Μπορεί οι ελληνικές τράπεζες να έχουν επιτύχει
μεγάλη μείωση των κόκκινων δανείων, όμως
εξακολουθούν να απέχουν σημαντικά από τον
ευρωπαϊκό μέσο όρο σε ό,τι αφορά την
αποδοτικότητά τους. Από τα στοιχεία της
Ευρωπαϊκής Αρχής Τραπεζών (European Banking
Authority – ΕΒΑ) προκύπτει ότι ο κλάδος πρέπει
να διανύσει μεγάλη απόσταση ακόμα προκειμένου να
φέρει την κερδοφορία του σε μία ισχυρή βάση,
αφού η εξυγίανση των ισολογισμών συνεχίζει να
συσσωρεύει ζημιές.
Όπως γράφει το Money
Review, προαπαιτούμενο
για την επιστροφή του
ελληνικού τραπεζικού
συστήματος σε σταθερή
κερδοφορία είναι η
πλήρης εξυγίανση των
ισολογισμών και η
επέκταση σε υγιείς
χρηματοδοτήσεις. Η
προοπτική αυτή θα
επιτρέψει τη μεταστροφή
προς την κερδοφορία και
την αποκατάσταση σε
θετικό έδαφος του δείκτη
απόδοσης κεφαλαίων (ROE)
που είναι αρνητικός, την
ώρα που στις υπόλοιπες
ευρωπαϊκές τράπεζες
είναι θετικός. Να
σημειωθεί ότι οι
ελληνικές τράπεζες
στοχεύουν σε θετικό
δείκτη ROE από το 2022 –
2023 και μετά και ήδη η
Eurobank έχει
ανακοινώσει την πρόθεσή
της να ανοίξει τη
συζήτηση με τις
εποπτικές αρχές για τη
διανομή μερίσματος από
την επόμενη οικονομική
χρήση.
Η κερδοφορία θα πρέπει
να στηριχθεί στη
διεύρυνση των πηγών
εσόδων, πλην δηλαδή των
χρηματοοικονομικών
κερδών που σύμφωνα με τα
στοιχεία της ΕΒΑ
συνεισέφεραν το 16% των
εσόδων των ελληνικών
τραπεζών, έναντι 8%
μέσου όρου στην Ευρωζώνη,
αλλά και των εσόδων από
τόκους.
Επαρκή, αλλά χαμηλότερα
από ό,τι στην Ευρώπη τα
κεφάλαια
Ο συνολικός δείκτης
κεφαλαιακής επάρκειας
των ελληνικών τραπεζών
μπορεί να κινείται
υψηλότερα από τις
απαιτήσεις των εποπτικών
αρχών, στο 15%, όμως
είναι ο χαμηλότερος στην
Ευρωζώνη, όπου ο μέσος
όρος κινείται κοντά στο
20%.
Ο βασικός δείκτης
κεφαλαιακής επάρκειας
CET1 διαμορφώνεται στο
13,5%, που αποτελεί
επίσης τη χαμηλότερη
επίδοση, καθώς στη
συντριπτική τους
πλειονότητα τα τραπεζικά
συστήματα στην Ευρωζώνη
διαθέτουν δείκτη μεταξύ
25% και 15%. Στην
τελευταία θέση της
κατάταξης φέρνει το
ελληνικό τραπεζικό
σύστημα η πλήρης
προσαρμογή στο IFRS9, με
τον αντίστοιχο δείκτη να
διαμορφώνεται οριακά
πάνω από το 11%, όταν η
συντριπτική πλειονότητα
των ευρωπαϊκών τραπεζών
κινείται πάνω από το
15%.
Τα κόκκινα δάνεια
Τα μη εξυπηρετούμενα
δάνεια διαμορφώθηκαν στο
15% του συνόλου στα τέλη
του α΄ εξαμήνου, παρά τη
γενναία προσαρμογή που
έχει γίνει μέχρι σήμερα,
αλλά και τον σχεδιασμό
των ελληνικών τραπεζών
για μονοψήφιο ποσοστό
κόκκινων δανείων έως τις
αρχές του 2022. Η
διαφορά με την Ευρωζώνη
είναι συντριπτική, καθώς
η πλειονότητα των
τραπεζών κινείται
σταθερά κάτω από το 5%.
Σύμφωνα με τα στοιχεία
της ΕΒΑ, ο συνολικός
δείκτης NPL στην
Ευρωζώνη διαμορφώθηκε
στο τέλος του β΄
τριμήνου στο 2,3%, με
πτωτική μάλιστα τάση,
παρά τα γενικευμένα
μορατόρια που
εφαρμόστηκαν από όλες
τις ευρωπαϊκές τράπεζες
προκειμένου να
αναχαιτίσουν τις
επιπτώσεις της κρίσης
που προκάλεσε η πανδημία.
Τα υψηλά επίπεδα
κόκκινων δανείων,
υποχρεώνει τις ελληνικές
τράπεζες σε αυξημένες
προβλέψεις και για αυτό
σύμφωνα με τα στοιχεία
της ΕΒΑ , το κόστος
κινδύνου των ελληνικών
τραπεζών βρίσκεται – με
διαφορά – στα υψηλότερα
επίπεδα σε σχέση με τις
ευρωπαϊκές και
συγκεκριμένα στο 6,5%
έναντι 1,2% που είναι η
Ρουμανία, η δεύτερη χώρα
στην ευρωζώνη με τη
χειρότερη επίδοση.
Σύμφωνα με τα ίδια
στοιχεία, το ύψος των
δανείων που παραμένουν
σε αναστολή στη χώρα μας
περιορίστηκε την ίδια
περίοδο στο 1,4 δισ.
ευρώ από 22,2 δισ. ευρώ
τον Σεπτέμβριο του 2020
και οι εκτιμήσεις των
ελληνικών τραπεζών
περιορίζουν την επίπτωση
της κρίσης κάτω από τα
3 δισ. ευρώ.
Η εκτίμηση αυτή σε
συνδυασμό με το
ικανοποιητικό ύψος
προβλέψεων που έχουν «χτίσει»
οι ελληνικές τράπεζες (δείκτης
κάλυψης 47%, κοντά στον
μέσο όρο της Ευρωζώνης)
δημιουργεί ασφάλεια για
την απορρόφηση των
κραδασμών, χωρίς ωστόσο
να αφήνει περιθώρια για
εφησυχασμό. Ο δείκτης
ρυθμίσεων διαμορφώνεται
στη χώρα μας στο 13%, με
διαφορά από τον μέσο όρο
της Ευρωζώνης που
βρίσκεται στο 2%, εικόνα
που απαιτεί εγρήγορση
για την αποφυγή μιας
νέας γενιάς κόκκινων
δανείων όταν τα μέτρα
στήριξης της οικονομίας,
όπως η επιδότηση των
δόσεων των δανείων μέσα
από το πρόγραμμα «Γέφυρα
1 και 2» θα λήξουν.