Πολιτικών ΕΝΑ
Trading
σε ελληνικές μετοχές μέσω
της Πλατφόρμας Συναλλαγών Plus 500 (Κάντε Click και
Κατεβάστε την μοναδική πλατφόρμα συναλλαγών, χωρίς καμία
οικονομική υποχρέωση, περιλαμβάνει και λογαριασμό "επίδειξης"
- Demo).