Υπό τον Xi, το κινεζικό πολιτικό σύστημα γίνεται
ολοένα και πιο κλειστό, καθιστώντας ακόμη πιο
πολύτιμη την υπηρεσία που παρέχει το σώμα του
ξένου Τύπου. Τα τσιράκια του Xi έχουν συνθλίψει
πολλές οδούς πληροφόρησης στις προσπάθειές τους
να μετατρέψουν την Κίνα σε ολοένα και πιο
ολοκληρωτική κοινωνία.
-----------------
Η απέλαση από την Κίνα
πάνω από δώδεκα
Αμερικανών δημοσιογράφων
αναγγέλθηκε ως ένα ακόμη
βήμα προς έναν νέο Ψυχρό
Πόλεμο [1]. Κινέζοι
αξιωματούχοι
θριαμβολογούν σχετικά με
την κυριαρχία: Οι
απελάσεις, σύμφωνα με τα
λεγόμενά τους, είναι
απλά μια ανάλογη
απάντηση στις κινήσεις
της διοίκησης Trump να
περιορίσει σε 100 τον
αριθμό των Κινέζων
πολιτών που μπορούν να
δουλέψουν στις Ηνωμένες
Πολιτείες για πέντε
κινεζικούς κρατικούς
οργανισμούς ειδήσεων.
Αλλά η σύγκριση δεν
αντέχει: Το Πεκίνο
ουσιαστικά εκκαθαρίζει
τους τρεις καλύτερους
ανεξάρτητους οργανισμούς
ειδήσεων στην Κίνα, ενώ
τα δικά της μέσα
ενημέρωσης στις Ηνωμένες
Πολιτείες είναι ευρέως
κατανοητά ως σταθμοί
προπαγάνδας και θα
συνεχίσουν να ρητορεύουν
την γραμμή του κόμματος.
Ένας άνδρας διαβάζει
εφημερίδα στο Χονγκ
Κονγκ, τον Μάρτιο του
2017. Dagmar Schwelle /
laif/ Redux
Αυτό που είναι ιδιαίτερα
ειρωνικό είναι ότι ενώ
οι αναγνώστες στις
Ηνωμένες Πολιτείες θα
πληγωθούν από την
απόφαση της Κίνας να
εκκαθαρίσει τους
Αμερικανούς από τα
γραφεία των The New York
Times, The Washington
Post και The Wall Street
Journal, οι μεγαλύτεροι
ηττημένοι σε αυτό το «παιχνίδι»
[2], όπως το ονόμασε
εκπρόσωπος του
Υπουργείου Εξωτερικών
της Κίνας, θα είναι η
Κίνα και ο λαός της.
Προς το παρόν, οι
Κινέζοι αξιωματούχοι
μπορεί να είναι
ικανοποιημένοι να
καταγγέλλουν την «ιδεολογική
προκατάληψη» των
αμερικανικών μέσων
ενημέρωσης. Αλλά η Κίνα
θα πεθυμήσει αυτούς τους
δημοσιογράφους όταν θα
φύγουν.
Οι Αμερικανοί
δημοσιογράφοι
διαδραμάτισαν βασικό
ρόλο στην αφήγηση της
ιστορίας της Κίνας και
στην ενθάρρυνσή της να
εκσυγχρονιστεί, όχι μόνο
τα τελευταία 50 χρόνια
αλλά τα τελευταία 150
χρόνια. Οι ιστορίες τους
συχνά απείλησαν
κορυφαίους Κινέζους
αξιωματούχους και, από
το 1949, την ελίτ του
Κινεζικού Κομμουνιστικού
Κόμματος (CCP). Όμως,
τις τελευταίες δεκαετίες
ειδικότερα, η Κίνα έχει
ευημερήσει όταν έχει
αποδείξει ότι
ανταποκρίνεται στις
ιστορίες που οι
πολιτικοί θα μπορούσαν
αλλιώς να αγνοήσουν, και
έχει υποφέρει, συχνά
καταστροφικά, όταν αυτές
οι εξελίξεις έχουν
κατασταλεί. Λαμβάνοντας
υπόψη τους αυστηρούς
περιορισμούς για τους
Κινέζους δημοσιογράφους,
το σώμα των ξένων
ανταποκριτών ήταν
αναπόσπαστο στοιχείο στο
να έρχονται στο φως οι
ιστορίες. Σκεφτείτε την
αναφορά που έκαναν οι
Times και η Journal για
τα περιβαλλοντικά
προβλήματα της Κίνας.
Αυτό ήταν προς το σαφές
όφελος του κινεζικού
λαού. Ήταν επίσης, κατά
κάποιο τρόπο, προς
όφελος των ηγετών της
Κίνας, δεδομένου ότι η
επιτυχία τους εξαρτιόταν
από την ικανότητά τους
να ανταποκρίνονται στις
εθνικές ανάγκες και στις
λαϊκές απαιτήσεις –ανάγκες
και απαιτήσεις τις
οποίες συχνά θα
παρέβλεπαν χωρίς τις
προσπάθειες των
Αμερικανών δημοσιογράφων.
Η νέα επιδημία κορωνοϊού,
όπως και η έκρηξη του
SARS του 2003 πριν από
αυτήν, παρέχει ένα
ιδιαίτερα σοβαρό
παράδειγμα του τρόπου με
τον οποίο τα ξένα
ρεπορτάζ παρακινούσαν
την απαιτούμενη
κυβερνητική δράση. Το
2003, ένας γιατρός στο
Νοσοκομείο 301 του
Πεκίνου παρείχε σε μια
ρεπόρτερ του περιοδικού
Time, την Susan Jakes,
μια υπογεγραμμένη δήλωση
[3] με την οποία
κατηγορούσε τις
κινεζικές Αρχές για την
κάλυψη της σοβαρότητας
του SARS και μόνο τότε η
κυβέρνηση της Κίνας
έδρασε για να το
αντιμετωπίσει. Όταν
ξέσπασε η επιδημία του
κορωνοϊού τον Δεκέμβριο,
οι κομμουνιστικές Αρχές
προσπάθησαν αρχικά [4]
να φιμώσουν τους
γιατρούς στην πρώτη
γραμμή, εμποδίζοντάς
τους να χτυπήσουν τον
συναγερμό. Σκέπτεστε τι
θα μπορούσε να συμβεί αν
είχαν πετύχει; Οι
Δυτικοί δημοσιογράφοι,
με επικεφαλής εκείνους
από τους Times, την Post
και την Journal,
βοήθησαν να σπάσουν το
μπλοκάρισμα των
στοιχείων και έθεσαν την
κινεζική κυβέρνηση
ενώπιον των ευθυνών της.
Τα ρεπορτάζ της Anna
Fifield από την Post
στις αρχές της πανδημίας
εξέθεσαν την υποτίμηση
του αριθμού [5] των
θανάτων, γεγονός που
βοήθησε να ενθαρρυνθούν
τα κινεζικά μέσα
ενημέρωσης ώστε να
ακολουθήσουν το
παράδειγμά της. Και ο
Chris Buckley από τους
Times έθεσε το πρότυπο
για τα ρεπορτάζ σε πρώτο
πρόσωπο [6] από την
κλειστή πόλη Wuhan. (Ο
Buckley είναι Αυστραλός,
αλλά η τελευταία του
υπογραφή στους Times
ήταν στις 14 Φεβρουαρίου).
ΞΕΧΑΣΤΕ ΤΟΝ ΑΝΘΡΩΠΟ ΤΟΥ
ΤΑΝΚ
Μέχρι το τέλος του
δέκατου ένατου αιώνα, οι
Αμερικανοί δημοσιογράφοι
βρίσκονταν στην πρώτη
γραμμή της προσπάθειας
της Κίνας για
εκσυγχρονισμό. Το 1867,
ο νεαρός John Allen,
ένας Μεθοδιστής
ιεραπόστολος από την
Τζόρτζια, ίδρυσε στην
Σαγκάη ένα μηνιαίο
περιοδικό στην κινεζική
γλώσσα που ονομαζόταν
The Globe. Από τις
σελίδες του The Globe,
οι Κινέζοι αναγνώστες
έμαθαν για πρώτη φορά
για την δημοκρατία, τον
σοσιαλισμό, την
οικονομία, και τις
παγκόσμιες υποθέσεις. Το
The Globe ηγήθηκε επίσης
στον τελικά επιτυχημένο
αγώνα για την απαγόρευση
του δεσίματος των ποδιών.
Στην δεκαετία του 1930,
οι κομμουνιστές της
Κίνας επέλεξαν έναν
Αμερικανό δημοσιογράφο,
τον Edgar Snow από το
Μισσούρι, στην επική
μάχη δημοσίων σχέσεων με
τον εθνικιστή ηγέτη
Chiang Kai-shek. Ο Snow
ήταν κρίσιμος για μια
κομμουνιστική εκστρατεία
ώστε να μετατρέψει τον
ηγέτη του κόμματος Μάο
Τσε Τουνγκ από έναν
βασιλιά ληστών σε, όπως
το έθεσε ο Snow, μια «μάλλον
Λινκολνική φιγούρα» που
«μπορεί να γίνει ένας
πολύ σπουδαίος άνθρωπος».
Δεν ήταν τυχαίο το
γεγονός ότι ο Μάο κάθισε
για περισσότερες
συνεντεύξεις με τον Snow
στο επιτυχημένο έργο του
Red Star Over China (Κόκκινο
Αστέρι Πάνω από την Κίνα)
από όσες με οποιονδήποτε
Κινέζο αρθρογράφο.
Στην δεκαετία του 1930,
Αμερικανοί δημοσιογράφοι
ηγήθηκαν της εκστρατείας
για να πείσουν τις
Ηνωμένες Πολιτείες να
στηρίξουν την Κίνα
ενάντια στις λεηλασίες
της αυτοκρατορικής
Ιαπωνίας. Οι Ιάπωνες
πράκτορες προσπάθησαν
ακόμη και να κάνουν τον
εκδότη εφημερίδας με
έδρα την Σαγκάη, John
Benjamin Powell, να
απελαθεί από την Κίνα -και
όταν αυτό δεν
λειτούργησε, προσπάθησαν
να τον ανατινάξουν με
χειροβομβίδα. (Αφότου οι
Ηνωμένες Πολιτείες
κήρυξαν τον πόλεμο στην
Ιαπωνία, τον κλείδωσαν
σε ένα στρατόπεδο
κράτησης, πήραν τα
παπούτσια του και
ακρωτηρίασαν όλα τα
δάχτυλά του αφότου
μολύνθηκε από γάγγραινα).
Και αργότερα, κατά την
διάρκεια του Ψυχρού
Πολέμου, Αμερικανοί
δημοσιογράφοι όπως ο
William Worthy της
Baltimore Afro-American
διακινδύνευσαν την
φυλάκισή τους στις
Ηνωμένες Πολιτείες
επειδή έκαναν ρεπορτάζ
από την Κίνα˙ τα άρθρα
εκδοτών των αμερικανικών
εφημερίδων τάσσονταν
υπέρ της επίσημης
αναγνώρισης της
κομμουνιστικής
κυβέρνησης του Πεκίνου
από την κυβέρνηση των
ΗΠΑ.
Αφότου ο πρόεδρος
Ρίτσαρντ Νίξον
πραγματοποίησε την
ιστορική επίσκεψή του
στην Κίνα το 1972, το
ΚΚΚ συνέχισε να
επωφελείται από τα
αμερικανικά ρεπορτάζ.
Στην πραγματικότητα, οι
περισσότερες σημαντικές
ανακοινώσεις του
κόμματος έγιναν μπροστά
σε έναν Δυτικό
δημοσιογράφο που συχνά
ήταν Αμερικανός. Από την
απόφαση της Κίνας να
συμμετάσχει στον
Παγκόσμιο Οργανισμό
Εμπορίου μέχρι τις
επιπτώσεις των
εσωτερικών μαχών του ΚΚΚ,
οι Αμερικανικοί
δημοσιογράφοι ήταν συχνά
οι πρώτοι που μετέδιδαν
αυτές τις πληροφορίες
στον κόσμο.
Οι Αμερικανοί
δημοσιογράφοι ήταν
ενοχλητικοί, αλλά η
υπηρεσία που προσέφεραν,
ειδικά στους Κινέζους,
ήταν πολύτιμη. Σκεφτείτε
τις τελευταίες δεκαετίες
σχετικά με τις βασικές
ιστορίες που αφορούν την
Κίνα και σχεδόν κάθε
φορά υπήρχε ένας
Αμερικανικός
δημοσιογράφος αν όχι στο
κέντρο, τουλάχιστον
κοντά. Στην καταστολή
στην Πλατεία Τιενανμέν
το 1989; Ο Jeff Widener,
ένας δημοσιογράφος του
Associated Press από το
Long Beach της
Καλιφόρνιας, πήρε την
εμβληματική φωτογραφία
του «ανθρώπου με το τανκ»,
ενός μοναχικού διαδηλωτή
ο οποίος, μετά την
καταστολή της 4ης
Ιουνίου, σταμάτησε μια
σειρά τανκς του Λαϊκού
Απελευθερωτικού Στρατού.
Στο ΚΚΚ ίσως να μην
άρεσε η φωτογραφία, αλλά
καμία εικόνα από τον
όλεθρο δεν έπιασε
καλύτερα το πάθος από τη
μάταιη αντιπαράθεση
μεταξύ του ανθρώπου και
της πολεμικής μηχανής. Η
φωτογραφία του Widener
ήταν το σημείο εκκίνησης
χιλιάδων συζητήσεων με
Κινέζους φοιτητές που
ήρθαν στις Ηνωμένες
Πολιτείες, συχνά για να
σπουδάσουν επιστήμες
αλλά τελικά για να
μάθουν πολλά-πολλά
περισσότερα.
Στην συνέχεια, υπάρχει η
πολυδιαφημισμένη
καταστολή της διαφθοράς
από το ΚΚΚ υπό τον
πρόεδρο και γενικό
γραμματέα Κινεζικού
Κομμουνιστικού Κόμματος,
Xi Jinping. Το
πρωτοποριακό έργο των
Αμερικανών δημοσιογράφων
των New York Times,
Michael Forsythe και
David Barboza, σχετικά
με τις περιουσίες των
οικογενειών των υψηλά
ισταμένων και ισχυρών
της Κίνας έθεσε ένα νέο
πρότυπο για την
ερευνητική δημοσιογραφία
επί του οικονομικού
εγκλήματος. Χωρίς
αμφιβολία, οι
λεπτομέρειες των
ρεπορτάζ τους ντρόπιασαν
το ΚΚΚ σε μεγάλο βαθμό,
αλλά κάθε μεμονωμένος
Κινέζος αξιωματούχος με
τον οποίο μίλησα, έχει
αναγνωρίσει ιδιωτικά ότι
αυτά τα ρεπορτάζ
αποτελούσαν ένα
απαραίτητο, ενθαρρυντικό
τονωτικό σε ένα
αρτηριοσκληρωτικό
πολιτικό σύστημα. Αυτό
δεν θα είχε ποτέ συμβεί
εάν αυτοί οι
δημοσιογράφοι δεν ήταν
στην Κίνα.
ΚΑΤΑΛΛΗΛΟ ΠΡΟΣ ΕΚΤΥΠΩΣΗ
Είδα πόσο χρήσιμοι θα
μπορούσαν να είναι οι
Αμερικανοί δημοσιογράφοι
στην Κίνα πολλές φορές
όταν έκανα ρεπορτάζ εκεί
στα τέλη της δεκαετίας
του 1990 και στις αρχές
της δεκαετίας του 2000,
αλλά μια ιστορία θα
αρκούσε. Το 2000
συμμετείχα σε μια ομάδα
δημοσιογράφων από την
Washington Post, οι
οποίοι εξέθεσαν ηθικά
αμφιλεγόμενες
ερευνητικές
δραστηριότητες [7] από
την Σχολή Δημόσιας
Υγείας του Πανεπιστημίου
του Χάρβαρντ στην
κεντρική Κίνα. Οι
ιστορίες αποκάλυψαν ότι
στα μέσα της δεκαετίας
του '90, οι ερευνητές
του Χάρβαρντ πήγαν στην
ύπαιθρο της Κίνας,
προσέφεραν σε Κινέζους
αγρότες υγειονομικούς
ελέγχους που ποτέ δεν
παρασχέθηκαν, και τους
πήραν αίμα σε μια
προσπάθεια να κάνουν μια
βιοτεχνολογική ανακάλυψη
για την θεραπεία του
άσθματος. Οι ερευνητές
ούτε εξήγησαν τον σκοπό
της έρευνας ούτε έλαβαν
την απαραίτητη
συγκατάθεση.
Μετά από ένα ταξίδι για
ρεπορτάζ, πριν
δημοσιευθεί η ιστορία,
μια αξιωματούχος από το
Τμήμα Πληροφόρησης του
Υπουργείου Εξωτερικών με
κάλεσε για να ρωτήσει
γιατί είχα ταξιδέψει
στην επαρχία Anhui.
Ανησυχούσε ότι ήμουν
εκεί για να συγκεντρώσω
στοιχεία σχετικά με τις
αναγκαστικές αμβλώσεις,
ως μέρος μιας ιστορίας
σχετικά με την «πολιτική
ενός παιδιού» της Κίνας.
Όταν της είπα ότι
εργαζόμουν για την
περίπτωση του Χάρβαρντ,
έγειρε το κεφάλι της και
είπε: «Θέλετε να πείτε
ότι γράφετε κάτι για
λογαριασμό του κινεζικού
λαού;» (Στην
πραγματικότητα, της είπα,
«τα περισσότερα ρεπορτάζ
που κάνουμε στην Κίνα
είναι εξ ονόματος του
κινεζικού λαού»). Το
επίσημο κινεζικό
πρακτορείο ειδήσεων
Xinhua ακολούθησε τα
ρεπορτάζ της Post με
δικές του ιστορίες. Και
το 2002, ο πρόεδρος του
Χάρβαρντ, Larry Summers,
κατά την διάρκεια μιας
ομιλίας του στο
Πανεπιστήμιο του Πεκίνου,
ζήτησε δημόσια συγγνώμη
[8] για τις ενέργειες
των ερευνητών του
Χάρβαρντ.
Αυτό μας πηγαίνει σε
έναν άλλο βασικό ρόλο
που παίζουν τα ξένα μέσα
ενημέρωσης στην Κίνα.
Επί δεκαετίες, οι ξένοι
δημοσιογράφοι
χρησίμευσαν ως αγωγός
για πληροφορίες που
κανονικά δεν θα
μπορούσαν να καταλήξουν
στο κινεζικό σύστημα.
Κάθε μέρα, το
Κομμουνιστικό Κόμμα
δημοσιεύει μια συλλογή
αναφορών από τις ξένες
εκδόσεις για την Κίνα.
Αυτή η συλλογή είναι
διαβαθμισμένη, και είναι
επίσης πολύτιμη για
εκείνους που έχουν υψηλό
αξίωμα ώστε να
αποκτήσουν πρόσβαση σε
αυτήν. Μια
αποχαρακτηρισμένη έκδοση
αυτής της συλλογής, η
Cankao Xiaoxi, έχει τη
μεγαλύτερη κυκλοφορία
οποιασδήποτε εφημερίδας
στην Κίνα.
Σε ένα κλειστό σύστημα
όπως της Κίνας, αυτές οι
αναφορές αποτελούν
βασική πηγή ειδήσεων και
προοπτικής. Σε ένα
περιβάλλον όπου όλες οι
ειδήσεις πρέπει να
ταιριάζουν σε ένα
αφήγημα που έχει οριστεί
από το Υπουργείο
Προπαγάνδας, τα
εναλλακτικά γεγονότα
βρίσκονται σε
περιορισμένη προσφορά
και έτσι είναι μοναδικά
πολύτιμα. Αυτό είναι που
οι ξένοι δημοσιογράφοι
παρέχουν στην κινεζική
κυβέρνηση˙ αυτή η
υπηρεσία θα υποφέρει
όταν το Πεκίνο μηδενίσει
την αμερικανική συμβολή
στην προσπάθεια αυτή.
ΑΒΟΛΕΣ ΑΛΗΘΕΙΕΣ
Υπό τον Xi, το κινεζικό
πολιτικό σύστημα γίνεται
ολοένα και πιο κλειστό,
καθιστώντας ακόμη πιο
πολύτιμη την υπηρεσία
που παρέχει το σώμα του
ξένου Τύπου. Τα τσιράκια
του Xi έχουν συνθλίψει
πολλές οδούς
πληροφόρησης στις
προσπάθειές τους να
μετατρέψουν την Κίνα σε
ολοένα και πιο
ολοκληρωτική κοινωνία.
Έχουν καταστήσει
αυστηρότερους τους
ελέγχους σε μη
κυβερνητικούς
οργανισμούς, έβαλαν
συνηγόρους των
ανθρωπίνων δικαιωμάτων
στην φυλακή, και
αντικατέστησαν τους
συντάκτες των κάποτε
σταυροφορικών κινεζικών
εφημερίδων όπως η
Southern Weekend με
κομματικούς
δημοσιογράφους. Κάτω από
τέτοιες πιέσεις, είναι
ακόμη πιο δύσκολο για
τους αξιωματούχους του
ΚΚΚ να αναφέρουν κακά
νέα στο Πεκίνο.
Τον Νοέμβριο, οι New
York Times δημοσίευσαν
μια σειρά από ιστορίες
[9] που βασίζονται σε
διαρρεύσαντα έγγραφα του
ΚΚΚ σχετικά με τη μαζική
φυλάκιση περισσότερων
από ένα εκατομμύριο
Ουιγούρων στην
βορειοδυτική Κίνα. Η
πηγή της διαρροής είναι
σχεδόν τόσο συναρπαστική
όσο το περιεχόμενο: «Ένα
μέλος του κινεζικού
πολιτικού κατεστημένου».
Αυτό δείχνει μεγαλύτερη
δυσαρέσκεια στο
εσωτερικό της δομής του
κόμματος για την
καταστολή από όσο ήταν
γνωστό. Δεν θα ήθελε η
ηγεσία της Κίνας να το
ξέρει αυτό; Βεβαίως,
είναι μια άβολη αλήθεια,
αλλά είναι σημαντική.
Και οι πιθανότητες ότι
κάποιος θα κάνει
ρεπορτάζ και θα γράψει
μια παρόμοια ιστορία θα
γίνουν μικρότερες με
κάθε ξένο δημοσιογράφο
που θα απελαθεί.
Ο JOHN POMFRET είναι ο
συγγραφέας του βιβλίου
The Beautiful Country
and the Middle Kingdom
και πρώην διευθυντής του
γραφείου της εφημερίδας
The Washington Post στο
Πεκίνο.
Trading
σε ελληνικές μετοχές μέσω
της Πλατφόρμας Συναλλαγών Plus 500 (Κάντε Click και
Κατεβάστε την μοναδική πλατφόρμα συναλλαγών, χωρίς καμία
οικονομική υποχρέωση, περιλαμβάνει και λογαριασμό "επίδειξης"
- Demo).