Αίσθηση προκάλεσαν οι πρώτες αποκαλύψεις των
FinCEn Files για τη διακίνηση βρώμικου χρήματος
μέσω των μεγαλύτερων τραπεζικών ιδρυμάτων- και
έπεται συνέχεια. Πως ακριβώς λειτουργεί αυτή η
έρευνα;
Το 2019 διοχετεύονται στην
αμερικανική πλατφόρμα
BuzzFeed, που θεωρείται
πλέον από τις
μεγαλύτερες εταιρίες
media στον κόσμο, ένας τεράστιος
όγκος πληροφοριών για
απόρρητες
χρηματοπιστωτικές
συναλλαγές. Αμέσως η
BuzzFeed ενημερώνει το
ICIJ, ένα διεθνές δίκτυο
ερευνητικών
δημοσιογράφων. Τους
τελευταίους 18 μήνες 400
δημοσιογράφοι από 88
χώρες αξιολογούν όλα τα
στοιχεία που έχουν
διαρρεύσει. Συνομιλούν
με θύματα, αλλά και με
ανακριτές, ερευνούν σε
αρχεία, αποκτούν
πρόσβαση σε υπηρεσιακά
έγγραφα. Τα συμπεράσματά
τους δημοσιεύονται τώρα,
σε μία προσπάθεια να
γίνουν κατανοητές στο
ευρύ κοινό οι διαδρομές
του χρήματος. Πρόκειται
για ποσά συνολικού ύψους
σχεδόν δύο
τρισεκατομμυρίων
δολαρίων.
Τα στοιχεία διέρρευσαν
αρχικά από το
αμερικανικό υπουργείο
Οικονομικών και
περιλαμβάνουν τα
αποκαλούμενα Suspicious
Activity Reports (SARs),
δηλαδή αναφορές για «ύποπτες
δραστηριότητες» που οι
ίδιες οι τράπεζες
συντάσσουν και είναι
υποχρεωμένες να
καταθέσουν στο
αμερικανικό υπουργείο
Οικονομικών και στην
αρμόδια αρχή FinCEN
(Financial Crimes
Enforcement Network).
Είναι τα πιο αναλυτικά
έγγραφα που έχουν
διαρρεύσει ποτέ από το
αμερικανικό υπουργείο
Οικονομικών και βρίθουν
τεχνικών όρων. Αφορούν
συναλλαγές μεγάλων
τραπεζών, όπως η
Deutsche Bank, HSBC,
JPMorgan Chase και
Barclays. Συνολικά η
BuzzFeed, το δίκτυο ICIJ
και οι συνεργάτες του
αξιολόγησαν πάνω από
2.100 SARs. Στη διάρκεια
της έρευνας το δίκτυο
ICIJ, στο οποίο ανήκει
και η Πελίν Ουνκέρ από
την Deutsche Welle,
απέκτησε πρόσβαση σε
άλλους 17.600 φακέλους
δεδομένων που αφορούν τα
χρηματοπιστωτικά
ιδρύματα.
Ο ρόλος των τραπεζών
«Δεν είναι οι ίδιοι οι
εγκληματίες, που
ξεπλένουν χρήμα», λέει ο
Γκρέιαμ Μπάροου, ειδικός
ερευνητής για το ξέπλυμα
μαύρου χρήματος. «Οι
τράπεζες διαδραματίζουν
πιο σημαντικό ρόλο,
καθώς έχουν εγκαθιδρύσει
το σύστημα εκείνο, με το
οποίο το χρήμα βγαίνει
από τη χώρα με προορισμό
έναν ασφαλή
χρηματοοικονομικό
παράδεισο». Ο ίδιος ο
Μπάροου είχε εργαστεί
παλαιότερα για την
Deutsche Bank και την
HSBC. «Σε τελική ανάλυση»,
λέει, «το τίμημα το
πληρώνουμε όλοι, γιατί
αυτό το χρήμα βγαίνει
από φόρους και εισφορές
που εμείς καταβάλλουμε».
Να σημειωθεί ότι τα SARs
δεν αποτελούν κατ’
ανάγκη απόδειξη για μία
παράνομη συναλλαγή. Κατ’
αρχάς αντανακλούν τις
αντιλήψεις και τα
κριτήρια των compliance
officers, τραπεζικών
στελεχών που είναι
υπεύθυνα για τον έλεγχο
των συναλλαγών και
ενημερώνουν τις αρχές
για περατωθείσες
συναλλαγές, όταν αυτές
προκαλούν υποψίες για
οικονομικά αδικήματα ή
όταν εμπλέκονται σε
αυτές πελάτες που
προκαλούν υποψίες ή που
ήδη έχουν απασχολήσει
τις αρμόδιες αρχές.
Σύμφωνα με την ισχύουσα
αμερικανική νομοθεσία η
FinCEN απαιτεί σχετική
ενημέρωση από όλες τις
τράπεζες που
δραστηριοποιούνται στις
ΗΠΑ, ενώ η παράλειψη
υποβολής των SARs μπορεί
να οδηγήσει σε επιβολή
προστίμου και ποινική
δίωξη. Μόνο το 2019 η
FinCEN παρέλαβε
περισσότερες από δύο
εκατομμύρια αναφορές,
ενώ στην περίοδο
2011-2017 ο αριθμός των
SARs είχε ξεπεράσει τα
δώδεκα εκατομμύρια.
Σύμφωνα με την έρευνα
του δικτύου ICIJ τα
μεγάλα χρηματοπιστωτικά
ιδρύματα ολοκλήρωσαν τις
συναλλαγές, τις οποίες
στη συνέχεια οι ίδιες
δήλωσαν στις αρχές ως «ύποπτες».
Με απλά λόγια: οι
τράπεζες πρώτα
εισέπραξαν την προμήθεια
για τη συναλλαγή και στη
συνέχεια την δήλωσαν ως
«ύποπτη». Το 85% των
αναφορών προέρχεται από
συγκεκριμένες τράπεζες,
δηλαδή την Deutsche Bank
(982), την Bank of New
York Mellon (325), την
Standard Chartered Bank
(232), την JPMorgan
Chase (107), τη Barclays
(104) και την HSBC (73).
Επικρίσεις από την
αμερικανική κυβέρνηση
Η FinCEN δεν θέλησε να
δώσει απάντηση σε
συγκεκριμένα ερωτήματα
για το περιεχόμενο των
SARs, μάλιστα εξέφρασε
τη δυσαρέσκειά της για
τις διαρροές. Σε γραπτή
δήλωσή του προς την
πλατφόρμα BuzzFeed ο
επικεφαλής της νομικής
υπηρεσίας της FinCEN
Τζίμυ Κίρμπι τονίζει ότι
«η μη εγκεκριμένη
δημοσιοποίηση των SARs
μπορεί να δυσχεράνει
τρέχουσες ή μελλοντικές
έρευνες με αφορμή τις
πληροφορίες που
περιέχονται στις SARs».
Και αυτό γιατί, όπως
αναφέρει, «από τη στιγμή
που οι εγκληματίες
λαμβάνουν γνώση για την
έρευνα ή για πιθανή
μελλοντική έρευνα, θα
επιδιώξουν να
εξουδετερώσουν πολύτιμο
αποδεικτικό υλικό».
Επιπλέον, τονίζει ο
Τζίμυ Κίρμπυ, η «μη
εγκεκριμένη
δημοσιοποίηση αυτού του
είδους» δρα ως «εκφοβισμός»
προς τα πιστωτικά
ιδρύματα που υποβάλλουν
τις SARs. Oι τράπεζες,
υποστηρίζει, θα δίσταζαν
να ενημερώσουν τις αρχές
για πληροφορίες που
μπορούν να αποτελέσουν
αντικείμενο δικαστικού
ελέγχου, εάν φοβούνταν
ότι οι πληροφορίες αυτές
μπορούν να «διαρρεύσουν
παρανόμως» στη
δημοσιότητα. Από την
πλευρά του ο Ματ Λόιντ,
εκπρόσωπος του
αμερικανικού υπουργείου
Δικαιοσύνης, δηλώνει στο
δίκτυο ICIJ: «Αναλαμβάνουμε
και στο μέλλον την
υποχρέωση να
παρεμβαίνουμε με αποφασιστικότητα
για να ερευνούμε
οικονομικά εγκλήματα,
όπως το ξέπλυμα βρώμικου
χρήματος, όπου και αν
εκδηλώνονται».
Και επώνυμοι στα έγγραφα
Μία από τις πλέον
επιφανείς προσωπικότητες
που αναφέρεται στις
επίμαχες διαρροές είναι
ο Πωλ Μαναφόρτ, άλλοτε
μάνατζερ στην
προεκλογική καμπάνια του
Ντόναλντ Τραμπ, ο οποίος
το 2019 καταδικάστηκε σε
ποινή φυλάκισης επτά
ετών για απάτη και
φοροδιαφυγή. Η τράπεζα
JPMorgan παραδέχθηκε ότι
συνέχιζε να
διεκπεραιώνει συναλλαγές
του με
εταιρείες-φαντάσματα
μέχρι τον Σεπτέμβριο του
2017, δηλαδή πολύ
αργότερα από τη στιγμή
που έγιναν γνωστές οι
σχέσεις του Μαναφόρτ με
φιλορώσους πολιτικούς
στην Ουκρανία,
πυροδοτώντας υποψίες για
ξέπλυμα χρήματος. Άλλες
φορές είναι οι σύζυγοι ή
τα παιδιά των πλούσιων
και ισχυρών που
εμπλέκονται σε ύποπτες
συναλλαγές. Αυτό
συμβαίνει στην περίπτωση
του ‘Ατικου Αμπουμπακάρ,
πρώην αντιπροέδρου της
Νιγηρίας, τον οποίο
επιτροπή της Γερουσίας
στην πατρίδα του
κατηγορούσε για
ιδιοποίηση εσόδων, ύψους
άνω των 100 εκ. δολαρίων,
από κρατικό αναπτυξιακό
ταμείο που αντλεί έσοδα
από τις πωλήσεις
πετρελαίου. Μετά από
χρόνια η σύζυγός του
μετέφερε στα Ηνωμένα
Αραβικά Εμιράτα μέσω της
τράπεζας Habib Bank ποσό
μεγαλύτερο του ενός
εκατομμυρίου δολαρίων
για αγορά ακινήτου στο
Ντουμπάι. Ο Άτικου
Αμπουμπακάρ δεν έχει
καταδικασθεί, ενώ
αρνείται τις κατηγορίες.
Στις αναφορές SARs δεν
λείπουν και εκείνοι που
σχετίζονται με
κατηγορίες για παράβαση
της νομοθεσίας περί
κυρώσεων. Παράδειγμα: ο
Ρεζά Ζαράμπ,
Τουρκο-ιρανός
επιχειρηματίας, ο οποίος
το 2017 ομολόγησε σε
ομοσπονδιακό δικαστήριο
της Νέας Υόρκης την
ενοχή του για ξέπλυμα
χρήματος και παράκαμψη
των αμερικανικών
κυρώσεων που είχαν
επιβληθεί στο Ιράν. Οι
SARs αποδεικνύουν πώς ο
ίδιος και το δίκτυό του
μετέφεραν εκατομμύρια με
τη βοήθεια αμερικανικών
πιστωτικών ιδρυμάτων.
Τον Ιούνιο του 2016,
τρεις μήνες αφότου
συνελήφθη ο Ζαράμπ, η
τράπεζα Standard
Chartered Bank υπέβαλε
μία σειρά από SARs για
συναλλαγές που έγιναν σε
χρονικό διάστημα δέκα
ετών, ενώ τον περασμένο
Οκτώβριο η Standard
Chartered κατέθεσε νέα
SAR για συναλλαγές ύψους
133 εκ. δολαρίων μέσω
εταιριών ή προσώπων που
φέρονται να έχουν σχέση
με τον Ζαράμπ.
Δημοσιογράφοι ακολουθούν
τη διαδρομή του χρήματος
Τα ρεπορτάζ που
δημοσιεύει η Deutsche
Welle, ήδη από τη
Δευτέρα, καταγράφουν
συναλλαγές αυτού του
είδους και αναδεικνύουν
τη σχέση ανάμεσα σε
ύποπτα κεφάλαια,
προερχόμενα από το
εξωτερικό, και εταιρείες
που μόνο στα χαρτιά
υφίστανται. Τη ροή του
χρήματος καθιστούν
δυνατή τράπεζες με
παγκόσμια εμβέλεια, οι
οποίες μέχρι τώρα
ελάχιστη πίεση
αισθάνονταν για να
απαγορεύσουν παρόμοιες
συναλλαγές.
Στην ομάδα που ερευνά τα
FinCEN Files ανήκουν η
γαλλική εφημερίδα Le
Monde, η ινδική The
Indian Express, η
ιταλική L'Espresso, η
ιαπωνική Asahi Shimbun,
η El Espectador/CONNECTAS
από την Κολομβία, η
Armando.info από τη
Βενεζουέλα, η
πακιστανική The News, η
Premium Times από τη
Νιγηρία και η Inkyfada
από την Τυνησία. Στους
τηλεοπτικούς σταθμούς
που συνεργάζονται
περιλαμβάνονται οι ABC (Αυστραλία),
BBC (Μ.Βρετανία), CBC (Καναδάς),
NBC (ΗΠΑ), NDR και WDR (Γερμανία),
SVT (Σουηδία) και YLE (Φινλανδία).
Από την Ευρώπη
συμμετέχουν επίσης οι
Süddeutsche Zeitung (Γερμανία),
Irish Times (Ιρλανδία),
Aftenposten (Νορβηγία),
Gazeta Wyborcza (Πολωνία),
Trouw (Ολλανδία), El
Confidencial (Ισπανία),
La Sexta (Ισπανία) και ο
ελβετικός όμιλος Tamedia.
Το παρών δίνουν επίσης
La Nación, Perfil και
Infobae από την
Αργεντινή, Εpoca και
Poder από τη Βραζιλία,
καθώς και το ερευνητικό
δίκτυο OCCRP που
ασχολείται κυρίως με το
οργανωμένο έγκλημα και
τη διαφθορά.
Η δημοσιογράφος της
Deutsche Welle Πελίν
Ουνκέρ είναι μέλος του
ICIJ και συμμετέχει στην
έρευνα που αφορά στην
Τουρκία.
Καμία αναφορά στην πηγή
Η πλατφόρμα BuzzFeedNews
δεν κάνει αναφορά στην
πηγή της διαρροής.
Σύμφωνα με την
αμερικανική πλατφόρμα
ορισμένα έγγραφα
προέρχονται από έρευνα
της Επιτροπής του
Κογκρέσου, η οποία
διερευνούσε πιθανή
ρωσική ανάμειξη στις
αμερικανικές προεδρικές
εκλογές του 2016. Άλλες
πληροφορίες προέρχονται
από απαντήσεις τις
FinCEN σε ποικίλα
ερωτήματα διωκτικών
αρχών.
Τον Ιανουάριο η Νάταλι
Μακ Φλάουερ Σόουρς
Έντουαρντς, υπάλληλος
της FinCEN, ομολόγησε
ενοχή για μη εγκεκριμένη
διαρροή πληροφοριών.
Σύμφωνα με τον
εισαγγελέα το υλικό που
διέρρευσε εμφανίστηκε σε
τουλάχιστον δώδεκα
διαφορετικά δημοσιεύματα.
Οι αρμόδιοι δεν
αναφέρθηκαν σε
συγκεκριμένα μέσα
ενημέρωσης. Πάντως τα εν
λόγω στοιχεία και οι
τίτλοι συμπίπτουν με τα
αντίστοιχα στα άρθα της
BuzzFeed.
Όταν η Έντουαρντς
ομολόγησε, δικηγόρος της
ήταν ο Μαρκ Ανίφιλο, ο
οποίος τονίζει ότι η
δημοσιοποίηση έγινε με
τις καλύτερες προθέσεις:
«Η άποψή της ήταν ότι οι
αρμόδιες κυβερνητικές
αρχές δεν αντιμετωπίζουν
την κατάσταση με τον
σωστό τρόπο. Απευθύνθηκε
στα ΜΜΕ, σκεπτόμενη ότι
αφού δεν έχει
εμπιστοσύνη στην
κυβέρνηση, μπορεί τουλάχιστον
να έχει εμπιστοσύνη στα
μέσα ενημέρωσης, ότι θα
ενημερώσουν την
αμερικανική κοινή γνώμη».
Ο Ανίφιλο δεν είναι
πλέον δικηγόρος της
Έντουαρντς, αλλά
συνεχίζει να
παρακολουθεί την υπόθεση.
Η απόφαση στη δίκη της
‘Εντουαρντς αναμένεται
το νωρίτερο τον Οκτώβριο.
Πελίν Ουνκέρ
Επιμέλεια: Γιάννης
Παπαδημητρίου
Deutsche Welle
Greek Finance Forum
Σχόλια Χρηστών
Trading
σε ελληνικές μετοχές μέσω
της Πλατφόρμας Συναλλαγών Plus 500 (Κάντε Click και
Κατεβάστε την μοναδική πλατφόρμα συναλλαγών, χωρίς καμία
οικονομική υποχρέωση, περιλαμβάνει και λογαριασμό "επίδειξης"
- Demo).