Ο Trump θα ήθελε να στραφεί μακριά από τις
αντιπαραθέσεις και προς την διπλωματία. Υπάρχει
μόνο ένα πρόβλημα: Ο Trump έχει ένα αδύναμο
διαπραγματευτικό χαρτί και οι συνομιλητές του το
γνωρίζουν.
----------------------
Οι υπερδυνάμεις έχουν
πολλά περιθώρια για
σφάλματα. Σε αντίθεση με
τα μικρότερα έθνη,
μπορούν να αποτινάξουν
πολλές από τις συνέπειες
των αποτυχημένων
πολιτικών τους. Το βάρος
και η επιρροή τους
μπορεί να αντισταθμίσει
την κατώτερη πολιτική
τέχνη. Αλλά η κακή
πολιτική τελικά φέρνει
κόστος σε όλους. Και
τώρα, η κακή πολιτική
φέρνει το κόστος της
στις Ηνωμένες Πολιτείες.
Καθώς ο πρόεδρος των ΗΠΑ,
Donald Trump, πλησιάζει
το τέταρτο έτος της
προεδρίας του,
αντιμετωπίζει σχεδόν
παντού τις ζημιές που
προκλήθηκαν από τις
δικές του πολιτικές. Η
διοίκηση του Τραμπ έχει
φέρει τον εαυτό της σε
διπλωματικά αδιέξοδα με
το Ιράν, την Βόρεια
Κορέα και την Βενεζουέλα.
Έχει υπονομεύσει τις
δικές της προσπάθειες
για τον τερματισμό του
πολέμου στο Αφγανιστάν.
Οι οικονομικές ζημίες
από τον εμπορικό πόλεμο
του Trump με την Κίνα
αυξάνονται και το Πεκίνο
δείχνει λίγα σημάδια
υποχώρησης. Παράλληλα,
το πλήγμα στις συμμαχίες
από τον πρόεδρο αφήνει
τις Ηνωμένες Πολιτείες
ασθενέστερες και πιο
απομονωμένες.
Ο Trump σε συνέντευξη
Τύπου μετά την Σύνοδο
Κορυφής του ΝΑΤΟ στις
Βρυξέλλες, τον Ιούλιο
του 2018. Kevin Lamarque
/ Reuters
Για τρία χρόνια, ο Trump
έπαιξε γρήγορα και
χαλαρά με την
αμερικανική ισχύ –επιλέγοντας
μάχες χωρίς να σκέφτεται
πώς και εάν οι Ηνωμένες
Πολιτείες μπορούν να τις
κερδίσουν, βλάπτοντας
τις σχέσεις που
χρειάζεται για να
πετύχει τους στόχους του,
και αποφεύγοντας την
συστηματική δουλειά επί
της πολιτικής που πρέπει
να ακολουθούν οι
υπερδυνάμεις. Το κόστος
αυτής της αμέλειας
τελικά ήρθε.
Τα πράγματα θα μπορούσαν
να επιδεινωθούν το 2020.
Ο πρόεδρος ανέκαθεν
απεικόνιζε τον εαυτό του
ως τον υπέρτατο
δημιουργό συμφωνιών, και
η επιθυμία του για
διπλωματικά επιτεύγματα
θα αυξηθεί καθώς
πλησιάζουν οι προεδρικές
εκλογές. Ωστόσο, οι
ανταγωνιστές των ΗΠΑ
μπορούν να δουν ότι ο
Trump βρίσκεται σε
δύσκολο σημείο, οπότε θα
του προσφέρουν μια
επιλογή ανάμεσα σε κακές
συμφωνίες και σε καθόλου
συμφωνίες. Μπορούν ακόμη
και να ακολουθήσουν
στρατηγικές κλιμάκωσης
για να αυξήσουν την
πίεση σε μια υπερδύναμη
που παραπατά. Εκτός από
λίγες εποικοδομητικές
πρωτοβουλίες, η συνολική
πορεία της εξωτερικής
πολιτικής του Trump ήταν
σταθερά προς τα κάτω. Το
τέταρτο έτος θα μπορούσε
να είναι το ακόμα πιο
επικίνδυνο.
ΜΙΑ ΧΡΟΝΙΑ ΚΑΚΩΝ
ΕΠΙΛΟΓΩΝ
Η εξωτερική πολιτική του
Trump έχει ξεδιπλωθεί σε
φάσεις, που αντιστοιχούν
σε κάθε ένα από τα έτη
του στο αξίωμα. Το 2017,
ο «άξονας των ενηλίκων»
-κατά κύριο λόγο ο
υπουργός Άμυνας, James
Mattis, ο υπουργός
Εξωτερικών, Rex
Tillerson και ο
Σύμβουλος Εθνικής
Ασφάλειας, H. R.
McMaster- περιόρισαν, αν
όχι όλες, μερικές από
τις πιο ενοχλητικές
παρορμήσεις του Trump.
Το 2018, ο Trump
απελευθερώθηκε [1],
εγκαθιστώντας πιο
εύκαμπτους συμβούλους
και επιδιώκοντας τις
δικές του πολιτικές
προτεραιότητες -όπως η
απόσυρση από την
πυρηνική συμφωνία με το
Ιράν και η επιβολή
τιμωρητικών δασμών στους
συμμάχους. Φέτος, το
2019, ήταν το έτος του
ζην επικινδύνως, καθώς
οι απερίσκεπτες και
μερικές φορές
αντιφατικές πολιτικές
του Trump άρχισαν να τον
αγγίζουν. Και το 2020
διαμορφώνεται στο να
είναι το έτος των κακών
επιλογών: Ένα [έτος] στο
οποίο τα τεχνάσματα του
Trump τελικά ξηλώνονται
και οι επιλογές του
μειώνονται.
Εξετάστε την κατάσταση
της πολιτικής των ΗΠΑ
έναντι των τριών
κακοποιών καθεστώτων που
έχουν καταναλώσει τόσο
μεγάλη προσοχή από την
διοίκηση. Στην
Βενεζουέλα, ο πρόεδρος
Nicolas Maduro
οχυρώνεται [2] για
μεγάλο χρονικό διάστημα
και οι απειλές του Trump
να χρησιμοποιήσει βία
για να επιφέρει αλλαγή
καθεστώτος έχουν εκτεθεί
ως φθηνοί κομπασμοί.
Ομοίως, στην Βόρειο
Κορέα, ο συνδυασμός της
μέγιστης πίεσης και της
μέγιστης δέσμευσης του
προέδρου δεν επέτυχε
πρόοδο προς την
αποπυρηνικοποίηση,
αφήνοντάς τον
προσκολλημένο στην
φαντασία ότι έχει λύσει
[3] αυτό το πρόβλημα
ακόμη και αν η
Πιονγκγιάνγκ βελτιώνει
[4] τα πυρηνικά και
πυραυλικά οπλοστάσιά της.
Και στον Περσικό Κόλπο,
η αποχώρηση του Trump
από την πυρηνική
συμφωνία του Ιράν έχει
αποτύχει: Το Ιράν
ανταποκρίθηκε στις
αμερικανικές κυρώσεις με
την δική του εκστρατεία
μέγιστης πίεσης,
επιτέθηκε σε
δεξαμενόπλοια στον Κόλπο,
κατέρριψε ένα
αμερικανικό drone, και
πραγματοποίησε δραματική
επίθεση στην πετρελαϊκή
υποδομή της Σαουδικής
Αραβίας [5]. Η
προκύπτουσα κρίση
κλόνισε την παγκόσμια
αγορά πετρελαίου και
αποκάλυψε ότι ο Trump
είχε ελάχιστη επιθυμία
για την αναμέτρηση που
οι αντιφατικές πολιτικές
του ήταν βέβαιο ότι θα
προκαλέσουν. Η διοίκησή
του είναι τώρα διχασμένη
μεταξύ των προσπαθειών
για εντατικοποίηση της
πίεσης στο Ιράν και της
επιθυμίας του Trump να
ξεκινήσει
διαπραγματεύσεις για να
φέρει την Τεχεράνη πίσω
στην συμμόρφωση με την
συμφωνία από την οποία
εκείνος αποχώρησε.
Οι πολιτικές του Trump
αντιμετωπίζουν
προβλήματα και αλλού.
Στο Αφγανιστάν, ο
πρόεδρος αναζητά, αρκετά
λογικά, έναν τρόπο να
διαπραγματευτεί έναν
τερματισμό αυτής της
σύγκρουσης, αλλά
ταυτόχρονα υπονόμευσε
τους διπλωμάτες του με
το να σηματοδοτήσει [6]
την επιθυμία του να
αποσύρει τα αμερικανικά
στρατεύματα πριν από τον
Νοέμβριο του 2020. Και
αντίθετα με τους
κομπασμούς του Trump ότι
οι εμπορικοί πόλεμοι
είναι εύκολο να
κερδηθούν, η εμπορική
σύγκρουση με την Κίνα
δεν έχει εξελιχθεί όπως
είχε προγραμματιστεί. Οι
αμοιβαίες αυξήσεις των
δασμών σίγουρα προκαλούν
πραγματική ζημία στην
κινεζική οικονομία, αλλά
αυξάνουν επίσης τις
υφεσιακές πιέσεις στην
οικονομία των ΗΠΑ. Αφού
αρχικά επιδίωξε να
συνάψει μια συμφωνία, η
κινεζική κυβέρνηση
δείχνει τώρα ελάχιστο
ενδιαφέρον για το
οικονομικό μεγάλο παζάρι
που αναζητά ο Trump. Ο
πρόεδρος αξίζει πίστωση
για το ότι υιοθέτησε μια
πιο σκληρή γραμμή
εναντίον ενός
ανερχόμενου αμφισβητία
και η εστιασμένη στην
Κίνα στρατηγική άμυνας
του Πενταγώνου είναι ένα
θετικό βήμα. Αλλά μέσα
σε σχεδόν τρία χρόνια, η
κυβέρνηση Trump δεν έχει
ακόμη αναπτύξει μια
ολοκληρωμένη [7]
προσέγγιση για να
ανταγωνιστεί την Κίνα -εν
μέρει επειδή η προσοχή
της Ουάσιγκτον είναι
αλλού, στην Βενεζουέλα,
στην Βόρεια Κορέα και
στο Ιράν.
Σε μια περίοδο μεγάλων
αναταραχών, ακόμη και
μια υπερδύναμη
χρειάζεται συμμάχους.
Αλλά οι δημόσιες
επιθέσεις του Trump σε
συμμαχικούς ηγέτες, η
μονομερής εγκατάλειψη
διεθνών συμφωνιών, και
οι τιμωρητικοί δασμοί
εναντίον στενών συμμάχων
των ΗΠΑ αποδυνάμωσαν τις
σχέσεις που θα χρειαστεί
για να αντιμετωπίσει η
Ουάσιγκτον τις
βραχυπρόθεσμες κρίσεις
όπως εκείνη του Περσικού
Κόλπου καθώς και σοβαρές
μακροπρόθεσμες απειλές
από την Κίνα και την
Ρωσία. Για παράδειγμα,
οι σύμμαχοι των ΗΠΑ στην
Ευρώπη δίστασαν [8] να
ακολουθήσουν την ηγεσία
του Trump στην αντίσταση
στην κινεζική κυριαρχία
επί των παγκόσμιων
τηλεπικοινωνιακών
δικτύων 5G, εν μέρει
λόγω της αλλεργίας της
διοίκησης Trump σε
σοβαρές διαβουλεύσεις
και εν μέρει επειδή
ανησυχούν ότι ο
Αμερικανός πρόεδρος
τελικά θα προβεί σε
διμερή εμπορική συμφωνία
με το Πεκίνο, αφήνοντάς
τους απομονωμένους.
Ομοίως, οι Ευρωπαίοι
σύμμαχοι έχουν
αποστασιοποιηθεί από την
αντιπαράθεση του Trump
με την Τεχεράνη (αν και
τώρα συμφωνούν με την
εκτίμηση των ΗΠΑ ότι το
Ιράν βρίσκεται πίσω από
τις επιθέσεις στην
Σαουδική Αραβία), ενώ
παράλληλα προσπαθούν να
αμβλύνουν την οικονομική
ισχύ των ΗΠΑ
δημιουργώντας
μηχανισμούς για να
παρακάμψουν τις
αμερικανικές κυρώσεις.
Για να είμαστε δίκαιοι,
ο Τραμπ αξίζει να
πιστωθεί για κάποιες από
τις πιο εποικοδομητικές
πολιτικές του, όπως η
μετριοπαθής ενίσχυση της
θέσης των ΗΠΑ και του
ΝΑΤΟ στην Ανατολική
Ευρώπη, η επέκταση της
αμυντικής βοήθειας στην
Ουκρανία και η προεδρία
του στην άκρως
απαραίτητη αύξηση του
αμυντικού
προϋπολογισμού. Τα
βασικά ένστικτά του -ότι
η Κίνα θέτει σοβαρή
απειλή για τα συμφέροντα
των ΗΠΑ, ότι οι
συμμαχίες των ΗΠΑ
χρειάζονται ενημέρωση,
και ότι η απεριόριστη
οικονομική ολοκλήρωση
δεν είναι αναγκαστικά
ένα ατόφιο αγαθό- είναι
μακράν του να είναι
τρελά. Και ακόμα και οι
τυχαίες πολιτικές του
Trump έχουν θέσει τους
ανταγωνιστές των ΗΠΑ υπό
πίεση. Ωστόσο, η
εξωτερική πολιτική αφορά
τελικά στα αποτελέσματα,
και αυτή η διοίκηση έχει
σχετικά λίγα να δείξει
σε πολλά από τα θέματα
που ο πρόεδρος έχει
θέσει μπροστά και στο
κέντρο [της σκηνής].
Αυτό δεν είναι ιδιαίτερα
απροσδόκητο. Από τότε
που ανέλαβε το αξίωμά
του ο Trump, συνδύασε
την περιφρόνηση για την
περίπλοκη δουλειά της
παραγωγής πολιτικής –το
να τίθενται στόχοι και
προτεραιότητες, να
συνδυάζονται οι στόχοι
με τις ικανότητες, την
ρεαλιστική αξιολόγηση
των ανταγωνιστών των ΗΠΑ
καθώς και του
γεωπολιτικού
περιβάλλοντος, την
διαπραγμάτευση με
συστηματικό και
πειθαρχημένο τρόπο- με
μια επιθετική προς όλες
τις κατευθύνσεις
προσέγγιση που
δημιουργεί πολλαπλές
κρίσεις, ενώ
αποδυναμώνει την
συνολική διπλωματική
αποτελεσματικότητα των
Ηνωμένων Πολιτειών. Το
τίμημα αυτής της
προσέγγισης είναι τώρα
εμφανές.
ΔΕΝ ΥΠΑΡΧΕΙ ΧΡΟΝΟΣ ΓΙΑ
ΕΠΑΝΕΚΚΙΝΗΣΗ
Μια συνηθισμένη διοίκηση
θα άρπαζε αυτή την
στιγμή για να
επιδιορθώσει την
διαδικασία χάραξης
πολιτικής και να
σταθεροποιήσει το πλοίο
του κράτους. Ωστόσο, η
διοίκηση του Trump, στην
οποία οι εναλλαγές [προσώπων]
είναι αχαλίνωτες και
δεκάδες θέσεις μέσης και
ανώτερης βαθμίδας
παραμένουν κενές, δεν
είναι καλά εξοπλισμένη
για μια σοβαρή στροφή. Ο
πρόεδρος πρόσφατα
διόρισε έναν νέο
σύμβουλο για την εθνική
ασφάλεια, τον Robert
O'Brien, και έναν
σεβαστό σύμβουλο για την
Ασία, τον Matthew
Pottinger, ως αναπληρωτή
σύμβουλο για την εθνική
ασφάλεια. Ωστόσο,
φαίνεται απίθανο ότι
αυτοί οι αξιωματούχοι θα
έχουν μια πραγματική
εντολή για αλλαγή. Η
διαδικασία εθνικής
ασφάλειας αντανακλά
τελικά την προσωπικότητα
του προέδρου, και μέχρι
στιγμής ο Trump έχει
αποδειχθεί ανίκανος για
την ενδοσκόπηση που
απαιτείται για να
παραδεχτεί πότε οι
πολιτικές του
αποτυγχάνουν ή την
πειθαρχία που χρειάζεται
για να σχεδιάσει και να
εκτελέσει αποτελεσματικά
κρατική πολιτική τέχνη.
Το προσωπικό μπορεί να
αλλάζει στις τελευταίες
περιόδους της προεδρίας
του Trump, αλλά η
ποιότητα της πολιτικής
δεν θα βελτιωθεί
δραματικά.
Ως αποτέλεσμα, το 2020
είναι πιθανό να είναι
ένα δύσκολο έτος στην
εξωτερική πολιτική των
ΗΠΑ. Οι Ηνωμένες
Πολιτείες θα
αντιμετωπίσουν
ταυτόχρονα πολλές
κρίσεις και κρίσιμες
αποφάσεις δια μιάς. Η
διαχείριση πολλών
προκλήσεων ταυτόχρονα
είναι αρκετά δύσκολη
όταν μια διοίκηση
δουλεύει με όλα της τα
όργανα. Η δυσκολία
πολλαπλασιάζεται όταν η
ομάδα στην εξουσία είναι
ελλειμματική [σε
προσωπικό] και ο
πρόεδρος συμπεριφέρεται
ασταθώς. Στην καλύτερη
περίπτωση, οι Ηνωμένες
Πολιτείες θα κουτσαίνουν
στο 2020, σκοντάφτοντας
από κρίση σε κρίση,
αγωνιζόμενες να
διαμορφώσουν γεγονότα
και να χρησιμοποιούν
αποτελεσματικά την
τεράστια ισχύ τους.
Υπάρχει όμως και μια
άλλη πιθανότητα –μια [πιθανότητα]
που φαίνεται πιο
καλοήθης αλλά που μπορεί
να είναι πράγματι αρκετά
καταστροφική. Ως
αυτοανακηρυγμένος
δημιουργός συμφωνιών
(deal-maker), ο Trump
θεωρεί τον εξαναγκασμό
ως το προοίμιο για την
διαπραγμάτευση ευνοϊκών
συμφωνιών. Καθώς
πλησιάζουν οι εκλογές
για το 2020, πιθανότατα
θα αισθανθεί πίεση να
συνάψει συμφωνίες που
του επιτρέπουν να
διεκδικήσει τη νίκη και
να εκπληρώσει
προηγούμενες υποσχέσεις.
Μια συμφωνία ειρήνης με
τους Ταλιμπάν θα είναι
ψηλά στον κατάλογο του
Trump (παρά τους
δημόσιους ισχυρισμούς
του ότι τερμάτισε τις
ειρηνευτικές συνομιλίες).
Το ίδιο θα είναι και οι
συμφωνίες αποκλιμάκωσης
της κρίσης με την
Τεχεράνη και σχετικά με
τον εμπορικό πόλεμο με
το Πεκίνο. Όπως έγραψε ο
Thomas Wright του
Brookings Institution
[9], ο Trump θα ήθελε να
στραφεί μακριά από τις
αντιπαραθέσεις και προς
την διπλωματία. Ο
πρόεδρος τα έσπασε
πρόσφατα με τον πρώην
σύμβουλο Εθνικής
Ασφάλειας, Τζον Μπόλτον,
τον τελευταίο
αξιωματούχο που
αντιδρούσε έντονα σε
αυτή την ατζέντα.
Υπάρχει μόνο ένα
πρόβλημα: Ο Trump έχει
ένα αδύναμο
διαπραγματευτικό χαρτί
και οι συνομιλητές του
το γνωρίζουν. Στο
Αφγανιστάν, οι Ταλιμπάν
έχουν κάθε λόγο να
αναμένουν ότι ο Τραμπ θα
γίνει όλο και πιο
απελπισμένος -και πιο
ευέλικτος- μέχρι τον
Νοέμβριο του 2020. Οι
ηγέτες της Κίνας είδαν
τώρα πόσο νευρικός
γίνεται ο Αμερικανός
πρόεδρος όταν λιποθυμά
το χρηματιστήριο,
προφανώς επιβεβαιώνοντας
την πεποίθηση ότι το
αυταρχικό σύστημα της
Κίνας μπορεί να αντέξει
τον πόνο ενός εμπορικού
πολέμου καλύτερα από όσο
οι Ηνωμένες Πολιτείες.
Από την πλευρά του, ο
ηγέτης της Βόρειας
Κορέας, Kim Jong Un,
γνωρίζει ότι ένας
πρόεδρος ο οποίος έχει
δηλώσει πρόωρα νίκη στην
πυρηνική διπλωματία δεν
μπορεί να αντέξει [10]
να δει να ξεσπά μια νέα
κρίση. Και οι Ιρανοί
έχουν ανακαλύψει ότι ο
Trump μιλάει σκληρά και
εφαρμόζει επιθετικές
κυρώσεις, αλλά -κατά τον
συνήθη αντιφατικό τρόπο-
δεν θέλει πραγματικά μια
σημαντική διπλωματική ή
στρατιωτική κρίση στον
Κόλπο.
Συνεπώς, οι συνομιλητές
του Trump δεν θα
βιάζονται να συνάψουν
συμφωνίες εκτός αν
μπορούν να οδηγήσουν σε
μερικές καλές ευκαιρίες.
Οι Ιρανοί έχουν δείξει
[11] ελάχιστο ενδιαφέρον
για τις προσπάθειες του
Trump να ξεκινήσει
συνομιλίες στην Γενική
Συνέλευση των Ηνωμένων
Εθνών, καθιστώντας σαφές
ότι θέλουν πρώτα να
λάβουν σημαντική
ανακούφιση από τις
κυρώσεις. Όταν ο
πρόεδρος έφθασε σε [12]
μια σύνοδο κορυφής στο
Camp David για να
τερματίσει τον πόλεμο
στο Αφγανιστάν, οι
Ταλιμπάν τον κράτησαν
τελικά σε απόσταση. Οι
Κινέζοι φαίνεται να
έχουν υποχωρήσει από την
προηγούμενη προσπάθειά
τους να επιτύχουν μια
μεγάλη οικονομική
συμφωνία με την
Ουάσινγκτον -εν μέρει
επειδή ανησυχούν ότι ο
Trump δεν θα την τιμήσει,
αλλά και επειδή φαίνεται
ότι σκέφτονται πως ο
χρόνος [13] δουλεύει
προς όφελός τους.
Ο Trump μπορεί να
ανακαλύψει ακόμη ότι οι
τακτικές πίεσης έχουν
αξία και για τις δύο
πλευρές. Εάν η
Πιονγκγιάνγκ πιστεύει
ότι ο Τραμπ είναι σε
δύσκολη πολιτική θέση,
γιατί να μην αυξήσει τη
μόχλευσή της με μερικές
επιλεκτικές προκλήσεις;
Μια τέτοια στρατηγική
φαίνεται να βρίσκεται
πίσω από τις πρόσφατες
δοκιμές πυραύλων μικρής
εμβέλειας του Kim. Σε
παρόμοιο πνεύμα, εάν το
Ιράν αντιληφθεί ότι ο
Trump είναι ταυτόχρονα
εχθρικός και αδύναμος,
γιατί να μην
χρησιμοποιήσει πυραύλους,
ειδικές δυνάμεις και
άλλες ασύμμετρες
δυνατότητες για να
δημιουργήσει
αντισταθμιστική μόχλευση;
Αυτό είναι ακριβώς το
σενάριο που
χρησιμοποίησε το Ιράν,
καθώς η εκστρατεία της «μέγιστης»
οικονομικής πίεσης του
Trump άρχισε πραγματικά
να πληγώνει στις αρχές
του 2019. Η ίδια βασική
στρατηγική –πίεση για
πλεονέκτημα σε μια
στιγμή εμφανούς
αμερικανικής αδυναμίας-
θα μπορούσε εύκολα να
προσελκύσει και άλλους
ανταγωνιστές. Αντί για
ένα έτος διπλωματικών
επιτευγμάτων, το 2020 θα
μπορούσε να είναι ένα
έτος επικίνδυνων
προκλήσεων.
ΑΝΑΒΙΩΣΗ ΤΟΥ ΔΙΕΘΝΙΣΜΟΥ;
Στο πεδίο της κοινής
γνώμης υπάρχουν καλύτερα
νέα σχετικά με τον ρόλο
των Ηνωμένων Πολιτειών
στον κόσμο. Πολλοί
σχολιαστές είδαν [14] τη
νίκη του Trump το 2016
ως προάγγελο [15] μιας
ευρύτερης [16]
αμερικανικής υποχώρησης
από την παγκόσμια ηγεσία.
Γιατί άλλο οι Αμερικανοί
θα επέλεγαν έναν πρόεδρο
που επέκρινε σθεναρά
τόσα πολλά
χαρακτηριστικά της
διεθνούς τάξης που
έχτισε η Ουάσιγκτον μετά
τον Δεύτερο Παγκόσμιο
Πόλεμο; Εντούτοις, κάτι
ενδιαφέρον συνέβη αφότου
ο Trump έγινε πρόεδρος:
Οι Αμερικανοί έγιναν
μετριοπαθώς περισσότερο
διεθνιστικοί στις
απόψεις τους.
Πρόσφατες δημοσκοπήσεις
δείχνουν ότι η
αμερικανική υποστήριξη
προς το ελεύθερο εμπόριο
έχει αυξηθεί σημαντικά
[17] από το 2016. Επίσης,
έχει αυξηθεί η στήριξη
για στρατιωτικές
συμμαχίες-κλειδιά και
σταθμευμένα στο
εξωτερικό στρατεύματα.
Και ενώ οι έννοιες όπως
η «φιλελεύθερη διεθνής
τάξη» δεν έχουν νόημα
[18] για τους
περισσότερους
Αμερικανούς, μια σαφής
πλειονότητα ερωτηθέντων
σε πρόσφατη δημοσκόπηση
του Center for American
Progress πιστεύει στο
ξεκάθαρο ισοδύναμο: «Η
δέσμευση της χώρας μας
να αναλάβει ηγετικό ρόλο
στην διαμόρφωση της
ασφάλειας και των
οικονομικών υποθέσεων σε
όλο τον κόσμο μετά τον
Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο
οδήγησε σε ασφαλέστερες
και πιο ευημερούσες ζωές
για τους Αμερικανούς».
Βεβαίως, εξακολουθούν να
υπάρχουν ρωγμές [19] στο
πολιτικό θεμέλιο του
αμερικανικού διεθνισμού.
Η ίδια δημοσκόπηση
δείχνει ότι οι
Αμερικανοί θα είναι
απρόθυμοι [18] να
υποστηρίξουν μια
φιλόδοξη εξωτερική
πολιτική, εκτός εάν
πρώτα αντιμετωπιστούν τα
πιεστικά εσωτερικά
προβλήματα. Ωστόσο, η
προεδρία του Trump δεν
έχει διαβρώσει δραματικά
την υποστήριξη του
κοινού για μια
διεθνιστική εξωτερική
πολιτική. Αντίθετα, οι
Αμερικανοί υποστηρίζουν
όλο και περισσότερο
κάποιες από τις
πολιτικές στις οποίες
επιτέθηκε πολύ σκληρά ο
Trump, όπως το εμπόριο
και οι συμμαχίες. Είναι
δύσκολο να πούμε ακριβώς
γιατί συμβαίνει αυτό.
Ωστόσο, δεδομένου ότι τα
ποσοστά έγκρισης της
εξωτερικής πολιτικής του
Trump [18] είναι χαμηλά
-περίπου στο 40%-
φαίνεται εύλογο ότι η
συμπεριφορά του
υπενθυμίζει σε
ορισμένους Αμερικανούς
γιατί είναι απαραίτητη η
σταθερή και
εποικοδομητική
αμερικανική ηγεσία.
Αν ο Trump χάσει το
2020, ο επόμενος
πρόεδρος μπορεί να είναι
σε θέση να αξιοποιήσει
αυτόν τον αυξανόμενα
δημοφιλή διεθνισμό σε
μια προσπάθεια να
αποκαταστήσει τις ζημιές
που έχει κάνει ο Trump
στην θέση των Ηνωμένων
Πολιτειών στον κόσμο.
Δυστυχώς, δεδομένων των
γεγονότων που συνέβησαν
τα τελευταία τρία χρόνια
και του τι πιθανώς θα
συμβεί κατά το επόμενο
διάστημα, θα υπάρξουν
πολλά που πρέπει να
επιδιορθωθούν.
Ο HAL BRANDS είναι
διακεκριμένος καθηγητής
στην έδρα Henry
Kissinger στο Johns
Hopkins-SAIS, μελετητής
στο American Enterprise
Institute, και
αρθρογράφος στο
Bloomberg Opinion.
Trading
σε ελληνικές μετοχές μέσω
της Πλατφόρμας Συναλλαγών Plus 500 (Κάντε Click και
Κατεβάστε την μοναδική πλατφόρμα συναλλαγών, χωρίς καμία
οικονομική υποχρέωση, περιλαμβάνει και λογαριασμό "επίδειξης"
- Demo).