Όπως
αναφέρει η Ελ.
Κούρτακη
στο capital.gr,
πιοο
αναλυτικά, η αμερικάνικη
τράπεζα εκτιμά πως το
πρόσφατο ράλι στα
ομόλογα της περιφέρειας
της ευρωζώνης οδηγήθηκε
από το κυνήγι των
επενδυτών για αποδόσεις,
ωστόσο στο επόμενο
διάστημα υπάρχει
κίνδυνος ρευστοποιήσεων
των long θέσεων έως τα
τέλη του έτους, ειδικά
λόγω και της σοβαρής
έξαρσης της πανδημίας. Αυτές
οι πιέσεις θα
αντισταθμιστούν εν μέρει
από τις υποστηρικτικές
συνθήκες που υπάρχουν
στην αγορά και εκτιμά
πως σύντομα τα ελληνικά
ομόλογα θα "πιάσουν" τα
ιταλικά τα οποία το
τελευταίο διάστημα έχουν
υπεραποδώσει, ενώ στη
συνέχεια οι ελληνικοί
τίτλοι θα
διαπραγματεύονται σε
φθηνότερα επίπεδα από
τους ιταλικούς καθώς οι
πολιτικοί κίνδυνοι στην
Ιταλία ενδεχομένως να
επιτρέψουν.
Συγκεκριμένα εκτιμά πως
το 2021 η απόδοση στα
ελληνικά 10ετή ομόλογα
θα διαμορφωθεί στο 1,15%
ενώ του αντίστοιχου
ιταλικού τίτλου θα
διαμορφωθεί στο 1,23%,
το 2022 θα βρεθούν στο
1,33% και 1,40
αντίστοιχα, το 2023 στο
1,42% και 1,50 και το
2024 στο 1,54% και 1,61%
αντίστοιχα.
Παράλληλα η Citi
επισημαίνει πως η S&P
ανακοινώνει σήμερα την
αξιολόγησή της για την
Ελλάδα και για την
Ιταλία (καθώς και για το Ηνωμένο
Βασίλειο). Σύμφωνα με το
βασικό σενάριο της
αμερικάνικης τράπεζας
δεν θα υπάρξει καμία
αλλαγή στα ratings των
δύο χωρών, ωστόσο ο
κύριος κίνδυνος αφορά
την Ιταλία καθώς έχει
αρνητικές προοπτικές από
τον οίκο από τον
Οκτώβριο του 2018. Λόγω
του αντίκτυπου της
πανδημίας στο χρέος της
γειτονικής χώρας, η S&P
μπορεί να αποφασίσει να
υποβαθμίσει το rating
της, όπως σημειώνει η
Citi.
Σε ό,τι αφορά την πορεία
της ελληνικής οικονομίας,
η Citi επαναλαμβάνει πως
αναμένει βαθιά ύφεση
φέτος παρά τα σχετικά
χαμηλά επίπεδα
κρουσμάτων στη χώρα. Το
αυστηρό lockdown και η
κατάρρευση των διεθνών
τουριστικών ροών
προκάλεσαν μία βίαια
συρρίκνωση του ελληνικού
ΑΕΠ στο α’ εξάμηνο και η
Citi εκτιμά πως το
ριμπάουντ της οικονομίας
στο τρέχον β’ εξάμηνο θα
είναι πιο αδύναμο από
ό,τι σε άλλες χώρες της
ευρωζώνης, λόγω του
μεγάλου βάρους του
τουρισμού στο ΑΕΠ.
Έτσι, συνεχίζει να
εκτιμά πως το ελληνικό
ΑΕΠ θα συρρικνωθεί κατά
9% φέτος, ενώ το 2021 θα
ενισχυθεί κατά 3,9%,
σημειώνοντας πως οι
προβλέψεις της είναι
ελαφρώς πιο απαισιόδοξες
από τον μέσο όρο της
αγοράς όπου η ύφεση το
2020 τοποθετείται στο
7,9% και η ανάπτυξη το
2021 στο 5,2%. Για το
2022 εκτιμά πως το
ελληνικό ΑΕΠ θα κινηθεί
στο +3,1% ενώ τη διετία
2023-2024 στο +2,3%.
Η υψηλή εξάρτηση της
Ελλάδας από τον τουρισμό,
που αντιπροσωπεύει
περίπου το 20% του ΑΕΠ,
υποδηλώνει ότι οι πιο
αρνητικές επιπτώσεις του
σοκ του COVID έχουν
γίνει αισθητές το
καλοκαίρι. Η Ελλάδα
εμφανίζει μεγάλο
εμπορικό πλεόνασμα στις
ταξιδιωτικές υπηρεσίες,
το μεγαλύτερο μεταξύ των
συνηθισμένων προορισμών
διακοπών της Ευρωζώνης
(8,2% του ΑΕΠ το 2019).
Με τις διεθνείς
τουριστικές ροές να
αναμένεται να
παραμείνουν
συγκρατημένες για κάποιο
χρονικό διάστημα, η Citi
αναμένει ότι η Ελλάδα θα
βιώσει μια μακρύτερη
περίοδο χαμηλότερης από
την κανονική
δραστηριότητα, πιθανώς
μέχρι το τέλος του έτους
και έως το 2021.
Πάντως η Citi εκτιμά ότι
η δημοσιονομική
υποστήριξη θα παραμείνει
άφθονη, παρά το υψηλό
δημόσιο χρέος. Η Ελλάδα
(μαζί με άλλες μικρές
ευρωπαϊκές χώρες της
περιφέρειας) θα είναι
ένας από τους
μεγαλύτερους "νικητές"
του Ταμείου Ανάκαμψης
της ΕΕ, όπως
επαναλαμβάνει, καθώς η
ικανότητα απορρόφησης
αυτών των τεράστιων
πόρων είναι κάπως
καλύτερη στην Ελλάδα (σε
σύγκριση με την Ιταλία ή
την Ισπανία, για
παράδειγμα) επειδή i) η
Ελλάδα έχει δείξει
υψηλότερα ποσοστά
απορρόφησης κεφαλαίων
της ΕΕ τα τελευταία
χρόνια, εν μέσω
προσπαθειών για ανάκαμψη
της οικονομίας μετά την
κρίση και (ii) τα
μικρότερα απόλυτα ποσά
είναι ευκολότερα στην
κατανομή / εκταμίευση.
Αναμένει ότι αυτοί οι
πόροι θα βοηθήσουν στην
αύξηση του ΑΕΠ
μεσοπρόθεσμα
(2022-2024). Επίσης
σημειώνει ότι το γεγονός
ότι Νέα Δημοκρατία έχει
το τιμόνι της
διακυβέρνησης της χώρας
πλέον, συνεπάγεται ότι
οι πολιτικοί κίνδυνοι
έχουν μειωθεί σημαντικά
σε σχέση με μόλις πριν
από λίγα χρόνια και οι
σχέσεις της Ελλάδας με
την Ευρώπη βρίσκονται
τώρα σε πολύ ισχυρότερη
βάση. Αυτό είναι πιθανό
να επιτρέψει σημαντική
δημοσιονομική ευελιξία
στην Ελλάδα εν μέσω της
κρίσης COVID-19, παρά το
γεγονός ότι ο λόγος
χρέους προς ΑΕΠ
παραμένει κοντά στο 180%
και αναμένεται να
κινηθεί άνω του 200% από
φέτος έως και το 2023.
Πηγή: Ελ. Κούρτακη –
capital.gr
|