Ο Πολύβιος διατύπωσε την άποψη πως ένα κράτος
παρακμάζει όχι στην πολεμική του φάση αλλά στην
ειρήνη, όταν οι πολιτικοί του θεσμοί
διαβρώνονται από την φιλαργυρία και την φιλαρχία
των αρχουσών τάξεών του και την συνακόλουθη
λαϊκιστική έξαρση στις τάξεις του λαού. Πόσο
ισχύει αυτό για την Γερμανία;
-------------------
Υπάρχουν πολλές θεωρίες
που εξηγούν της πηγές
ισχύος μιας δύναμης, εν
προκειμένω της Γερμανίας.
Ίσως επειδή η χώρα είναι
ιδιαίτερη, ίσως επειδή ο
κόσμος μας παρέχει τόσες
πληροφορίες που είναι
αδύνατο να συνδεθούν σε
μια αφαιρετική θεωρία, η
Γερμανία φαντάζει ως
ένας δισεπίλυτος γρίφος,
ως ένας απρόβλεπτος
μακροπρόθεσμα
γεωπολιτικός γίγαντας «ένας
αφιερωμένος στις δικές
του σκέψεις κολοσσός στο
κέντρο της Ευρώπης με
σολιψιστική νοοτροπία» (Habermas,
2019).
O πρώην καγκελάριος της
Δυτικής Γερμανίας,
Konrad Adenauer (δεξιά),
σε αυτήν τη φωτογραφία
του Ιανουαρίου του 1967.
Πίσω του ο Helmut Kohl.
REUTERS
Χρησιμοποιούμε δυο
μεθόδους για να
συνδέσουμε τις πηγές
ισχύος της σύγχρονης
Γερμανίας, την ανάλυση
της «δομικής ισχύος» της
Susan Strange (1987) και
μια αρχαία, αλλά
εξαιρετικά ενδιαφέρουσα
ανάλυση που απρόσμενα
ήταν αφιερωμένη ακριβώς
στην ανακάλυψη των πηγών
δύναμης ενός κράτους.
Η ΜΕΘΟΔΟΣ ΑΝΑΛΥΣΗΣ
Από τη λήξη των
Ναπολεόντιων πολέμων η
Γερμανία υπήρξε το
μεγαλύτερο πρόβλημα της
Ευρώπης. Πώς θα
μπορούσαν οι υπόλοιπες
δυνάμεις να την
κρατήσουν ως ειρηνική
δύναμη αν αυτή κατάφερνε
να ενωθεί; (Friedman,
2018). Η Ευρώπη φοβόταν
την θέση της Γερμανίας
στο κέντρο της Ευρώπης,
το μέγεθός της, τον
πληθυσμό της, και τον
πλούτο της. Όλα τα
παραπάνω, οι Γερμανοί
μετά το 1871, όταν
πέτυχαν την ένωση τους
διά των δικών τους
πρωσικών όπλων,
αρέσκονταν να τα
εκφράζουν κατά το
προσφιλές τους συνήθειο
με μια σύνθετη λέξη, την
«Mitellage», δηλαδή την
κεντρική θέση της χώρας
στην Ευρώπη και άρα στον
κόσμο. Όπως έμαθαν, όμως,
με τον πιο σκληρό τρόπο,
τα παραπάνω δεν επαρκούν
για να κατισχύσουν επί
του γεωπολιτικού πεδίου.
Η Mitellage έγινε
Mitellmächte, δηλαδή η
συμμαχία των Κεντρικών
Δυνάμεων που έχασε τον
Α’ παγκόσμιο πόλεμο, και
Achsenmächte, δηλαδή η
συμμαχία του δυνάμεων
του Άξονα, γύρω από τον
οποίο ο Μουσολίνι
πίστευε ότι θα
περιστρέφονταν οι
υπόλοιπες δυνάμεις
(Schmitz-Berning, 2007,
σ. 745).
Οι ίδιοι οι Γερμανοί
πολιτικοί και
ακαδημαϊκοί έχουν πάρει
πράγματι αποστάσεις από
την παραδοσιακή
προσέγγιση της ισχύος.
Βλέπουν το πολεμικό τους
παρελθόν ως μια ακραία
μορφή αυτής της δομής
της ισχύος, και έχουν
φύγει πια και από αυτήν
αλλά και από το πολεμικό
παρελθόν. (Speck, 2014).
Θα ήταν αφελές όμως, να
την ορίσουμε απλώς ως
μια «αντιδύναμη» [1] της
οποίας η δημοκρατική
συστολή καθοδηγεί ως
φωτοστέφανο τις πράξεις
της. «Η ισχύς σήμερα
απορρέει από
πολυποίκιλες πηγές οι
οποίες σε θεωρητικό
επίπεδο εξηγούνται από
τις ανάλογες σχολές των
διεθνών σχέσεων». (Hillebrand,
2019).
Πέρα από τις κλασικές
αναλύσεις ή
προσδιορισμούς του
φαινομένου της ισχύος,
από τον Μακιαβέλι ως τον
Morgentau, έχουν γίνει
κι άλλες συνεκτικές
προσπάθειες για μια πιο
σφαιρική ανάλυση. Από
αυτές τις προσπάθειες
διαλέγουμε ως μέσο
ανάλυσης την θεωρία της
δομικής δύναμης όπως την
τεκμηρίωσε η Susan
Strange (1987), κατ’
άλλους γνωστή ως η
μητέρα της Διεθνούς
Πολιτικής Οικονομίας. Η
δομική ισχύς εξηγεί
πολλά από αυτά που είναι
ή δεν είναι η Γερμανία,
παρότι γράφτηκε για άλλη
χώρα (ΗΠΑ) και για άλλη
περίσταση. Επιθέτει στην
ισχύ την έννοια της
δομικότητας και την
εικονογραφεί ως μια
πυραμίδα με τέσσερις
ισομερείς και ισάξιες
πλευρές: την ασφάλεια,
την οικονομία, την
δημιουργία πίστωσης, και
το επίπεδο των αξιών και
της γνώσης μιας χώρας.
Μπαίνοντας λοιπόν στην
ουσία του ερωτήματος
σχετικά με τις πηγές της
ισχύος της Γερμανίας, θα
πρέπει να κάνουμε
τέσσερις κομβικές
ερωτήσεις:
-Πόση ιδιοκτησία έχει η
Γερμανία στην
αντιμετώπιση των
εσωτερικών και
εξωτερικών κινδύνων που
την περιβάλλουν;
-Πως αποφασίζει η χώρα
για το τι παράγεται, από
ποιον, και με ποια μέσα;
-Πως επηρεάζει τις
πολιτικές του Ευρώ και
άρα την ισοτιμία του;
-Ποιες είναι οι αξίες
και η τεχνογνωσία της
και πως τις επικοινωνεί
στον κόσμο;
Οι απαντήσεις που θα
δοθούν σε αυτές τις
ερωτήσεις αποτελούν τις
κατά τη γνώμη μας
έγκυρες πηγές ισχύος της
Γερμανίας. Έγκυρες,
γιατί καμία από αυτές
δεν μπορεί μόνη της να
εξηγήσει το ίδιο το
φαινόμενο της ισχυρής
Γερμανίας. Όλες μαζί
όμως μπορούν, γιατί
συναποτελούν το μέγεθος
και το είδος της ισχύος,
και αυτός είναι ο
βασικός λόγος που
επιλέγουμε το αναλυτικό
αυτό εργαλείο. Ίσως
μάλιστα το ίδιο εργαλείο
να επιλέγουν και οι
ίδιοι οι Γερμανοί
πολιτικοί για να
δομήσουν την ισχύ του
κράτους τους στο διεθνές
στερέωμα (Κοτζιάς,
2011). Υπάρχει, τέλος,
ένας ακόμα λόγος για την
επιλογή μας, που θα
αποκαλυφθεί στην
συνέχεια.
Η ΔΟΜΗΣΗ ΤΗΣ ΑΣΦΑΛΕΙΑΣ
Ηττημένη, κατεστραμμένη,
έχοντας μόλις ξυπνήσει
από τον εφιάλτη της
ναζιστικής ταυτότητας, η
Γερμανία του 1945,
αντιμετώπιζε αληθινά
ζητήματα επιβίωσης. Στην
χώρα είχαν μείνει λίγα
πολιτικά «χαρτιά» και
στις εκλογές του 1949
τράβηξε μάλλον το
καλύτερο. Ο Konrad
Adenauer, επικεφαλής του
Χριστιανοδημοκρατικού
κόμματος τις κέρδισε με
μόλις 2,8 % διαφορά από
τους σοσιαλδημοκράτες. Η
πολιτική του Adenauer
ήταν η «westbindung»
δηλαδή η ενσωμάτωση στη
Δύση ή αλλιώς η απόλυτη
αφοσίωση της Δυτικής
Γερμανίας στον νέο «σερίφη»
του Δυτικού συνασπισμού,
τους Αμερικάνους (Kleuters,
2012). Ο γηραιός
καγκελάριος κατάφερε να
κρατήσει τις βιομηχανίες
στο έδαφος της Γερμανίας
και να εξομαλύνει τις
σχέσεις του με όλες τις
χώρες της Δύσης και
κυρίως την Γκολική
Γαλλία. Το 1951 υπέγραψε
στο Παρίσι την συνθήκη
για την ίδρυση της
Ευρωπαϊκής Κοινότητας
για τον Χάλυβα και τον
Άνθρακα, που ήταν ο
πρόδρομος της ΕΟΚ και
της ΕΕ και το 1955 έβαλε
την χώρα στο ΝΑΤΟ. Η
Γερμανία με την πολιτική
του westbindung δεν
αποτελούσε πια κίνδυνο
για την Δύση. Η κυρίαρχη
πολιτική τάση από τον
18ο αιώνα, η επιθυμία
της να ακολουθεί έναν
δικό της δρόμο στην
δόμηση της εσωτερικής
εξουσίας και της
εξωτερικής πολιτικής, η
πολιτική του Sonderweg,
όπως την είπαν, είχε
υποταχθεί σε μια
Δυτικόφερτη, Δυτικόφιλη,
και Δυτικότροπη
καγκελαρία. Κάπως έτσι
της αποδόθηκε ο όρος της
«εξημερωμένης δύναμης» (Katzestein,
1997).
Έχοντας μέχρι τις μέρες
μας αμερικανικό στρατό
και αμερικανική
αντιαεροπορική ομπρέλα
στο έδαφός της, η
Γερμανία επέλεξε να
γίνει «καταναλωτής
ασφάλειας» (Kundnani,
2011), δίνοντας τα
κλειδιά της άμυνάς της
στο ΝΑΤΟ, και ένα
κομμάτι εθνικής
κυριαρχίας. Η σημερινή
Γερμανία ακολουθεί πιστά
αυτή την πολιτική. Παρά
τις επίμονες οχλήσεις
της Γαλλίας για μια
κοινή ευρωπαϊκή αμυντική
πολιτική, έναν ευρωπαϊκό
στρατό, η καγκελαρία
επιμένει στην κυριαρχία
του ΝΑΤΟ στην Ευρώπη. (Bierling,
2006).
Από την άλλη, βέβαια
επιθυμεί να
περιστοιχίζεται από
χώρες φιλικές και
συμμάχους στο ΝΑΤΟ ή την
ΕΕ. Έτσι, πιστεύει ότι
λύνει τον βαθιά ριζωμένο
φόβο της περικύκλωσής
της. Το κάνει, όμως, με
τον τρόπο της. Παρά τις
«καουμπόικες» απαιτήσεις
του προέδρου Τραμπ να
αυξήσει τις στρατιωτικές
της δαπάνες, αλλά και
τις απαιτήσεις του ίδιου
του ΝΑΤΟ να συνεισφέρει
στρατιωτικά στην
επιθετική πολιτική στο
Ιράκ (2003), στην Λιβύη
(2011) και το Αφγανιστάν,
η Γερμανία αρνείται να
αυξήσει δραματικά τις
στρατιωτικές δαπάνες,
αρνείται την συμμετοχή
της σε επιθετικές
ενέργειες (Ιράκ και
Λιβύη) και υλοποιεί έργα
υποδομής στο βόρειο
Αφγανιστάν (Kundnani,
2011; Bierling, 2016).
Πολλοί ακαδημαϊκοί που
παρατήρησαν αυτή την
τάση της Γερμανίας προς
την εντονότερη
αποστρατικοποίηση, την
ενέταξαν σε μια
ενδιαφέρουσα θεωρία για
ένα σύγχρονο είδος
ισχύος σύμφωνα με το
οποίο η χώρα προς
εξέταση αντί να
στρατιωτικοποιεί τις
σχέσεις και τις διαφορές
της στο διεθνές πεδίο
ρίχνει όλο το βάρος της
στην διπλωματική
συνδιαλλαγή, τους
υπερεθνικούς οργανισμούς,
τα οικονομικά μέσα, και
στον εκπολιτισμό των
διαφορών μεταξύ των
κρατών και των λύσεων. Η
Γερμανία (μαζί με την
Ιαπωνία) ονομάστηκε
civilian power (Maull,
1990) ένας όρος που
παρουσιάζει μεγάλες
δυσκολίες τόσο στην
κατανόηση όσο και στην
μετάφραση στην ελληνική.
Πολλοί μεταφράζουν την
civilian power ως μια «μη
στρατιωτική δύναμη» ενώ
άλλοι δίνουν μια δυική
μορφή στην έννοια, από
τη μια των μέσων που
χρησιμοποιεί, πρόκειται
για μια μη στρατιωτική
δύναμη που διαδρά «με
οικονομικούς, καθαρά
χρηματικούς πολλές φορές,
και πολιτικούς όρους»,
και από την άλλη των
σκοπών που επιτελεί,
«την προώθηση δηλαδή των
δημοκρατικών αξιών στον
κόσμο» (Stavridis, 2001)
[2]. Πρόκειται κατά την
γνώμη μας για
προβληματικούς ως προς
την Γερμανία
προσδιορισμούς. Υπάρχουν
ισχυρές ενδείξεις ότι η
χώρα δεν αντιλαμβάνεται
ακριβώς έτσι το ζήτημα
της ασφάλειάς της.
Μπορεί για παράδειγμα, ο
κυβερνητικός συνασπισμός
(2018) να ενέγραψε στην
προγραμματική του
συμφωνία ότι η Γερμανία
θα σταματήσει τις
πωλήσεις στρατιωτικού
εξοπλισμού σε δυνάμεις
που εμπλέκονται στον
πόλεμο της Υεμένης, αλλά
τελικά σταμάτησε τις
εξαγωγές στην Σαουδική
Αραβία και όχι στην
Αίγυπτο και τα ΗΑΕ που
είχαν επίσης συμμετοχή
στον πόλεμο. Γενικότερα,
δε διστάζει να πουλήσει
εξοπλισμό και στους
δηλωμένους αντιπάλους
των παραπάνω χωρών, στο
Κατάρ, που μεταξύ άλλων
χρηματοδοτεί οργανώσεις
όπως οι Αδελφοί
Μουσουλμάνοι, και στην
καταρρέουσα δημοκρατία
της Τουρκίας της οποίας
αποτελεί και τον
Ευρωπαίο ψιθυριστή
(What’s behind, 2020).
Τέλος, ο πρώτος της
πελάτης στους
εξοπλισμούς είναι
περιέργως η Ουγγαρία,
χώρα με την οποία κατά
τα λοιπά έχει μεγάλες «ευρωπαϊκές»
διαφορές στο κομμάτι του
δημοκρατικού
σημαινόμενου.
Τώρα, βέβαια, τι σχέση
έχουν όλα αυτά με τον
μιλιταρισμό της
Γερμανίας; Μα αυτός
είναι τελικά ο τρόπος
της. Η χώρα αποφεύγει
ευλαβικά το να
στρατιωτικοποιηθεί η
ίδια, αλλά επιθυμεί να
έχει τέτοιες δυνατότητες
και γι’ αυτό επενδύει σε
εταιρείες που παράγουν
καινοτόμες τεχνολογίες
και όπλα που εξάγονται
κατά προτίμηση.
Ίσως μια ωραία λύση στη
μετάφραση και την
εννοιοποίηση του όρου
«civilian power» να μας
έρχεται από τον Όμηρο. «Απτόλεμος»
ήταν αυτός που δεν ήθελε
να πολεμήσει, και «άναλκις»
αυτός που δεν είχε την
δύναμη (άλκιν) να το
κάνει ( Il.2.201). Είναι
ο πόλεμος αυτό που δε
θέλει η Γερμανία, και
μάλιστα σε κρίσιμες για
την ελεύθερη διακίνηση
εμπορευμάτων περιοχές
και κυρίως θάλασσες, όχι
η στρατιωτικοποίηση την
οποία επιδιώκει ίσως και
ως μέσο διατήρησης της
ειρήνης. Η Γερμανία
είναι περισσότερο «απόλεμη»
ως δύναμη και πολύ
λιγότερο «αδύναμη».
Μπορεί να βρίσκεται κάτω
από την Γαλλία (7), την
Αγγλία (8), ακόμα και
την Ιταλία (12) στην
δέκατη τρίτη θέση ενός
από τους πιο χρήσιμους
δείκτες στρατιωτικής
δύναμης [3], όμως δεν
υπάρχει άνθρωπος στον
κόσμο που να πιστεύει
ότι αυτό δεν μπορεί να
αλλάξει εν μέσω μιας
μεγάλης κρίσης ασφάλειας,
σε σχετικά μικρό χρονικό
διάστημα.
Άλλοι προσπάθησαν να
εξηγήσουν την
συμπεριφορά της
Γερμανίας στο θέμα της
ασφάλειας ως μια
μετατόπιση από αυτό που
είναι η «μη πολεμική»
δύναμη σε αυτό που
ονομάζεται «κανονική
δύναμη», μια δύναμη
δηλαδή που μετά από
δεκαετίες
επιφυλακτικότητας και
αλτρουισμού άρχισε επί
Schröder να βλέπει και
τα δικά της γεωπολιτικά
συμφέροντα και να τα
επιδιώκει (Bulmer and
Paterson, 2010). Έτσι,
μπορεί, για παράδειγμα,
να εξηγηθούν τα Tornados
που έπληξαν την Σερβία
με εντολή του ΝΑΤΟ και
όχι του ΟΗΕ. Φαίνεται
πως άνοιξαν μια τεράστια
περιοχή στα οικονομικά
συμφέροντα και στην
διείσδυση της Γερμανίας.
Η άποψη αυτή πάντως
ελέγχεται, αν κοιτάξει
κανείς πιο επίμονα την
συμπεριφορά της χώρας. Η
κατά καιρούς ιεράρχηση
των συμφερόντων της
παράγει περισσότερη
αντικανονικότητα από όση
θα μπορούσε να στηρίξει
μια τέτοια θεωρία.
ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΟΙ ΔΡΩΝΤΕΣ
Σε αυτό που δε χωράει
αμφιβολία είναι ότι η
Γερμανία είναι μια
οικονομική υπερδύναμη
στον κόσμο. Είναι η
τέταρτη μεγαλύτερη
οικονομία στον κόσμο
παρότι μόλις δέκατη
ένατη σε πληθυσμό. Το
κατόρθωμα της χώρας ήταν
ότι από τις στάχτες του
πολέμου μπόρεσε να
αναπτυχθεί γρηγορότερα
ακόμα και από τις
νικήτριες δυνάμεις. Ο
γηραιός Adenauer κέρδισε
τέσσερις φορές τις
εκλογές. Την τρίτη με
50.3%. Αυτός, και ο
εσωκομματικός του
αντίπαλος, Ludwig
Erhard, ο Υπουργός
Οικονομικών, τον οποίο
ανακάλυψε η αμερικανική
διοίκηση [4],
οικοδόμησαν έναν
ιδιαίτερο καπιταλισμό με
κοινωνικό πρόσημο.
Επρόκειτο για τον
καπιταλισμό του Ρήνου,
όπως ονομάστηκε, που
οδήγησε ή και οδηγήθηκε
από ένα οικονομικό θαύμα
ή «Wirtschaftswunder»
(Henderson, 2008).
Την δεκαετία του 1990
όμως, καθώς ο πληθυσμός
άρχισε να μένει στάσιμος
ή να μειώνεται, και
πάντως να γερνάει, η
Γερμανία ήταν ήδη ο «ασθενής
της Ευρώπης». Το κόστος
της ενοποίησης είχε
ξεφύγει από κάθε
προϋπολογισμό, τα
προϊόντα της ήταν πια
ακριβά, κι εκτός από την
ανταγωνιστικότητα η χώρα
άρχισε να έχει πρόβλημα
ανεργίας και ελλειμμάτων.
Έλαχε σε έναν
σοσιαλδημοκράτη
καγκελάριο, τον Gerhard
Schröder να κλονίσει τον
καπιταλισμό του Ρήνου,
που είχαν φτιάξει ως επί
το πλείστον οι
Χριστανοδημοκράτες και
Χριστιανοκοινωνιστές
σύμμαχοί τους. Ο
Schröder ξεκίνησε
σοβαρές μεταρρυθμίσεις
με τον τίτλο Agenda
2010. Με μηδαμινές
αυξήσεις, περικοπές σε
φόρους και κοινωνικές
δαπάνες, με ελαστικότητα
στις εργασιακές σχέσεις,
περιόρισε το εργατικό
κόστος (Dustmann et al;
Hillebrand 2019). Την
ίδια στιγμή, βέβαια, το
γερμανικό κεφάλαιο,
ανυπόμονο για
περισσότερα κέρδη,
άρχισε να εξάγεται το
ίδιο σε τρίτες χώρες.
Εργοστάσια και εμπορικές
επιχειρήσεις στήθηκαν
παντού: στην Ρωσία, την
Ινδία, την Κίνα, την
Τουρκία, το Ιράν. Η
Γερμανία ήταν και πάλι
ανταγωνιστική και έτοιμη
για ένα ακόμα οικονομικό
θαύμα.
Ο Γερμανός καγκελάριος
Γκέρχαρντ Σρέντερ μιλά
σε ένα ειδικό συνέδριο
του Σοσιαλδημοκρατικού
Κόμματος SPD στο
Βερολίνο την 1η Ιουνίου
2003 για το λεγόμενο
πακέτο μεταρρυθμίσεων
της Ατζέντας 2010 που
είχε σχεδιαστεί για την
μείωση του κόστους
κοινωνικής πρόνοιας και
την τόνωση της στάσιμης
οικονομίας της Γερμανίας.
REUTERS / Kai
Pfaffenbach
Όμως η ατζέντα 2010
έκρυβε και μια ακόμα
σημαντική λεπτομέρεια.
Οι ιθύνοντες της
γερμανικής πολιτικής την
είχαν συνδέσει με τους
στόχους του Μάαστριχτ
και της ευρωπαϊκής
ενοποίησης. Δεν
επρόκειτο για μια
πειθήνια αντίδραση της
Γερμανίας απέναντι στο
ευρωπαϊκό εγχείρημα,
αλλά μάλλον για την
πολιτική που η ίδια η
Γερμανία είχε σχεδιάσει
για την Ευρώπη. Το
στοίχημα της ενωμένης
Ευρώπης πολύ συχνά
διαφημίζεται ότι
αποτελεί εγχείρημα
ένωσης των λαών της,
κάτι όμορφο να ακούει
κανείς και να στοχεύει
στην πράξη, το οποίο
όμως δεν ξεκίνησε έτσι.
Επρόκειτο πρωτίστως για
σχέδιο των οικονομικών
παραγόντων της Ευρώπης,
και ιδίως των μεγάλων
εταιρειών. Όπως με
διορατικότητα το έθεσε ο
CEO της ολλανδικής
Philips την δεκαετία του
1980, Wisse Decker, «Θα
έχουμε μια κοινή
ευρωπαϊκή αγορά … που θα
δώσει στην ευρωπαϊκή
βιομηχανία μια ευκαιρία
να οργανωθεί σε μια
αρκετά μεγάλη κλίμακα
για να ανταγωνιστεί τους
κύριους αντιπάλους της
στην Ιαπωνία και τις ΗΠΑ»
(Stone, 1989).
Οι γερμανικές
επιχειρήσεις χρειάζονται
την Ευρωπαϊκή Ένωση στην
οποία εξάγουν το
μεγαλύτερο μέρος των
εμπορευμάτων τους. Το
2017 η χώρα είχε
εμπορικό πλεόνασμα 183,7
δισ. δολάρια με τις 27
χώρες της ΕΕ επί συνόλου
285,3 δισ. δολαρίων με
όλο τον κόσμο. Το
μεγαλύτερο μέρος αυτού
του πλεονάσματος
προκύπτει από την
επίδοση εταιρειών όπως η
Allianz (23 δισ.) και η
Volkswagen (25 δισ.)
[5]. Αν θέλει λοιπόν να
κατανοήσει κάποιος με
ποια λογική έχει στηθεί
η παραγωγική δομή της
γερμανικής οικονομίας θα
μπορούσε με σχετική
ακρίβεια να απαντήσει:
πάνω στα κέρδη των
επιχειρήσεών της και
ιδιαίτερα των μεγάλων.
Αυτά είναι τα κέρδη που
φέρνουν απασχόληση,
κοινωνικό κράτος,
πολιτική δύναμη στην
Γερμανία, και τελευταίο
αλλά όχι λιγότερο
σημαντικό, γεμίζουν τα
συνταξιοδοτικά ταμεία.
Η χώρα είναι στημένη
λοιπόν όχι ως μη
πολεμική ή ως κανονική
δύναμη, αλλά πρώτα και
κύρια ως ένα κράτος
έμπορος (Rosecrance
1986; Germann 2015) και
μάλιστα ως ένας «εκπληκτικός
έμπορος» (extraordinary
trader) (Hager, 1980).
Μια περισσότερο πολιτική
περιγραφή αυτής της
ιδιοσυστασίας της
αποτελεί ο προσδιορισμός
της ισχύος της Γερμανίας
με τον όρο που επινόησε
ο Lutwac (1990) «γεωοικονομική
δύναμη» (Kundnani,
2011). Κι αν θέλει
κανείς να καταλάβει τι
είδους τα χαρακτηριστικά
αυτής της ισχύος μπορεί
να εργαστεί πάνω στην
ανάλυση του Szabo (2017)
που προσδιορίζει τα
πέντε κριτήρια για μια
γεωοικονομική δύναμη: α)
Το εθνικό συμφέρον
ορίζεται από
οικονομικούς όρους, β) Η
πολυμέρεια είναι ρευστή
και όχι συνεπής με αρχές
στην επιλογή εταίρων, γ)
Οι επιχειρήσεις ορίζουν
το εθνικό συμφέρον, δ) Η
δημοκρατία και τα
ανθρώπινα δικαιώματα
είναι δευτερεύουσες
αρχές για την διπλωματία,
ε) Η οικονομική δύναμη
στρέφεται προς την
κατεύθυνση της υποταγής
ασθενέστερων χωρών.
ΝΟΜΙΣΜΑΤΙΚΗ ΠΟΛΙΤΙΚΗ
Παράγοντας και εξάγοντας
στα χρόνια μετά τον
πόλεμο η Γερμανία
κατάφερε να δημιουργήσει
ένα τεράστιο κεφαλαιακό
απόθεμα, με μεγάλους
ρυθμούς ανάπτυξης και
εμπορικά πλεονάσματα
μέχρι περίπου την
πετρελαϊκή κρίση της
δεκαετίας του 1970 (Germann,
2015). Αν κάποιος θέλει
να εμβαθύνει περισσότερο
στις πηγές ισχύος της
Γερμανίας πρέπει να
ψάξει ακριβώς σε αυτή
την περίοδο.
Όταν η Αμερική και
ολόκληρος ο κόσμος
ταρακουνήθηκαν από την
κρίση, όταν καταργήθηκε
το σύστημα του Bretton
Woods από τον Nixon και
το δολάριο άρχισε
ραγδαία να χάνει την
αξία του, εκείνη την
ίδια στιγμή η Γερμανία
βρέθηκε με ένα
γιγαντιαίο απόθεμα ξένου
συναλλάγματος στην
κεντρική της τράπεζα, το
οποίο έπρεπε να
αποφασίσει τι θα κάνει.
Ιδέες κατατέθηκαν πολλές,
εθνικιστικές, αριστερές
ή δεξιές. Τελικά, αυτό
που αποφάσισε ο
σοσιαλδημοκράτης
καγκελάριος Schmidt ήταν
ότι «στη μονεταριστική
σφαίρα και μέσα από
πολυμερείς οργανισμούς
θα μπορούσε να προωθήσει
και την πολιτική ισχύ
της αλλά και τους
οικονομικούς στόχους της»
(Germann, 2015). Εκεί θα
πρέπει να αναζητηθεί η
γενεσιουργός αιτία της
Ευρωπαϊκής Νομισματικής
Ένωσης και του
μεταγενέστερου ευρώ.
Εντάσσοντας στη
μονεταριστική της λογική
τις περισσότερες χώρες
της ΕΕ η Γερμανία είχε
και έχει μόνο μια εντολή
να δώσει προς άπαντες,
και δε δίστασε να δώσει
αυτή την εντολή ακόμα
και στην Αμερική τη
δεκαετία του 70 [6]: «Κρατήστε
χαμηλό τον πληθωρισμό
σας» (Germann, 2015).
Για την ίδια την
Γερμανία η εντολή αυτή
είναι πιο ιερή και από
τις δέκα εντολές του
Μωυσή. Τον Ιούλιο του
1948, ο Erhard αποφάσισε
να εισαγάγει ένα
καινούριο μάρκο που θα
μείωνε την κυκλοφορία
του υπάρχοντος χρήματος
σε ποσοστό 93%. Την ίδια
ημέρα θα απελευθέρωνε
τις τιμές που ήταν
διατιμημένες. Ο
Αμερικανός διοικητής της
χώρας, στρατηγός Lucious
Clay, τον φώναξε στο
γραφείο του για να του
πει ότι οι οικονομικοί
του σύμβουλοί του τον
είχαν προειδοποιήσει ότι
επρόκειτο για μια
καταστροφική πολιτική. «Μην
τους ακούτε στρατηγέ μου»,
του απάντησε ο Erhard. «Και
οι δικοί μου σύμβουλοι
τα ίδια λένε»
(Henderson, 2008). Αυτή
ήταν η μέρα που άλλαξε η
Γερμανία. Ό,τι και να
λένε λοιπόν σήμερα οι
εξωτερικοί ή εσωτερικοί
τιμητές της σκληρής
νομισματικής πολιτικής
που συνδυάζεται με την
οικονομική ελευθερία,
πολύ απλά οι Γερμανοί
ιθύνοντες δε θα τους
ακούσουν. (Kluth, 2018).
Η φήμη της χώρας για την
σταθερότητα των τιμών
και των επιτοκίων
επιτεύχθηκε σε μια νύχτα
και από μια πόλη: την
Φρανκφούρτη πάνω στον
ποταμό Mein. Εκεί
εδράζεται η Κεντρική
Τράπεζα της Γερμανίας, η
Bundesbank. Υπήρχε
εμμονή των Γερμανών στο
να είναι η κεντρική τους
τράπεζα ανεξάρτητη από
τους πολιτικούς και τους
ψηφοφόρους και με
μοναδικό στόχο να τηρεί
στο έπακρο την εντολή
για χαμηλό πληθωρισμό. Η
ανεξαρτησία της
Κεντρικής Τράπεζας μπήκε
ως όρος απαράβατος και
ως πυλώνας της ΕΕ. Η
Γερμανία διεκδίκησε να
είναι η Φρανκφούρτη η
έδρα της Ευρωπαϊκής
Κεντρικής Τράπεζας, και
φυσικά το πέτυχε [7].
Η νομισματική αυτή
πολιτική, για την οποία
νότιοι Ευρωπαίοι και
νομπελίστες
οικονομολόγοι έχουν τόσα
να πουν, έχει όνομα.
Λέγεται φιλελευθερισμός
της τάξης ή καλύτερα «ordoliberal
economics». Οι Γερμανοί
και οι λιγοστές ακόμα
πλεονασματικές χώρες του
βορρά πιστεύουν
ακράδαντα ότι αυτός
είναι ο ενδεδειγμένος
δρόμος για την Ευρώπη (Dullien
and Guerot, 2012) και
όλοι οι υπόλοιποι
πιστεύουν ότι «την
πάτησαν» (Gasparotti and
Kullas, 2019).
Το Ευρώ είναι μεν το
δεύτερο παγκόσμιο
νόμισμα, κερδίζει έδαφος,
έχει παγκόσμια
αναγνώριση, αλλά η ισχύς
του επαυξάνει μόνο την
δύναμη του ηγέτη, δηλαδή
της Γερμανίας σε βάρος
των υπολοίπων. Αυτό
λειτουργεί περίπου ως
εξής: εντός της
Ευρωζώνης η Γερμανία
διατηρεί πλεονασματικά
εμπορικά ισοζύγια με τα
σημαντικότερα κράτη,
πλην Ολλανδίας και χωρών
υπεργολαβικών της
βιομηχανίας της. Στην
περίπτωση που οι
μειονεκτούσες χώρες
είχαν δυνατότητα
υποτίμησης του
νομίσματός τους, θα
ακολουθούσαν αυτή την
οδό ίσως για να
ισοσκελίσουν τα εμπορικά
τους ισοζύγια. Με το
Ευρώ δεν μπορούν, κι
έχουν δυο λύσεις μόνο. Η
πρώτη είναι να
δανειστούν για να
κρατήσουν το βιοτικό
τους επίπεδο σταθερό.
Αυτό είναι το νόημα της
κρίσης χρέους του νότου
και η σχέση του με τα
πλεονάσματα της
Γερμανίας. (Rosenthal,
2012) Η δεύτερη λύση
είναι να προβούν σε
εσωτερική υποτίμηση,
γεγονός που θα τις κάνει
ίσως πιο ανταγωνιστικές.
Όπως, όμως, έδειξε η
περίπτωση της κρίσης
χρέους της Ελλάδας, και
αυτή η εξέλιξη ευνοεί
την Γερμανία τελικά. Η
κρίση χρέους των άλλων
χωρών στέλνει τους
θεσμικούς επενδυτές στην
ασφάλεια των «bunds»
ακόμα και με αρνητικά
επιτόκια, εξοικονομώντας
δισεκατομμύρια στο
Γερμανικό δημόσιο.
Έπειτα, προβληματίζει
τις αγορές ως προς το
Ευρώ, ρίχνει την αξία
του έναντι του δολαρίου
και επιτρέπει στην
Γερμανία να πουλάει σε
τρίτες χώρες με μια
συναλλαγματική ισοτιμία
απολύτως δυσανάλογη των
εμπορικών της
πλεονασμάτων [8].
Η ΔΙΑΧΥΣΗ ΤΩΝ ΑΞΙΩΝ
Παρότι οι εχθροί και οι
φίλοι της Γερμανίας
αρέσκονται πολλές φορές
και με συναισθηματικές
κορόνες να επιτίθενται
στην γεωοικονομική ισχύ
της Γερμανίας, δεν είναι
λίγοι αυτοί που
παρατηρούν ότι οι
περισσότεροι δρώντες
ακολουθούν πρόθυμα τις
νόρμες που εκδίδει η
Γερμανία στην ΕΕ και τον
κόσμο (Harnisch, 2017).
Η άποψη του κόσμου για
την Γερμανία βρίσκεται
στον απόλυτο αντίποδα
της μεταπολεμικής της
φήμης. Για έκτη φορά και
τέταρτη συνεχόμενη, η
χώρα καταλαμβάνει την
πρώτη θέση του δείκτη
Anholt της Ipsos που
μετράει την παγκόσμια
φήμη των εθνικών
προσαγορεύσεων (brands).
Στον πυρήνα αυτής της
μέτρησης που αφορά
δείκτες όπως η
διακυβέρνηση, ο
τουρισμός, ο πολιτισμός,
η συμπεριφορά στους
πρόσφυγες κ.α. βρίσκεται
βέβαια το περίφημο «made
in Germany», μια
διαχρονική επιτυχία της
εξαγωγικής υπερδύναμης.
Ασφάλεια, ποιότητα,
τεχνολογία, είναι ό,τι
περιμένει κανείς από
οτιδήποτε αγοράζει με
αυτό το σήμα, έστω κι αν
τα περισσότερα πια
προϊόντα της Γερμανίας
είναι στην
πραγματικότητα «Designed
and packed in Germany»
(Young and Semmler,
2011).
Η Γερμανία επενδύει στο
όνομά της, αλλά κυρίως
στις υπερεθνικές δομές.
Είναι η τρίτη δύναμη σε
εισφορές στον ΟΗΕ, είναι
μέλος του G7 και του
G20, με ηγετική
συνεισφορά σε θέματα
όπως η κλιματική αλλαγή
(Hillebrand 2019).
Εξαιτίας της τεράστιας
οικονομικής συνεισφοράς
της, αλλά και της a
priori υποστήριξης των
στόχων και των σκοπών
κάθε υπερεθνικού
οργανισμού, η χώρα
υπερ-εκπροσωπείται στους
περισσότερους, με
ειδικούς, επιστήμονες
και υψηλόβαθμο
διοικητικό προσωπικό.
Παράλληλα, βρίσκεται
στις πρώτες θέσεις των
χωρών που παρέχουν
βοήθεια στον τρίτο κόσμο
[9].
Ο πρωθυπουργός της
Ιταλίας, Giuseppe Conte,
ο πρωθυπουργός της
Ιαπωνίας, Shinzo Abe, ο
πρόεδρος των ΗΠΑ,
Ντόναλντ Τραμπ, ο
πρόεδρος της Γαλλίας,
Εμμανουέλ Μακρόν, η
καγκελάριος της
Γερμανίας, Άνγκελα
Μέρκελ και ο
πρωθυπουργός του Καναδά,
Justin Trudeau, σε
σύνοδο εργασίας κατά την
διάρκεια της συνόδου
κορυφής της G7 στο
Μπιαρίτζ της Γαλλίας,
στις 26 Αυγούστου 2019.
REUTERS/Carlos Barria/Pool
Είναι σαφές ότι οι αξίες
που αποκόμισε η Γερμανία
από την καταστροφή του
πολέμου, αλλά και αυτές
που αποκόμισε στην
διάρκεια του «Wirtschaftswunder»,
αξίες όπως η ενσωμάτωση
των προσφύγων και η
ανεκτικότητα, καθοδηγούν
τις ενέργειες της χώρας
στο διεθνές στερέωμα,
λίγο πιο κάτω από τα
εθνικά της συμφέροντα.
Για τα εθνικά της
συμφέροντα, όπως τα
αναλύσαμε παραπάνω, για
τις δυσνόητες για τους
άλλους αξίες του «ορντολιμπεραλισμού»,
της «απολεμικότητας»,
και της γεωοικονομικής
ισχύος χρησιμοποιεί ως
περίβλημα την ήπια ισχύ
(soft power) και την
πολυμερή θεσμικότητα. Με
αυτούς τους δύο τρόπους
προσπαθεί να πείσει τους
πάντες για την ειλικρινή
της γνώμη ότι τα
συμφέροντά της είναι
στην πραγματικότητα
θαυμαστές παγκόσμιες
αξίες. Ο βασικός, όμως,
μοχλός διάχυσης αυτών
των «αξιών» είναι η
διστακτικότητα να δράσει,
να πολεμήσει, να γίνει
ταμείο για δάνεια
τελευταίας καταφυγής, ή
να μειώσει τα
πλεονάσματά της
αυξάνοντας την δική της
κατανάλωση προς όφελος
και των εταίρων της αλλά
και των ίδιων των
καταναλωτών, των πολιτών
της. Η Γερμανία είναι ο
«διστακτικός ηγεμόνας»
της Ευρώπης (Bulmer and
Paterson 2013). Η
καγκελάριός της, όχι
άδικα, έχει αποκομίσει
το προσωνύμιο, Mrs Nein,
και μένει να δούμε τα
επόμενα χρόνια αν η
πανδημία και η
αμοιβαιότητα του ταμείου
ανάκαμψης άλλαξε όλα τα
παραπάνω ή απλώς
αποτελεί μια στρατηγική
υποχώρηση της χώρας με
ημερομηνία λήξης.
Η ΠΑΓΙΔΑ ΤΟΥ ΠΟΛΥΒΙΟΥ
Ήρθε, όμως, η στιγμή να
αποκαλύψουμε τον δεύτερο
λόγο που προτιμήσαμε την
δομική ανάλυση της
ισχύος κατά Susan
Strange. Φτιαγμένη η
θεωρία για να ανακαλύψει
την πραγματική δύναμη
μιας χώρας αδυνατεί -κατά
την γνώμη μας- να
καταδείξει τους
κινδύνους που διαβρώνουν
αυτή την ισχύ ενόσω
βρίσκεται στο απόγειό
της, και την οδηγούν
προς μια πιθανή παρακμή.
Οι Γερμανοί είναι
σίγουρο πως διαβάζουν
αρχαία ελληνική ιστορία
και πως όλη τους η
συμπεριφορά κατατείνει
στο να αποφύγουν την
περίφημη «παγίδα του
Θουκυδίδη», όπως την
διατύπωσε ο Alisson
(2015). Προσπαθούν
δηλαδή να αποφύγουν την
συγκέντρωση σκληρής
παραδοσιακής δύναμης,
που θα τους βάλει στο
μικροσκόπιο και στο
στόχαστρο των άλλων
δυνάμεων.
Όμως, η αρχαία ελληνική
ιστοριογραφία δεν
τελειώνει στον Θουκυδίδη.
Προσπαθώντας η Γερμανία
να αποφύγει την παγίδα
του Θουκυδίδη ίσως έχει
πέσει στην εξίσου
θανατηφόρα «παγίδα του
Πολυβίου», του επόμενου
μεγάλου Έλληνα ιστορικού
ο οποίος ανέπτυξε σε
μεγαλύτερο βάθος τα
ζητήματα της δύναμης και
των πηγών της, σε σημείο
που να είναι μερικές
φορές, περισσότερο
διεθνολόγος παρά
ιστορικός. Ο Πολύβιος
διατύπωσε την άποψη πως
ένα κράτος παρακμάζει
όχι στην πολεμική του
φάση αλλά στην ειρήνη,
όταν οι πολιτικοί του
θεσμοί διαβρώνονται από
την φιλαργυρία και την
φιλαρχία των αρχουσών
τάξεών του και την
συνακόλουθη λαϊκιστική
έξαρση στις τάξεις του
λαού (Polyb. 6.57.5-6).
Γενικότερα, όταν η
δόμηση της εσωτερικής
εξουσίας, οι θεσμοί του
πολιτεύματος είναι
αναντίστοιχοι με τις
επιδιώξεις μιας δύναμης
(Polyb. 6.48.6-7). Η
τάση μιας μεγάλης πόλης
να επιδιώκει μόνο τον
πλούτο και τα εμπορικά
οφέλη, φέρνει τα
πολεμικά έθνη στα τείχη
της (Polyb. 4.45). Η
συνεχής αναζήτηση
προστάτη διαβρώνει την
ελευθερία της (Polyb.
6.49.4-6). Οι πλούσιοι
αστοί και οι
αριστοκράτες της αργά ή
γρήγορα γίνονται
συντηρητικοί, γενούν ένα
ή δύο παιδιά για να μη
χρειαστεί να σπαταλήσουν
την περιουσία τους, δεν
έχουν βούληση πια να
ρισκάρουν ούτε να
αμυνθούν σθεναρά για την
πόλη (Polyb. 36.17.5).
Άλλοτε ελεύθεροι και
έμπλεοι γνώσεων και
ικανοτήτων θα συρθούν
πότε εις αναζήτηση του
κέρδους και πότε
αιχμάλωτοι (όπως ο ίδιος
ο Πολύβιος) στις ξένες
πολιτείες που αργά ή
γρήγορα θα υπερκεράσουν
ή θα υποτάξουν την πόλη
τους.
Η αρχαία αυτή ανάλυση
διασταυρώνεται υπέροχα
στην περίπτωση της
σύγχρονης Γερμανίας με
την θεωρία του
κονστρουκτιβισμού, όπως
την ανέπτυξε ο Alexander
Wendt (1999), με το ποια
είναι η ταυτότητα δηλαδή
των δρώντων εντός της
χώρας και με το ποια
είναι τα συμφέροντά τους.
Θα ξεκινήσει κανείς από
τους ευγενείς, τους
πρίγκιπες, και τους
γαιοκτήμονες, τους «von»
και του «zu» της χώρας
που ακολούθησαν για
αιώνες πιστά την
αποστολή τους να
προασπίζουν την άμυνα
της χώρας [10], ακόμα
και υπό την ηγεσία του
Φύρερ. Ήταν μετά τον
Χίτλερ που η τάξη αυτή
απαρνήθηκε το
μιλιταριστικό της
καθήκον. Κράτησαν μαζί
με το πρόθεμα του
ονόματός τους τούς
τίτλους γης μαζί με τους
πύργους και τα γειτονικά
δάση και μπήκαν στο
μετοχικό κεφάλαιο των
εταιρειών (Kemezis,
1975). Ήταν αυτοί, ομού
με την αστική
μεγαλοεπιχειρηματική
τάξη που κουράστηκε από
τον πόλεμο και τον
απαρνήθηκε. Αυτοί
οδήγησαν τον γερμανικό
λαό στην απέχθεια ως
προς το οτιδήποτε έχει
να κάνει με απώλειες και
θύματα, με νίκες επί του
πεδίου και κυρίως ήττες,
προς την διϋποκειμενική
δηλαδή αλήθεια της «απολεμικότητας».
Αυτοί οδήγησαν την χώρα
τους, τέλος, στην
απόλυτη αφοσίωση στις
επιχειρηματικές
δραστηριότητες και τις
εταιρικές επιδιώξεις.
Δεν είναι, όμως, μόνοι
τους στο μετοχικό
κεφάλαιο και τα Δ.Σ. των
εταιριών αυτών. Σε
πολλές από αυτές
συμμετέχουν και τα ίδια
τα ομόσπονδα κράτη, τα
länders. Μπορεί οι
μεγάλες εταιρείες να
είχαν επιδιώξει την
κοινή αγορά και το κοινό
νόμισμα εξ αρχής αλλά
στα συμφέροντα των
μετόχων αυτών, της
Βαυαρίας πρωτίστως,
κρύβεται ίσως η γενική
δυσκαμψία της χώρας προς
οποιονδήποτε άλλον
ευρωπαϊκό δρόμο, καθώς
τα συμφέροντα μιας
μικρής κρατικής
οντότητας στην Ευρώπη
ποτέ δεν ήταν και ποτέ
ίσως δε θα είναι
ταυτόσημα με ένα
γενικότερο ευρωπαϊκό
συμφέρον. Πιο ειδικά,
όταν οι μεγάλοι
οικονομικοί παίκτες
καρπώνονται τα οφέλη της
κοινής αγοράς αλλά τα
κέρδη τους διαχέονται
στενά τοπικά και εντός
ενός μόνο κράτους, τότε
στην κοινή αυτή αγορά,
αργά ή γρήγορα θα
ξεκινήσουν oi
φυγόκεντρες δυνάμεις,
και οι παίκτες αυτοί θα
χάσουν μερίδια και τον
αρχικό στόχο της
παγκόσμιας εμβέλειας.
Στον αγώνα τους να
ξεπεράσουν όχι την αιτία
του προβλήματος αλλά το
ίδιο το πρόβλημα, οι
μεγάλοι αυτοί παίκτες θα
προσπαθήσουν απλώς να
αυξήσουν το περιθώριο
κέρδους στήνοντας την
παραγωγική τους δομή σε
τρίτες χώρες με χαμηλό
εργατικό κόστος και
αποστερώντας το όραμα
μιας καλύτερης ζωής από
τους ίδιους τους πολίτες
τους κράτους τους.
Σύντομα οι πολίτες θα
καταφύγουν σε
λαϊκιστικές λύσεις και
οι ανάδοχες της
παραγωγής χώρες θα
γίνουν επιθετικοί
ανταγωνιστές όσο η γνώση
και η τεχνογνωσία
διαχέεται προς αυτούς.
Μια από αυτές της χώρες,
η Κίνα, ήδη ξεπέρασε την
Γερμανία σε εμπορική
δύναμη και τεχνολογίες.
Ακολουθεί η Ινδία. Και
στο επόμενο βήμα οι
εταιρείες, για να
κρατηθούν, θα χρειαστούν
κεφαλαιακή ενίσχυση από
κάθε εξωτική πηγή, όσο
αντίθετη κι αν είναι
στις αξίες και τα
ιδανικά της χώρας αυτής.
Στο στάδιο αυτό έχουν
ήδη φτάσει οι Γερμανικοί
κολοσσοί και πριν αλλά
κυρίως μετά το σκάνδαλο
Volkswagen με τους
ψευδείς ρύπους στους
πετρελαιοκινητήρες των
αυτοκινήτων της. Το
Κατάρ και άλλοι μη
δημοκρατικοί παίκτες με
μεγάλη ρευστότητα ήδη
αποφασίζουν ως μέλη του
δ.σ. των σημαντικότερων
εταιρειών μαζί με τους
μεγαλοαστούς, τους «von»
και τα «länders» για την
κατεύθυνση των εταιρειών
και σε κάποιο βαθμό και
της Ευρώπης. Πρόκειται
για μια «καβαφική
ατμόσφαιρα».
Τι μένει λοιπόν στην
Γερμανία για να
αντισταθεί στις αιώνιες
δυνάμεις της εντροπίας,
όπως τις περιέγραψε ο
Πολύβιος; Ίσως μόνο ο
πιο σύγχρονος από τους
εσωτερικούς θεσμούς της:
η καγκελαρία. Ο θεσμός
που λόγω και της
αξιοθαύμαστης
σταθερότητάς του (μόλις
8 Καγκελάριοι σε 71
χρόνια) παράγει όλη την
αντικανονικότητα, την
αλληλεγγύη, και την
ευρωπαϊκότητα σε
κρίσιμες και μη στιγμές.
Μιλάμε δηλαδή για την
παράδοση Adenauer που
προσπαθεί να συγκεράσει
τα συμφέροντα της
Ευρώπης με αυτά των
länders (στα οποία
συντάσσεται το
Συνταγματικό Δικαστήριο),
λέγοντας πολλά «nein»
και στους μεν και στους
δε, όπως έχει δείξει η
περιβόητη αντιπαλότητα
Adenauer - Erhard, αλλά
και Merkel - Schauble.
Συμπερασματικά θα λέγαμε
ότι η άποψη της ίδιας
της Γερμανίας ότι
πρόκειται για μια «but
we are doing so well
power» είναι μάλλον
λανθασμένη. Η Γερμανία
είναι μια «παγιδευμένη
δύναμη» (trapped power),
και μάλιστα μια δύναμη
που πέφτει για δεύτερη
φορά στην ίδια εκείνη
παγίδα του αρχαίου
ιστορικού, του Πολυβίου.
Η πρώτη ήταν όταν
προσπάθησε στρατιωτικά
να κυριαρχήσει στην
Ευρώπη χωρίς όμως να
έχει τις αναγκαίες πηγές
ισχύος στο εσωτερικό της,
δηλαδή το κατάλληλο
πολιτειακό σύστημα για
να το πράξει (για τον
Πολύβιο έτσι έπεσε η
Σπάρτη). Έτσι και σήμερα,
πάλι φαίνεται ότι η
εσωτερική διάταξη του
πολιτικού και
οικονομικού συστήματος
παράγει περισσότερη
εντροπία για την ίδια
και για την Ευρώπη.
Εντροπία που είναι ορατή
όχι μόνο στους αναλυτές
των διεθνών σχέσεων,
αλλά και στους ίδιους
τους πολίτες της
Γερμανίας και της
Ευρώπης.
ΠΑΡΑΠΟΜΠΕΣ:
*Το δοκίμιο αυτό έχει
δημοσιευθεί στο τεύχος
αριθ. 7ο (Ιούνιος -
Ιούλιος 2021) του
Foreign Affairs The
Hellenic Edition.
[1] Όρος του Woodrow
Wilson (Holsti, 1964)
[2] Στο άρθρα του
Stavridis (2001a, 2001b,
2001c) ως civilian power
προσδιορίζεται εν τω
συνόλω της η Ε.Ε.
[3] 2020 Military
Strength Ranking.
Ανακτήθηκε από https://www.globalfirepower.com/countries-listing.asp
[4] Αποχαρακτηρισμένη
αναφορά της CIA
(28/05/1959). Ανακτήθηκε
από https://www.cia.gov/library/readingroom/docs/ERHART,%20LUDWIG%20VOL.%202...
[5] Σε παρένθεση η θέση
των μεγαλύτερων αυτών
εταιρειών της Γερμανίας
στο παγκόσμιο πίνακα που
κατήρτισε ο Forbes για
το 2019, δείγμα ότι τόσο
οι γερμανικές όσο και οι
υπόλοιπες ευρωπαϊκές
επιχειρήσεις υποχωρούν
στην παγκόσμια αγορά.
[6]… που κατέληξε βέβαια
στο Volcker Shock του
1981-2
[7] Βλ. το κείμενο της
Συνθήκης του Άμστερνταμ: https://eur-lex.europa.eu/legal-content/EN/TXT/?uri=celex%3A11997D%2FTXT
[8] Όσο και αν είναι
ενδιαφέρον να
παρακολουθήσει κανείς
την επίμονη
επιχειρηματολογία των
ίδιων των Γερμανών (πολιτικών
και οικονομολόγων) περί
της μη ευθύνης του
Γερμανικού κράτους για
ένα ζήτημα της ελεύθερης
οικονομίας ή ευθύνης
άλλων κρατών (βλ. Young
and Semmler, 2011), τόσο
ατελέσφορο είναι καθώς
σκοντάφτει στην ίδια την
λογική της λειτουργίας
της πολιτικής αλλά και
στις πλέον επίσημες
οικονομικές αναλύσεις (βλ.
IMF's Lagarde says,
2018)
[9] Βλ. Global
Humanitarian Assistance
Report 2019. Ανάκτηση
από https://reliefweb.int/sites/reliefweb.int/files/resources/GHA%20report%2...
[10] Την εντολή αυτή
είχαν από τους Γενικούς
Νόμους των Πρωσικών
Κρατών του 1792.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ:
-Allison, G. (2015), The
Thucydides Trap: Are the
U.S. and China Headed
for War? Atlantic
(24/09/2015)
-Bierling, St. (2006),
No more “Sonderweg”:
German Foreign Policy
under Chanchellor
Merkel, https://www.kas.de/c/document_library/get_file?uuid=31468d3b-dbf9-9c17-7... (accessed
December 2020)
-Bulmer, S. & Paterson,
W., (2010). Germany and
the European Union: from
‘tamed power’ to
normalized power?.
International Affairs.
86. 1051 - 1073.
10.1111/j.1468-2346.2010.00928.x.
-Bulmer, S. & Paterson
W. (2013) Germany as the
EU's reluctant hegemon?
Of economic strength and
political constraints,
Journal of European
Public Policy, 20:10,
1387-1405
-Gasparotti, A & Kullas,
M. (2019). CepStudy 20
Years of the Euro:
Winners and Losers. An
Empirical Study.
-Dullien, S. & Guérot,
U. (2012). The Long
Shadow of Ordoliberalism:
Germany's Approach to
the Euro Crisis.
European Council on
Foreign Relations, ECFR/49.
-Dustmann, C. &
Fitzenberger B. &
Schönberg, U. & Spitz-Oener,
A. (2013) From the `Sick
Man of Europe’ to the
`Economic Superstar’:
Germany’s Rise from the
Ashes June 2013 Draft
paper prepared for the
Journal of Economic
Perspectives
-Germann, J. (2014).
German "Grand Strategy"
and the Rise of
Neoliberalism.
International Studies
Quarterly, 58(4),
706-716.
-Hager, W. “Germany as
an extraordinary
trader”, in Wilfred Kohl
and Giorgio Basevi, eds,
West Germany: a European
and global power
(Lexington, MA:
Lexington Books, 1980),
pp. 3–43.
-Harnisch, S., (2017)
The myth of German
hegemony: assessing
international leadership
roles of the Merkel
governments. Ανακτήθηκε
από https://www.uni-heidelberg.de/md/politik/harnisch/person/publikationen/h... (Τελευταία
πρόσβαση 10/12/2020)
-Henderson, D. R.
(2008). “German Economic
Miracle.” The Concise
Encyclopedia of
Economics. Ανακτήθηκε
από: http://www.econlib.org/library/Enc/GermanEconomicMiracle.html (Τελευταία
πρόσβαση: 01/12/2020)
-Holsti, K.J. (1964).
The Concept of Power in
the Study of
International Relations,
Background , Feb., 1964,
Vol. 7, No. 4 (Feb.,
1964), pp. 179-180).
-Katzenstein, P. (Ed.).
(1997). Tamed Power:
Germany in Europe.
Ithaca; London: Cornell
University Press.
-Kleuters, J. (2012).
Reunification in West
German Party Politics
from Westbindung to
Ostpolitik. New
Perspectives in German
Political Studies.
Palgrave Macmillan,
London.
-Kundnani, H. (2011).
Germany as a
Geo-economic Power, The
Washington Quarterly,
34:3, 31-45,
-Luttwak, Ed. N. (1999).
“Theory and Practice of
Geo-Economics", from
Turbo-Capitalism:
Winners and Losers in
the Global Economy. New
York: HarperCollins
Publishers.
-Maull, H. W. “Germany
and Japan: The New
Civilian Powers.”
Foreign Affairs, vol.
69, no. 5, 1990, pp.
91–106.
-Polybius, Historiae.
-Rosecrance, R.N.
(1986). The rise of the
trading state: commerce
and conquest in the
modern world. New York,
Basic Books.
-Rosenthal, J, (2012)
Germany and the Euro
Crisis: Is the
Powerhouse Really So
Pure? World Affairs,
Vol. 175, No. 1
(MAY/JUNE 2012), pp.
53-61
-Schmitz-Berning, C.
(2007). Vokabular des
Nationalsozialismus.
Berlin: De Gruyter.
-Speck U. (2014).
Foundations of German
Power, March 14, 2014
-Stavridis, S. (2001)
Failing to Act like a
“Civilian Power”: The
European Union’s Policy
towards Cyprus and
Turkey (1974-2000).
Studia Diplomatica,
54(3), 75-102,
-Stone, N., (2009) The
Globalization of Europe:
An Interview with Wisse
Dekker, Harvard Business
Review Magazine, May –
June 1989)
-Strange, S. The
Persistent Myth of Lost
Hegemony, International
Organization, Vol. 41,
No. 4, 1987, pp. 551-574
Young, B. & Semmler, W.
(2011). The European
Sovereign Debt Crisis:
Is Germany to Blame?.
German Politics &
Society. 29. 1-24.
10.3167s
-Wendt, A. (1999) Social
Theory of International
Politics, Cambridge:
Cambridge University
Press