| Ειδήσεις - Αναλύσεις | Ο Κυνηγός | Λεωφόρος Αθηνών | "Κουλου - Βάχατα" | +/- | Fundamentalist | Marx - Soros | Start Trading |

 

 
 

Ενάντια στον ανταγωνισμό των μεγάλων δυνάμεων

 

Παρασκευή, 00:01 - 19/02/2021

 

   Share

 

Περίληψη: 

 

Όλα τα μεγάλα, παγκόσμια σύγχρονα προβλήματα απαιτούν συνεργατικές λύσεις, όχι περιττές αντιπαλότητες που βαθαίνουν. Όταν υιοθετείται ως θεμελιώδες παράδειγμα των εξωτερικών σχέσεων, ο ανταγωνισμός μεγάλων δυνάμεων υποβιβάζει την συνεργασία σε μια δεύτερη σκέψη ή, χειρότερα, την απορρίπτει ως αφελή.

 

 

------------------------

 

Στις πρώτες μέρες του στην εξουσία, ο πρόεδρος των ΗΠΑ, Τζο Μπάιντεν, εργάστηκε για να σηματοδοτήσει μια καθαρή ρήξη με τον προκάτοχό του. Επανήλθε [1] στην συμφωνία του Παρισιού για το κλίμα, προσέφερε [2] να επεκτείνει την συνθήκη για τα πυρηνικά όπλα New START και ανέστρεψε [3] την πολιτική «Πόλη του Μεξικού» που περιορίζει την πρόσβαση στο εξωτερικό για άμβλωση. Οι διορισμένοι από εκείνον έχουν επανειλημμένα τονίσει ότι η κυβέρνηση θα δώσει προτεραιότητα στην διπλωματία και την πολυμέρεια έναντι του εθνικισμού «Πρώτα η Αμερική» του προέδρου Ντόναλντ Τραμπ.

 

Το αεροπλανοφόρο USS Carl Vinson, τον Νοέμβριο του 2014. U.S. Navy / Reuters
 

-----------------------------------------------------------

 

Αλλά η τύχη ενός κεντρικού τμήματος της εξωτερικής πολιτικής του Τραμπ παραμένει αβέβαιη: η εστίαση στον ανταγωνισμό των μεγάλων δυνάμεων, που «επέστρεψε», σύμφωνα με την Εθνική Στρατηγική Ασφάλειας (National Security Strategy) της διοίκησής του [4]. Σε μια σημαντική ομιλία του στο Υπουργείο Εξωτερικών των ΗΠΑ, ο Μπάιντεν υπογράμμισε την πρόθεσή του να «συνεργαστεί με το Πεκίνο όταν είναι προς το συμφέρον της Αμερικής», αλλά μέρες αργότερα σημείωσε την πιθανότητα «ακραίου ανταγωνισμού» με την Κίνα. Αυτή η ρητορική μπορεί να αντικατοπτρίζει είτε πραγματισμό είτε ότι ο ανταγωνισμός μεγάλων δυνάμεων προχωρά για να λάβει κυρίαρχη θέση στην κυβερνητική πολιτική του Μπάιντεν. Ωστόσο, ακόμα κι αν ο Μπάιντεν στοχεύει να μειώσει την έμφαση στον ανταγωνισμό σε ορισμένους τομείς, οι Ρεπουμπλικάνοι είναι βέβαιο πως θα επικρίνουν [5] την διοίκηση ότι είναι αδύναμη και αναποτελεσματική απέναντι στις διεθνείς προκλήσεις. Χωρίς κάποια σημαντική αλλαγή στο παγκόσμιο περιβάλλον σχετικά με τις απειλές, ο ανταγωνισμός μεγάλων δυνάμεων θα παραμείνει το επίκεντρο των συζητήσεων σχετικά με την εξωτερική πολιτική και την πολιτική ασφαλείας των ΗΠΑ.

 

Αυτό είναι ατυχές. Παρ’ όλη την επιρροή της ιδέας τα τελευταία χρόνια, ο ανταγωνισμός των μεγάλων δυνάμεων δεν είναι ένα συνεκτικό πλαίσιο για την εξωτερική πολιτική των ΗΠΑ. Η αντιμετώπισή του ως κατευθυντήρια αρχή της αμερικανικής υψηλής στρατηγικής κινδυνεύει να προκαλέσει σύγχυση μεταξύ μέσων και σκοπών, σπατάλη περιορισμένων πόρων σε παραπλανητικές απειλές, και υπονόμευση της συνεργασίας σε άμεσες προκλήσεις ασφάλειας, όπως η κλιματική αλλαγή και η μη διάδοση των πυρηνικών [6]. Μακροπρόθεσμα, η εμμονή στον ανταγωνισμό μεγάλων δυνάμεων είναι πιθανό να υπονομεύσει, παρά να ενισχύσει, την ισχύ και την επιρροή των ΗΠΑ.

 

ΤΟ ΠΡΟΒΛΗΜΑ ΜΕ ΤΟΝ ΑΝΤΑΓΩΝΙΣΜΟ

 

Σύμφωνα με την Εθνική Στρατηγική Άμυνας (National Defense Strategy) της κυβέρνησης Τραμπ για το 2018 [7], «Ο διακρατικός στρατηγικός ανταγωνισμός, όχι η τρομοκρατία, είναι τώρα το κύριο μέλημα της εθνικής ασφάλειας των ΗΠΑ». Μόλις έναν χρόνο αργότερα, ο αναλυτής Uri Friedman είχε παρατηρήσει [8] στο [περιοδικό] The Atlantic ότι ο ανταγωνισμός μεγάλων δυνάμεων «επικαλείται τώρα από το Άσπεν ως το Ισραήλ και μέχρι τη Νότια Κορέα, και από αξιωματούχους των ΗΠΑ που έκαναν την υπόθεση για κάθε είδους πολιτικές». Η φράση, σημείωσε, «έχει επιτύχει ακόμη και καθεστώς αφιερωμένου αρκτικόλεξου» με τη μορφή του «GPC» [Great Power Competition]. Κάποιοι στην Ουάσινγκτον το βλέπουν ως συνέχεια του αρχικού Ψυχρού Πολέμου, με την Κίνα να μπαίνει στην θέση της Σοβιετικής Ένωσης. Άλλοι αναζητούν πιο παραδοσιακές γεωπολιτικές αντιπαλότητες ως μοντέλο.

 

Η πρωτόγνωρη δημοτικότητα του ανταγωνισμού μεγάλων δυνάμεων αντικατοπτρίζει πραγματικά γεγονότα επί του πεδίου. Πράγματι, ο ανταγωνισμός μεταξύ των μεγάλων δυνάμεων δεν μπορεί να επιστρέψει [9], γιατί ποτέ δεν εξαφανίστηκε. Ανταγωνισμοί μεταξύ κορυφαίων κρατών υπάρχουν σε κάθε διεθνές σύστημα. Ακόμα και κατά την διάρκεια της δεκαετίας του 1990 –στην κορύφωση της «μονοπολικής εποχής»- οι Ηνωμένες Πολιτείες και η Ρωσία ανταγωνίστηκαν στα Βαλκάνια˙ οι Ηνωμένες Πολιτείες και η Γαλλία ανταγωνίστηκαν [10] σε τμήματα της Αφρικής˙ και πολλά κράτη ανταγωνίστηκαν για επιρροή στην Κεντρική Ασία.

 

Αλλά με το μονοπολικό καθεστώς της Ουάσινγκτον σε κάμψη, δυνάμεις όπως η Κίνα και η Ρωσία το βρίσκουν ευκολότερο από όσο κάποτε να αμφισβητήσουν την ηγεσία των ΗΠΑ. Δεδομένου ότι τα κράτη τείνουν να θεωρούν τον ανοιχτό ανταγωνισμό ως μια πιο ελκυστική επιλογή όταν αναμένουν να βγουν στην κορυφή, αναπόφευκτα θα υπάρχει περισσότερος ανταγωνισμός [11] μεταξύ των μεγάλων δυνάμεων καθώς η σχετική δύναμη των ΗΠΑ μειώνεται. Με την Ουάσιγκτον να μειονεκτεί, οι ξένοι ηγέτες βλέπουν την ευκαιρία να κερδίσουν οικονομικά, να προωθήσουν τα συμφέροντα ασφαλείας τους, και να αμφισβητήσουν τα υπάρχοντα πρότυπα, τους κανόνες ή την θέση τους στην διεθνή ιεραρχία [12].

 

Είναι, όμως, ένα πράγμα η Ουάσινγκτον να παρατηρεί τον αυξανόμενο ανταγωνισμό μεταξύ των μεγάλων δυνάμεων και να προσαρμόζεται σε έναν κόσμο στον οποίο απολαμβάνει λιγότερη επιρροή από όση κάποτε. Είναι ένα εξ ολοκλήρου άλλο πράγμα να αναβαθμίσει μόνη της τον ανταγωνισμό στο καθοδηγητικό παράδειγμα της εξωτερικής πολιτικής των ΗΠΑ -όπως πρότεινε η κυβέρνηση Τραμπ και ίσως να καταλήξει να κάνει και ο Μπάιντεν. Το απλό γεγονός ενός πιο ανταγωνιστικού διεθνούς περιβάλλοντος δεν υποχρεώνει τα κράτη να συμμετάσχουν σε έναν αδυσώπητο αγώνα. Αντ' αυτού, οι περίοδοι έντονης διακρατικής αντιπαλότητας συμβαίνουν όταν οι μεγάλες δυνάμεις επιλέγουν -μερικές φορές ως θέμα υψηλής στρατηγικής, άλλες φορές μέσω της συσσώρευσης μεμονωμένων τακτικών αποφάσεων- να δώσουν προτεραιότητα στην σύγκρουση έναντι της συνεργασίας. Για παράδειγμα, τίποτα δεν απαιτεί από τις Ηνωμένες Πολιτείες να αντισταθούν σε κάθε περιφερειακή πρόκληση για την επιρροή, το καθεστώς ή τις προτιμήσεις της πολιτικής τους. Δεν είναι κάθε κίνηση της Μόσχας ή του Πεκίνου άμεση απειλή για τα εθνικά συμφέροντα της Ουάσιγκτον.

 

Είναι επίσης λανθασμένο να πιστεύουμε, όπως πρότειναν ορισμένοι [13], ότι ο ανταγωνισμός μεγάλων δυνάμεων καθιστά άσχετους τους κανόνες, τα πρότυπα και άλλες πτυχές της διεθνούς τάξης (φιλελεύθερης ή άλλης). Ακόμη και κατά την διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου, οι Ηνωμένες Πολιτείες και η Σοβιετική Ένωση επεξεργάστηκαν μια ποικιλία τυπικών και άτυπων κανόνων [14] που τους βοήθησαν να διαχειριστούν τον ανταγωνισμό, να περιορίσουν τον πολλαπλασιασμό των πυρηνικών όπλων, και άλλως να δομήσουν διεθνείς σχέσεις. Η παραβίαση αυτών των κανόνων σήμαινε πραγματικό κόστος φήμης, όπως μαρτυρεί ο αριθμός των κρυφών παρεμβάσεων κατά την διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου. Αμφότερες οι πλευρές της σύγκρουσης αντιμετώπισαν σκληρή αντίσταση όταν παραβίαζαν κανόνες κυριαρχίας ή εθνικής αυτοδιάθεσης.

 

Αυτοί οι κανόνες, τα πρότυπα και οι θεσμοί συμπληρώνουν συχνά την πολιτική ισχύος. Εξυπηρετούν [15] τόσο ως αντικείμενα όσο και ως εργαλεία του ανταγωνισμού μεγάλων δυνάμεων. Στον 19ο αιώνα, για παράδειγμα, ο Γερμανός πολιτικός Otto von Bismarck προσέφυγε [16] σε κοινούς κανόνες σε μια επιτυχημένη προσπάθεια μείωσης της ευρωπαϊκής αντίστασης στην γερμανική ενοποίηση. Σήμερα, οι Ηνωμένες Πολιτείες αντλούν μεγάλο μέρος της σχετικής ισχύος τους από θεσμικές ρυθμίσεις [17] -κυρίως το απαράμιλλο δίκτυο συμμαχιών και συνεργασιών τους- που αντανακλούν συχνά [18] και αντλούν νομιμότητα από φιλελεύθερες αξίες.

 

Αυτές οι σχέσεις υπογραμμίζουν ένα κεντρικό πρόβλημα με την αντιμετώπιση του ανταγωνισμού μεγάλων δυνάμεων ως την οργανωτική αρχή της εξωτερικής πολιτικής: παρέχει πολύ λίγα από πλευράς καθοδήγησης στους υπεύθυνους χάραξης πολιτικής. Δεν υπάρχει ενιαία υψηλή στρατηγική [19] για εποχές ανταγωνισμού μεγάλων δυνάμεων. Δεν υπάρχουν εργαλεία πολιτικής ικανότητας που ο ανταγωνισμός καθιστά σχετικά ή άσχετα. Ο ανταγωνισμός μεγάλων δυνάμεων δεν συνεπάγεται καν την υιοθέτηση μιας πιο ανταγωνιστικής προσέγγισης έναντι των αντιπάλων: όπως συνειδητοποίησαν το 1987 ο πρόεδρος των ΗΠΑ, Ρόναλντ Ρέιγκαν, και ο σοβιετικός ηγέτης, Μιχαήλ Γκορμπατσόφ, η καλύτερη απάντηση στην εντατικοποίηση του ανταγωνισμού μπορεί να είναι η εξάλειψη των εντάσεων μέσω μέτρων οικοδόμησης εμπιστοσύνης και συνεργασίας.

 

Αυτή η απροσδιοριστία βοηθά στην εξήγηση της ευρείας γοητείας της έννοιας: μπορεί κανείς να χρησιμοποιήσει τον ανταγωνισμό των μεγάλων δυνάμεων για να δικαιολογήσει σχεδόν τα πάντα. Την δεκαετία του 1990, οι Ηνωμένες Πολιτείες χρειάζονταν τεράστιους στρατιωτικούς προϋπολογισμούς για να αποτρέψουν την εμφάνιση νέων ανταγωνιστριών μεγάλων δυνάμεων. Τώρα τους χρειάζονται για να ανταγωνιστούν τις υπάρχουσες. Οι φιλελεύθεροι κάποτε έκαναν έκκληση για μεγάλες επενδύσεις σε υποδομές, στην εκπαίδευση και την έρευνα για να διατηρήσουν την αμερικανική υπεροχή. Τώρα κάνουν έκκληση για αυτές ώστε να διατηρήσουν τις Ηνωμένες Πολιτείες ανταγωνιστικές σε έναν πολυπολικό κόσμο. Ο ανταγωνισμός μεγάλων δυνάμεων μπορεί να απαιτεί στρατηγική περιστολή ή υπεράκτια εξισορρόπηση ή βαθιά δέσμευση. Ίσως σημαίνει ότι η Ουάσιγκτον πρέπει να εγκαταλείψει τις φιλελεύθερες ψευδαισθήσεις της και να ακολουθήσει αχαλίνωτη και μονομερή realpolitik. Ή ίσως οι Ηνωμένες Πολιτείες πρέπει να δεσμευτούν στην πολυμέρεια και σε πιο ισότιμες σχέσεις με συμμάχους.

 

Ο ΑΝΤΑΓΩΝΙΣΜΟΣ ΣΤΟ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝ ΤΟΥ

 

Τελικά, ο ανταγωνισμός δεν είναι ένας στρατηγικός στόχος. Είναι ένα μέσο [20] για έναν σκοπό. Η απόφαση να ανταγωνιστείς με μια άλλη μεγάλη δύναμη πρέπει πάντα να είναι κάτι συγκεκριμένο. Θα πρέπει να επικεντρώνεται στην αποτελεσματικότητα του ανταγωνισμού (ως αντίθετου σε με μια πιο συνεργατική προσέγγιση), στην αξία του αντικειμένου που διακυβεύεται, και στον τρόπο με τον οποίο ο συγκεκριμένος στόχος συμβάλλει στους μακροπρόθεσμους στόχους.

 

Για παράδειγμα, πολλοί [21] υποστηρίζουν [22] ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες έχουν ζωτικό συμφέρον να εμποδίσουν την κυριαρχία μιας μόνο δύναμης στην Ευρασία. Έχοντας αυτό υπόψη, οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής των ΗΠΑ μπορούν να αποφασίσουν, για παράδειγμα, αν -και σε ποιο βαθμό- ο ανταγωνισμός με την Ρωσία για την επιρροή στην Ουκρανία εξυπηρετεί αυτόν τον στόχο και, στην συνέχεια, να προσαρμόσουν ανάλογα την πολιτική των ΗΠΑ. Αλλά εάν, όπως σημειώνει το αμερικανικό ομοσπονδιακά χρηματοδοτημένο ερευνητικό κέντρο MITRE, ο ανταγωνισμός των μεγάλων δυνάμεων συνεπάγεται [23] έναν συνεχή «παγκόσμιο αγώνα για στρατιωτική, οικονομική και ιδεολογική υπεροχή μεταξύ των Ηνωμένων Πολιτειών, της Ρωσίας και

της Κίνας», χωρίς ξεχωριστό στρατηγικό στόχο κατά νου, τα μέσα καταρρέουν σε σκοπούς.

 

Αυτό δεν είναι απλώς ένα θεωρητικό πρόβλημα. Ακόμα και χωρίς μια μαξιμαλιστική ερμηνεία του ανταγωνισμού μεγάλων δυνάμεων που υπαγορεύει τον ανταγωνισμό από κάθε πλευρά, οι αμερικανικές διοικήσεις πιθανότατα θα αντιμετωπίσουν συνεχή πίεση να ανταποκριθούν συμμετρικά στα κινεζικά και ρωσικά στοιχήματα για επιρροή. Οι πολιτικοί εγχωρίως, καθώς και σε χώρες εταίρους, θα ισχυριστούν ότι η αποτυχία να γίνει έτσι, θέτει σε κίνδυνο την αξιοπιστία των ΗΠΑ. Εάν δεν ελεγχθούν, αυτές οι πιέσεις σημαίνουν αναπόφευκτα [24] περιττή κλιμάκωση, διλήμματα ασφαλείας, και εσφαλμένα κατανεμημένους πόρους. Για τις Ηνωμένες Πολιτείες, μια δύναμη σε σχετική παρακμή με εκτεταμένες παγκόσμιες δεσμεύσεις ασφαλείας, υπάρχει πραγματικός κίνδυνος στρατιωτικής και οικονομικής υπερέκτασης. Εξάλλου, κάθε δράση του Πεκίνου ή της Μόσχας δεν αποτελεί σημαντικό πλήγμα για τα εθνικά συμφέροντα των ΗΠΑ. Ούτε η Κίνα και η Ρωσία καθοδηγούνται [25] από [26] αυθεντίες στρατηγιστές.

 

Οι Ηνωμένες Πολιτείες έχουν μεγάλη εμπειρία με τα μειονεκτήματα ενός ανταγωνισμού χωρίς σαφώς διατυπωμένους στόχους. Ο Ψυχρός Πόλεμος οδήγησε σε ένα δαπανηρό και βίαιο τέλμα στην Ινδοκίνα. Ο «πόλεμος κατά της τρομοκρατίας» της Ουάσινγκτον την έβαλε [27] σε μια σειρά χαμηλού επιπέδου αλλά αέναων εμφύλιων συγκρούσεων στον ευρύτερο μουσουλμανικό κόσμο. Επιπλέον, η Ουάσιγκτον μπορούσε κάποτε να απορροφήσει αυτό το κόστος πιο αποτελεσματικά από όσο μπορεί τώρα: οι Ηνωμένες Πολιτείες ήταν πολύ πιο πλούσιες και πιο βαθιά ενσωματωμένες στην παγκόσμια οικονομία από όσο η Σοβιετική Ένωση, της οποίας το ΑΕΠ [28] δεν ήταν ποτέ περισσότερο από τα περίπου δύο πέμπτα του ΑΕΠ της Αμερικής. Και ακόμη και στο αποκορύφωμα της εμπλοκής της στο Αφγανιστάν και το Ιράκ, η Ουάσιγκτον δεν αντιμετώπισε πιθανούς ομόλογους ανταγωνιστές.

 

Σήμερα, αντιθέτως, το ΑΕΠ της Κίνας [29] είναι (σε ονομαστικούς όρους) περίπου στα δύο τρίτα του μεγέθους των Ηνωμένων Πολιτειών και το Πεκίνο είναι ο μεγαλύτερος εμπορικός εταίρος [30] για σχεδόν 130 χώρες. Η Κίνα και η Ρωσία απολαμβάνουν επίσης το πρόσθετο όφελος της ανάπτυξης των στρατιωτικών και πολιτικών τους πόρων κοντά στην χώρα τους, ενώ η Ουάσιγκτον πρέπει να διασπείρει τις δυνατότητές της σε όλο τον κόσμο για να διατηρήσει την τρέχουσα κατάστασή της. Εάν οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής πιστεύουν ότι το Πεκίνο και η Μόσχα παίζουν σκάκι υψηλού επιπέδου, τότε η Ουάσινγκτον θα πρέπει να ανησυχεί ιδιαίτερα ότι αυτοί οι δύο θα στρέψουν ενεργά τις Ηνωμένες Πολιτείες σε σπατάλη πόρων σε περιφερειακούς αγώνες.

 

ΣΥΝΕΡΓΑΣΙΑ ΚΑΙ ΠΡΟΣΑΡΜΟΣΤΙΚΟΤΗΤΑ

 

Οι Ηνωμένες Πολιτείες πρέπει να προσαρμοστούν σε έναν κόσμο στον οποίο η Κίνα και η Ρωσία γίνονται ισχυρότερες, τόσο στρατιωτικά όσο και οικονομικά. Αλλά σε πολλές περιπτώσεις, η συνεργασία –περιλαμβανομένης με τους αντιπάλους τους– θα προωθήσει την ασφάλεια και την ευημερία των ΗΠΑ πολύ πιο αποτελεσματικά από όσο ο ανταγωνισμός. Ο κόσμος αντιμετωπίζει υπαρξιακές προκλήσεις όπως η κλιματική αλλαγή, η κατάρρευση των οικοσυστημάτων, και ο πυρηνικός πολλαπλασιασμός, που μόνο θα επιδεινωθούν εάν οι Ηνωμένες Πολιτείες, η Κίνα και άλλοι αποτύχουν να συνεργαστούν. Υπάρχουν μοντέλα για το πώς να αποφευχθεί αυτό το σκοτεινό αποτέλεσμα, ακόμη και στην διάρκεια ανταγωνιστικών εποχών στην παγκόσμια πολιτική. Παρά την απειλή του πυρηνικού αφανισμού κατά τον Ψυχρό Πόλεμο, η Ουάσιγκτον και η Μόσχα κατάφεραν να συνεργαστούν σε μια σειρά κοινών ανησυχιών, συμπεριλαμβανομένης της έρευνας για τα εμβόλια της ευλογιάς και, τελικά, της μη διάδοσης των πυρηνικών.

 

Σήμερα, αντιθέτως, η πανδημία COVID-19 έχει καταστρέψει τις σχέσεις μεταξύ των Ηνωμένων Πολιτειών και της Κίνας –κάτι που δεν προοιωνίζεται θετικά για την ικανότητα των δύο χωρών να χειριστούν άλλα διακρατικά προβλήματα. Παρά την επέκταση της New START, το καθεστώς ελέγχου των όπλων του Ψυχρού Πολέμου μεταξύ των Ηνωμένων Πολιτειών και της Ρωσίας κρέμεται επίσης από μια κλωστή. Κανείς δεν είναι αρκετά σίγουρος για το πώς η Κίνα ταιριάζει σε αυτή την ζοφερή εικόνα: το Πεκίνο, μαζί με τις Ηνωμένες Πολιτείες και την Ρωσία, εκσυγχρονίζει το πυρηνικό της απόθεμα. Διαγράφονται [στον ορίζοντα] σημαντικές ανακαλύψεις σε δυνητικά αποσταθεροποιητικές τεχνολογίες [31].

 

Όλα αυτά τα προβλήματα απαιτούν συνεργατικές λύσεις, όχι περιττές αντιπαλότητες που βαθαίνουν. Όταν υιοθετείται ως θεμελιώδες παράδειγμα των εξωτερικών σχέσεων, ο ανταγωνισμός μεγάλων δυνάμεων υποβιβάζει την συνεργασία σε μια δεύτερη σκέψη ή, χειρότερα, την απορρίπτει ως αφελή. Οι ηγέτες στην διοίκηση του Μπάιντεν μπορούν να αντιμετωπίσουν καλύτερα τις πραγματικότητες του σύγχρονου ανταγωνισμού μεγάλων δυνάμεων αν τον αντιμετωπίσουν ως έναν πιθανό τρόπο για την προώθηση συγκεκριμένων στόχων, αντί για την οργανωτική αρχή της εξωτερικής πολιτικής των ΗΠΑ.

 

Ο DANIEL H. NEXON είναι καθηγητής στο Τμήμα Διακυβέρνησης στην Σχολή Διεθνούς Υπηρεσίας Edmund A. Walsh School στο Πανεπιστήμιο Georgetown.

 

Foreign Affairs

 

http://www.foreignaffairs.gr/articles/73104/daniel-h-nexon/enantia-ston-antagonismo-ton-megalon-dynameon?page=show

 

https://www.foreignaffairs.com/articles/united-states/2021-02-15/against-great-power-competition

 

Greek Finance Forum

 

 

Σχόλια Χρηστών

 
 
 

 

 

 

 

 
 
   

   

   

Trading σε ελληνικές μετοχές μέσω της Πλατφόρμας Συναλλαγών Plus 500 (Κάντε Click και Κατεβάστε την μοναδική πλατφόρμα συναλλαγών, χωρίς καμία οικονομική υποχρέωση, περιλαμβάνει και λογαριασμό "επίδειξης" - Demo). 

Λήψη τώρα!

 © 2016-2017 Greek Finance Forum

Αποποίηση Ευθύνης....