| Ειδήσεις - Αναλύσεις | Ο Κυνηγός | Λεωφόρος Αθηνών | "Κουλου - Βάχατα" | +/- | Fundamentalist | Marx - Soros | Start Trading |

 

 
 

Η αποτυχία της ελληνικής αποτροπής έναντι της Τουρκίας

 

Τρίτη, 00:01 - 29/12/2020

 

   Share

 

Περίληψη: 

 

Αποφεύγοντας και όχι αποτρέποντας τον πόλεμο, τον φέρνεις απλώς πιο κοντά. Το ότι δεν ξεσπά αμέσως, όπως θα περίμενε κάποιος, είναι διότι αφ’ ενός μεν ο επιτιθέμενος έχει την πρωτοβουλία των κινήσεων και άρα εκείνος επιλέγει τον χρόνο, αφ’ ετέρου διότι ο επιτιθέμενος επιτυγχάνει τους εθνικούς του σκοπούς στην «γκρι ζώνη» μεταξύ ειρήνης και πολέμου, όσο η αποτροπή σου δεν λειτουργεί. Δεν έχει λόγο να προσφύγει σε πόλεμο.

 

 

-----------------------

 

Από την εισβολή της Τουρκίας στην Κύπρο το 1974 οπότε και άρχισαν οι διεκδικήσεις της σε βάρος των ελληνικών συμφερόντων και δικαιωμάτων στο Αιγαίο, το ελληνικό πολιτικό σύστημα το οποίο είναι και υπεύθυνο για την χάραξη και εφαρμογή της Στρατηγικής Ασφαλείας της χώρας, συνειδητοποίησε ότι η Τουρκία αποτελεί απειλή για την εδαφική ακεραιότητα της χώρας και ότι θα πρέπει να αντιμετωπιστεί. Έγινε αντιληπτό ότι η συμμετοχή μας στην Ατλαντική Συμμαχία, ενώ ήταν χρήσιμη για την ασφάλεια της Ελλάδας από βορρά, ουδένα ρόλο θα έπαιζε σε περίπτωση ελληνο-τουρκικής συγκρούσεως. Έτσι έπρεπε να χαραχθεί μια στρατηγική αντιμετωπίσεως της τουρκικής απειλής, η οποία εκδηλωνόταν όλο και πιο καθαρά τα χρόνια που ακολούθησαν. Από το ελληνικό πολιτικό σύστημα θεωρήθηκε ότι η κατάλληλη μέθοδος ώστε να διαφυλαχθούν τα δικαιώματα μας στο Αιγαίο και να αποφευχθεί μια θερμή σύγκρουση με την Τουρκία ήταν η στρατηγική της αποτροπής. Αυτή η στρατηγική ισχύει μέχρι και σήμερα.

 

 

Τουρκικοί πεζοναύτες στην άσκηση με πραγματικά πυρά EFES-2018 κοντά στην Σμύρνη, στην Τουρκία, στις 10 Μαΐου 2018. REUTERS/Osman Orsal
 

------------------------------------------------------

 

Το ερώτημα που τίθεται, λοιπόν, σήμερα, στο 2020, είναι εάν μετά από τόσα χρόνια εφαρμογής αυτής της στρατηγικής, αντιμετωπίστηκε με επιτυχία η τουρκική απειλή; Κατάφερε η Ελλάδα με την στρατηγική που υιοθέτησε να κάνει την Τουρκία να αλλάξει συμπεριφορά και να εγκαταλείψει την αναθεωρητική πολιτική της; Εξασφάλισε η Ελλάδα τα δικαιώματά της που απορρέουν από το Διεθνές Δίκαιο στο Αιγαίο; Η θέση του άρθρου είναι πως η ελληνική αποτροπή απέτυχε να αντιμετωπίσει τον τουρκικό αναθεωρητισμό, διότι για πολλούς λόγους δεν ήταν πειστική. Τους λόγους αυτούς θα προσπαθήσει να αναζητήσει το παρόν άρθρο, με επίκεντρο τον τρόπο που το ελληνικό σύστημα ασφαλείας αντιλαμβάνεται την έννοια της αποτροπής.

 

Πλέον αυτού, πρέπει να σημειωθεί, ότι η Αποτροπή μόνη της, δεν μπορεί να υποκαταστήσει μια ολοκληρωμένη Στρατηγική Εξωτερικής Πολιτικής, για την προώθηση των εθνικών συμφερόντων [1]. Και αυτή η στρατηγική ουδέποτε υπήρξε [2].

 

ΤΙ ΕΙΝΑΙ ΑΠΟΤΡΟΠΗ ΚΑΙ ΤΙ ΧΡΕΙΑΖΕΤΑΙ ΣΤΑ ΚΡΑΤΗ

 

Η Αποτροπή είναι η δια της απειλής [3] αποθάρρυνση ενός μέρους να αναλάβει ενέργεια κατά των συμφερόντων του απειλούντος, υπό τον φόβο των συνεπειών που θα υποστεί, εάν παρά την απειλή που διατυπώνει ο αποτρέπων, αυτός αναλάβει την ενέργεια. Η Αποτροπή οδηγεί κάποιον στο να μην ενεργήσει, υπό τον φόβο των αντιποίνων [4]. Σε θεωρητικό επίπεδο, στην γκάμα των στρατηγικών που έχουν στην διάθεση τους τα κράτη για να διαφυλάξουν την ασφάλειά τους, δηλαδή να εξασφαλίσουν την επιβίωσή τους στο άναρχο διεθνές περιβάλλον [5], είναι και αυτή του Πειθαναγκασμού (Coercion). Αυτή η στρατηγική έχει δυο μορφές, τον Εξαναγκασμό (Compellence) και την Αποτροπή (Deterrence) [6]. Για την οικονομία του χώρου, εδώ αναφέρεται μόνο η Αποτροπή, η οποία παίρνει δυο μορφές [7] αναλόγως του σκοπού που εξυπηρετεί:

 

- Αποτροπή μέσω αρνήσεως των στόχων του αποτρεπομένου (Deterrence by denial)
 

- Αποτροπή μέσω τιμωρίας του αποτρεπομένου (Deterrence by punishment)

 

Η ελληνική αποτροπή, εκ των πραγμάτων, περιλαμβάνει και τις δυο μορφές. Η αμυντική διάταξη των μονάδων του Στρατού Ξηράς στον Έβρο και στα νησιά από την Σαμοθράκη μέχρι και την νήσο Μεγίστη, υποδηλώνει την πρόθεση της χώρας να αρνηθεί στην Τουρκία κέρδη μέσω της καταλήψεως εθνικού εδάφους.

 

Όμως, μένει και ένα δεύτερο μέρος, αυτό της αποτροπής εχθρικών ενεργειών που δεν αποσκοπούν αμέσως στην κατάληψη εθνικού εδάφους και οι οποίες εκδηλώνονται με την μορφή παραβιάσεων όπως αυτές του Εθνικού Εναερίου Χώρου (ΕΕΧ), των Εθνικών Χωρικών Υδάτων (ΕΧΥ), της Υφαλοκρηπίδας και της Αποκλειστικής Οικονομικής Ζώνης (ΑΟΖ). Την εξέλιξη αυτών των προκλήσεων για τα συμφέροντα της Ελλάδας βιώνουμε καθημερινά, τόσο στον Έβρο όσο και στο Αιγαίο και προσφάτως και στην ανατολική Μεσόγειο. Τέτοιες ενέργειες, όμως, θα έπρεπε να αποτρέπονται από την ελληνική στρατηγική, διότι δια μέσου αυτών, χωρίς προσφυγή σε πόλεμο αλλά με χρήση στρατιωτικής δυνάμεως, η Τουρκία επιτυγχάνει στόχους της εξωτερικής πολιτικής της και απαγορεύει στην Ελλάδα την εξάσκηση των νομίμων δικαιωμάτων της.

 

Το βασικότερο στοιχείο της Αποτροπής, είναι η αξιοπιστία της απειλής. Η αξιοπιστία είναι μια λειτουργία που συμβαίνει στην εκτίμηση του αντιπάλου για τις στρατιωτικές δυνατότητες και την βούληση του πολιτικού συστήματος του αποτρέποντος, να χρησιμοποιήσει στρατιωτική ισχύ για την πραγματοποίηση της απειλής [8]. Πώς όμως το μήνυμα της αποτροπής γίνεται πιστευτό στον αντίπαλο, ώστε να μην ενεργήσει με συγκεκριμένο τρόπο; Η αξιοπιστία της αποτροπής βασίζεται μεταξύ άλλων, σε τρία στοιχεία [9]:

 

- Να έχει ο αποτρέπων την ικανότητα να επιφέρει το πλήγμα που λέει ότι θα επιφέρει. Το πλήγμα είναι σημαντικό γιατί αυτό αποτελεί το κόστος που θα πληρώσει ο αποτρεπόμενος σε περίπτωση που δεν αλλάξει συμπεριφορά.
- Το διακύβευμα να αξίζει την ενέργεια που διακηρύσσει ο αποτρέπων ότι θα αναλάβει.
- Να έχει ο αποτρέπων την πολιτική βούληση να αναλάβει την ενέργεια.

 

Το ότι πρέπει να γίνει πιστευτό το μήνυμα της Αποτροπής από τον αντίπαλο, δείχνει ότι η Αποτροπή δεν είναι μια κατάσταση που την επιτυγχάνει ένας δρων μόνος του [10]. Η Αποτροπή είναι αποτέλεσμα αλληλεπιδράσεως, δηλαδή σχέσεως μεταξύ δυο μερών και δεν έχει σημασία τι πιστεύει ο αμυνόμενος για την αποτελεσματικότητα της αποτρεπτικής του στρατηγικής, αλλά τι καταλαβαίνει ο αποτρεπόμενος από την απειλή και την εφαρμογή της στρατηγικής αυτής στην πράξη.

 

Η χρήση της στρατιωτικής ισχύος για την προώθηση των εθνικών συμφερόντων ενός δημοκρατικού κράτους, είναι πάντοτε πολιτική απόφαση. Οι ένοπλες δυνάμεις (ΕΔ) δεν είναι αυθύπαρκτες, αλλά εργαλείο στα χέρια της εκάστοτε πολιτικής ηγεσίας. Γι’ αυτό και αν δεν υπάρχει η πολιτική βούληση για την υλοποίηση της απειλής που περιλαμβάνει η αποτροπή, δεν υφίσταται αποτροπή.

 

Λόγω του ότι το διεθνές σύστημα είναι άναρχο, τα κράτη διατηρούν ΕΔ προκειμένου να αποτρέπουν απειλές κατά της εθνικής ασφαλείας τους και επίδοξους σφετεριστές των δικαιωμάτων τους. Η αποτροπή λοιπόν χρειάζεται για να υποχρεώνει κράτη που σχεδιάζουν τον σφετερισμό δικαιωμάτων άλλων κρατών, να σκεφτούν το κόστος που θα υποστούν σε περίπτωση που αναλάβουν την ενέργεια που έχουν κατά νουν. Δια της αποτροπής περιφρουρείται η ασφάλεια ενός κράτους, αφού αλλιώς, επιθετικά κράτη επιδιώκουν να επιτύχουν στόχους εξωτερικής πολιτικής με γρήγορες και φθηνές νίκες [11]. Για τον λόγο αυτό, ο αποτρέπων δεν πρέπει να δείχνει ότι δεν επιθυμεί να πολεμήσει εάν η αποτροπή αποτύχει. Η πιθανότητα από μια διεκδίκηση να εμπλακεί ένας επιτιθέμενος σε παρατεταμένη πολεμική σύγκρουση, συμβάλλει στην αποτροπή.

 

Όμως, όλα αυτά είναι στην θεωρία. Μια κυβέρνηση, έχει να εφαρμόσει την θεωρία στην πράξη, επιλέγοντας την κατάλληλη ευκαιρία, τον χρόνο, και τον χώρο.

 

ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΗ ΑΣΦΑΛΕΙΑΣ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ ΑΠΟ ΤΟ 1974 ΚΑΙ ΜΕΤΑ

 

Η τουρκική εισβολή στην Κύπρο το 1974, κατέδειξε ότι η Ελλάδα δεν μπορούσε να στηρίζεται στο ΝΑΤΟ για να προασπίσει τα εθνικά συμφέροντά της και συνεπώς θα έπρεπε να χαράξει αυτόνομη στρατηγική για την αντιμετώπιση της τουρκικής απειλής. Η νέα αυτή στρατηγική έδινε βάρος στην εσωτερική εξισορρόπηση με την οικονομική ανάπτυξη και την ενίσχυση των ενόπλων δυνάμεων [12] καθώς και στην σταδιακή ανάπτυξη αποτρεπτικών ικανοτήτων, χωρίς να εγκαταλείπεται και η εξωτερική εξισορρόπηση [13]. Μέρος αυτής της στρατηγικής, αποτελεί το στρατιωτικό δόγμα [14], το οποίο όλα αυτά τα χρόνια περιγράφεται από το ελληνικό πολιτικό σύστημα, ως αποτρεπτικό.

 

Από το πρώτο εξάμηνο του 1974 και μετά την ανακοίνωση της Ελλάδας για ανεύρεση πετρελαϊκού κοιτάσματος στην Θάσο, η Τουρκία άρχισε να θέτει μεταξύ των άλλων, θέματα με τα ελληνικά χωρικά ύδατα, την υφαλοκρηπίδα και άλλα [15]. Και ενώ ο αρχικός στόχος της Τουρκίας ήταν να εμποδίσει την Ελλάδα να διεξάγει έρευνες για πετρέλαιο και σε άλλες περιοχές του Αιγαίου, γρήγορα άρχισε να αμφισβητεί την κυριαρχία της Ελλάδος στον χώρο μεταξύ των 6 ναυτικά μίλια των ελληνικών χωρικών υδάτων (ΕΧΥ) και των 10 μιλίων του ελληνικού εναερίου χώρου (ΕΕΧ), άρχισε να αντιδρά στην πιθανότητα επεκτάσεως των ΕΧΥ στα 12 νμ, καθώς και στο δικαίωμα των νησιών να έχουν υφαλοκρηπίδα.

 

Από το 1975 και μετά, το ελληνικό σύστημα ασφαλείας, προσπαθεί να κατοχυρώσει τα ελληνικά δικαιώματα στο Αιγαίο και να αντιμετωπίσει την τουρκική απειλή, η οποία αναπτύσσεται σε τρία διαφορετικά αλλά αλληλένδετα επίπεδα [16]:

 

α. Απειλή δημιουργίας επεισοδίων χαμηλής εντάσεως.
β. Απειλή πολέμου σε περίπτωση επεκτάσεως των ΕΧΥ στα 12 νμ.
γ. Απειλή γενικευμένης επιθέσεως με πρωτοβουλία της Τουρκίας.

 

Έτσι στον Έβρο και στα νησιά του βορείου Αιγαίου αναπτύχθηκαν αμυντικά μονάδες του ελληνικού στρατού, δημιουργείται το Δ’ Σώμα Στρατού στην Θράκη, ενώ οργανώνονται και μονάδες Εθνοφυλακής για την αυτοάμυνα των νήσων της Δωδεκανήσου, υπαγόμενες στην Ανωτάτη Στρατιωτική Διοίκηση Εσωτερικού και Νήσων (ΑΣΔΕΝ).

 

Τον Νοέμβριο του 1981, η τότε ελληνική κυβέρνηση εξέφρασε την θέση «Η Ελλάδα δεν διεκδικεί τίποτα από την Τουρκία, αλλά και δεν διαπραγματεύεται τα κυριαρχικά της δικαιώματα» [17]. Η θέση αυτή χρησιμοποιήθηκε πολλές φορές από Έλληνες πολιτικούς έκτοτε και χρησιμοποιείται ακόμα και τώρα, που η τουρκική προκλητικότητα έχει ξεπεράσει κάθε όριο [18]. Με βάση την διακήρυξη αυτή, δεν έπρεπε να γίνεται αποδεκτή οποιαδήποτε παραβίαση των κυριαρχικών δικαιωμάτων της χώρας, σε αέρα, θάλασσα και ξηρά [19]. Μάλιστα η Ελλάδα στις 6 Μαρτίου 1985, απεφάσισε στην αγορά 40 μαχητικών Mirage 2000 και 40 F-16, γεγονός που λίγα χρόνια μετά, της έδινε πολλές δυνατότητες αποτελεσματικής αποτροπής.

 

Τον Νοέμβριο του 1993, υιοθετήθηκε το δόγμα του Ενιαίου Αμυντικού Χώρου (ΕΑΧ) μεταξύ Ελλάδος και Κύπρου. Σύμφωνα μ’ αυτό, οποιαδήποτε τουρκική απειλή στον Έβρο, στο Αιγαίο, ή στην νεκρή ζώνη στην Κύπρο, θα ενεργοποιούσε το σύστημα ασφαλείας και των δυο χωρών [20]. Το δόγμα του ΕΑΧ ίσχυσε από το 1994 μέχρι και το 2001, οπότε και εγκαταλείφθηκε. Όλα αυτά τα χρόνια, διεξαγόταν ετησίως η διακλαδική άσκηση «Τοξότης», με συμμετοχή δυνάμεων Ελλάδας και Κύπρου.

 

Στις 10 Δεκεμβρίου 2010, ο τότε υπουργός Εθνικής Άμυνας Ευάγγελος Βενιζέλος, απευθυνόμενος στους σπουδαστές της Ανωτάτης Διακλαδικής Σχολής Πολέμου, αναφερόμενος στην Πολιτική Εθνικής Άμυνας, είπε ότι «το δόγμα μας είναι αμυντικό-αποτρεπτικό» [21].

 

Παρά τις διακηρύξεις, όμως, για την ισχύουσα αποτροπή, οι τουρκικές διεκδικήσεις χρόνο με τον χρόνο αυξάνονται σε ξηρά, αέρα και θάλασσα. Στην επομένη παράγραφο θα δούμε τις σπουδαιότερες εξ αυτών, από το 1974 και μετά.

 

ΑΠΟΤΡΟΠΗ ΚΑΙ ΤΟΥΡΚΙΚΕΣ ΔΙΕΚΔΙΚΗΣΕΙΣ

 

Τα προβλήματα με τις πτήσεις αεροσκαφών ξεκινούν στο τέλος Ιουλίου του 1974, όταν η Τουρκία άρχισε να αμφισβητεί την δικαιοδοσία του FIR Αθηνών, εκφράζοντας την άποψη ότι όλα τα αεροσκάφη που διέσχιζαν το μέσον του Αιγαίου έπρεπε να ενημερώνουν το Κέντρο Ελέγχου Εναερίου Κυκλοφορίας της Κων/πολεως και όχι αυτό της Αθήνας. Στο βόρειο Αιγαίο, το μέσον αντιστοιχεί στον 25ο μεσημβρινό ο οποίος έκτοτε θα μεταβληθεί σε μόνιμο όριο όλων των διεκδικήσεων που σχετίζονται με το Αιγαίο [22].

 

Η αμφισβήτηση του εύρους του ΕΕΧ [23] αρχίζει τον Απρίλιο του 1975, όταν η Τουρκία ζήτησε από την Ελλάδα τα περιορίσει στα 6νμ τον ΕΕΧ, προκειμένου τα όρια της αιγιαλίτιδας ζώνης και του ΕΕΧ, να ταυτίζονται [24]. Και ενώ σε διπλωματικό επίπεδο η Ελλάδα δεν δέχτηκε την τουρκική θέση και στις εξαγγελίες προς αεροναυτιλλομένους για στρατιωτικές ασκήσεις επάνω από το Αιγαίο συνέχισε να περιλαμβάνει την υπόδειξη «Κανένα αεροσκάφος δύναται να προσεγγίσει το ελληνικό έδαφος πλησιέστερα από τα 10 νμ», τουρκικά πολεμικά αεροσκάφη άρχισαν να πετούν άοπλα μεταξύ του χώρου των 6 και 10 νμ. Αυτή η πρακτική, με την ανοχή του ελληνικού συστήματος ασφαλείας συνεχίστηκε μέχρι και το 1982. Ενώ λοιπόν ισχύει η αποτροπή, τουρκικά αεροσκάφη παραβιάζουν τον ελληνικό εναέριο χώρο, χωρίς η Τουρκία να υφίσταται συνέπειες. Μετά το 1983, αρχίζουν οι πρώτες πτήσεις οπλισμένων τουρκικών αεροσκαφών εντός του ιδίου χώρου. Να σημειωθεί ότι μέχρι το 1983, δεν είχαν γίνει πτήσεις άνωθεν των ελληνικών νησιών, δηλαδή υπεράνω εθνικού εδάφους. Η ανοχή των τουρκικών ενεργειών στο διάστημα 1975-1982, αποθρασύνει την Τουρκία η οποία προχωρά ένα βήμα περισσότερο παραβιάζοντας τον ΕΕΧ με οπλισμένα αεροσκάφη κάνοντας υπερπτήσεις και άνωθεν ελληνικών νησιών. Η Ελλάδα απάντησε στις παραβιάσεις με αναχαιτήσεις από ελληνικά μαχητικά, οι οποίες όμως δεν αποφέρουν αποτελέσματα αφού δεν έχουν κόστος για την Τουρκία. Έτσι τον Ιούνιο του 1991, η Τουρκία ανακοίνωσε πως τα αεροπλάνα της θα πετούν πλέον στο Αιγαίο οπλισμένα. Στην ουσία, η στρατηγική της Αποτροπής δεν κατάφερε να περιφρουρήσει το εύρος του ΕΕΧ στα 10 νμ, όπως ίσχυε μέχρι το 1974.

 

Τέλος, στις 13 Μαρτίου τρέχοντος έτους, τουρκικά F-16 πέταξαν σε ύψος μόλις 150 μέτρων πάνω από ελληνική περιοχή στον βόρειο Έβρο [25], εγκαινιάζοντας μια νέα πρακτική, η οποία κατά πάσα πιθανότητα θα συνεχιστεί στο μέλλον.

 

Όπως φαίνεται στον Πίνακα 1- Παραβιάσεις και Παραβάσεις ΕΕΧ μεταξύ 1990-2000, οι μερικές εκατοντάδες παραβιάσεις του ΕΕΧ το 1990 και 1991, κατέληξαν σε χιλιάδες από το 1996 και μετά.

 

 

Όμως και στο Αιγαίο, αρχίζουν οι παραβιάσεις των ελληνικών θαλασσίων ζωνών. Η αρχή έγινε την 1η Νοεμβρίου 1973, οπότε η Τουρκία εξέδωσε άδεια στην κρατική εταιρεία πετρελαίου για έρευνα και εκμετάλλευση σε 27 περιοχές μεταξύ των νησιών Λέσβο, Χίο, Λήμνο, Άγιο Ευστράτιο, εντός της ελληνικής υφαλοκρηπίδας. Ακολούθησε μια δεύτερη φάση νέων αδειών, τον Ιούλιο του 1974, με τις οποίες κάλυπτε το μισό Αιγαίο [26]. Τον Μάιο του 1974, ανακοίνωσε για πρώτη φορά την αποστολή ερευνητικού σκάφους, του «Τσανταρλί», εντός ελληνικής υφαλοκρηπίδας. Και ενώ οι έρευνες τελικώς δεν πραγματοποιήθηκαν, η πρακτική έμελλε να συνεχιστεί στα επόμενα χρόνια αφού και πάλι δεν υπήρξαν συνέπειες γι’ αυτήν την παράνομη συμπεριφορά. Έτσι το 1976, το Εθνικό Συμβούλιο Ασφαλείας της Τουρκίας απεφάσισε να στείλει το ερευνητικό σκάφος «Χόρα» που είχε μετονομαστεί σε «Σισμίκ-1», για έρευνες στον θαλάσσιο χώρο μεταξύ των νήσων Αγίου Ευστρατίου και Λέσβου. Οι έρευνες πραγματοποιήθηκαν μεταξύ 6 και 15 Αυγούστου, παρά την αντίδραση της Ελλάδας σε διπλωματικό επίπεδο [27].

 

Πιστή στην ίδια συμπεριφορά η Τουρκία, τις 26 Μαρτίου 1987, ανακοίνωσε την πρόθεση της να προβεί σε έρευνες σε περιοχές αμφισβητούμενης υφαλοκρηπίδας ανάμεσα στην Σαμοθράκη και Θάσο με το ωκεανογραφικό σκάφος «Σισμίκ-1». Δήλωσε δε ότι τυχόν επίθεση κατά του Σισμίκ-1, θα αντιμετωπιζόταν ως πράξη πολέμου [28]. Η Ελλάδα κινητοποίησε τις Ένοπλες Δυνάμεις, παράλληλα με διπλωματικές προσπάθειες για διαμόρφωση συμμαχιών, επιδεικνύοντας αποφασιστικότητα, οπότε το «Σισμίκ-1» αναχώρησε την 28η Μαρτίου για την βάση του. Κατά τον χειρισμό αυτής της κρίσεως απεδείχθη ότι, η αποφασιστικότητα και η πολιτική βούληση για την χρήση στρατιωτικής ισχύος επιφέρουν αποτελέσματα. Δυστυχώς, όμως, σε συνάντηση των δυο πρωθυπουργών τον Ιανουάριο του 1988 στο Νταβός της Ελβετίας, ο Έλληνας πρωθυπουργός συμφώνησε να τεθούν στο περιθώριο όλα εκείνα τα μείζονα θέματα που ενοχλούσαν τις δυο χώρες, όπως το Κυπριακό και η υφαλοκρηπίδα [29]. Έτσι η Τουρκία απέκτησε άλλο ένα πλεονέκτημα αφού, αντί μετά την κρίση στην οποία υποχώρησε να πιεστεί ώστε να αναγκαστεί να συζητήσει την επέκταση των ελληνικών χωρικών υδάτων στα 12 νμ, μπόρεσε να προσθέσει στο πακέτο των διεκδικήσεων της άλλα θέματα, όπως η οχύρωση των νησιών και η μουσουλμανική μειονότητα στην Θράκη.

 

Η Τουρκία μετά το 1990, διετύπωσε την άποψη ότι τα νησιά του ανατολικού Αιγαίου εκχωρήθηκαν στην Ελλάδα υπό την προϋπόθεση να είναι αποστρατιωτικοποιημένα [30]. Έκτοτε επιμένει στην αποστρατικοποίηση τους, ενώ απέναντι τους εδρεύει η 4η τουρκική Στρατιά, η οποία σε περίοδο επιχειρήσεων αναλαμβάνει την διοίκηση της Ταξιαρχίας Αμφιβίων Δυνάμεων που εδρεύει στην Φώκαια, απέναντι από την Χίο [31], δηλαδή του σχηματισμού που έχει αποστολή την κατάληψη ελληνικής/ων νήσου/ων.

 

Τον Ιούνιο του 1995, η Μεγάλη Τουρκική Εθνοσυνέλευση εξέδωσε ψήφισμα με το οποίο θεωρεί αιτία πολέμου την επέκταση των ελληνικών χωρικών υδάτων στα 12 νμ, ενώ τον επόμενο χρόνο στην Μαδρίτη, ο Έλληνας πρωθυπουργός αποδέχθηκε να γραφεί σε κείμενο ότι, η Τουρκία έχει νόμιμα ζωτικά συμφέροντα στο Αιγαίο [32].

 

Το 1996, κατά την διάρκεια της κρίσεως των Ιμίων, Τούρκοι στρατιώτες αποβιβάζονται στην δυτική Ίμια και την καταλαμβάνουν. Είναι η πρώτη φορά μετά την υπογραφή της Συνθήκης της Λωζάννης, που η Τουρκία καταλαμβάνει ελληνικό έδαφος στο Αιγαίο. Οι δηλώσεις του τότε πρωθυπουργού για αποφασιστική και δυναμική στάση της Ελλάδας, έμειναν απλώς λόγια [33]. Η κατάληξη του χειρισμού της κρίσεως των Ιμίων ήταν να προστεθεί στον κατάλογο των παρανόμων διεκδικήσεων της Τουρκίας και η αμφισβήτηση της ελληνικής κυριαρχίας επί μεγάλου αριθμού μικρών νησιών στο Αιγαίο και η δημιουργία μιας νέας θεωρίας, αυτή των «γκρίζων ζωνών» , που και αυτή θα έπαιρνε την θέση της στο καλάθι των διαφορών στο οποίο η Τουρκία όλα αυτά τα χρόνια προσθέτει συνεχώς θέματα [34].

 

Η Ελλάδα μετά την κρίση των Ιμίων, προσπαθώντας να κάνει πιο αξιόπιστη την αποτροπή της, υιοθέτησε την στρατηγική της Ευέλικτης Ανταπόδοσης. Σύμφωνα με αυτήν, σε περίπτωση που η Τουρκία προχωρούσε σε μια νέα κρίση τύπου Ιμίων, η Ελλάδα θα επέλεγε τον χώρο και τον χρόνο για να απαντήσει δημιουργώντας, προφανώς με επιθετική ενέργεια [35], ένα ισοδύναμο τετελεσμένο προς την κίνηση της Τουρκίας [36].

 

Το 2011, το θέμα οριοθετήσεως της υφαλοκρηπίδας μεταξύ των δυο χωρών έφυγε από το όρια στου Αιγαίου και επεκτάθηκε και στον χώρο της ανατολικής Μεσογείου [37]. Με τις συνεχείς παραβιάσεις των ΕΧΥ να μένουν αναπάντητες και τα τουρκικά αεροσκάφη να πετούν εντός των ΕΕΧ και πάνω από ελληνικά νησιά, κατοικημένα και ακατοίκητα, δεν ήταν έκπληξη η με επίσημη επιστολή του μονίμου αντιπροσώπου της Τουρκίας στον ΟΗΕ Φεριντούν Σινιρλίογλου στις 13 Νοεμβρίου 2019, κοινοποίηση από την Τουρκία, σε τόσο υψηλό διπλωματικό επίπεδο, της ιδέας της «Γαλάζιας Πατρίδας» [38]. (Βλέπε Χάρτη 1-Γαλάζια Πατρίδα, Τουρκο-Λυβικό Μνημόνιο)

 

 

Επί της ουσίας, η Άγκυρα διεκδικεί δικαιώματα για θαλάσσιες ζώνες και υφαλοκρηπίδα και δυτικά του 28ου μεσημβρινού, νότια της Ρόδου, περιορίζοντας τις θαλάσσιες ζώνες της Δωδεκάνησου και της Κρήτης στα 6 νμ, υπονοώντας ευθαρσώς ότι επιζητεί την οριοθέτηση με κύριο συμβαλλόμενο την Λιβύη. Φυσικό επακόλουθο ήταν η υπογραφή Μνημονίου μεταξύ Τουρκίας και Λιβύης στις 27 Νοεμβρίου του 2019, με το οποίο οι δυο χώρες οριοθέτησαν τις ΑΟΖ τους, χωρίς να λαμβάνουν υπόψιν την ελληνική ΑΟΖ. (Βλέπε Χάρτη 1).

 

Παράλληλα, αυξάνεται κατακόρυφα ο αριθμός των καθημερινών παραβάσεων και παραβιάσεων που σημειώνονται σε αέρα, στεριά και θάλασσα στο Αιγαίο, μεταξύ των ετών 2010 και Απριλίου 2020. (Βλέπε Πίνακα 2- Παραβιάσεις και Παραβάσεις ΕΕΧ-Παραβιάσεις ΕΧΥ 2010-2020). Να σημειωθεί η κατακόρυφη αύξηση των υπερπτήσεων άνωθεν εθνικού εδάφους τα δυο τελευταία χρόνια.

 

 

Στις 12 Φεβρουαρίου 2018, η τουρκική ακταιωρός «UMUT» εμβόλισε το μήκους 68 μέτρων περιπολικό του Λιμενικού Σώματος «Νήσος Γαύδος», εντός ελληνικών χωρικών υδάτων (ΕΧΥ), ενώ εκτελούσε αποστολή στην περιοχή των Ιμίων [39]. Και αφού δεν υπήρξε ελληνική αντίδραση στα πλαίσια της αποτρεπτικής στρατηγικής, λίγους μήνες μετά, στις 4 Μαΐου του ιδίου έτους, ο τουρκικό εμπορικό πλοίο ΚΑRΜΑΤΕ, προσέγγισε και επακούμβησε με την κανονιοφόρο «Αρματωλός», στην θαλάσσια περιοχή νοτιοανατολικά της Μυτιλήνης και πάλι εντός των ΕΧΥ [40].

 

Στις 31 Ιανουαρίου του τρέχοντος έτους, το τουρκικό ερευνητικό σκάφος «Oruc Reis», ενώ έκανε έρευνες χωρίς άδεια μέσα στα οικόπεδα 4 και 5 της κυπριακής ΑΟΖ, στην συνέχεια με δυτική πορεία, μπήκε και πάλι χωρίς άδεια εντός της ελληνικής ΑΟΖ στην οποία έπλεε αρκετές ώρες. Η ελληνική πλευρά δικαιολόγησε την παραβίαση αποδίδοντας την στις κακές καιρικές συνθήκες [41].

 

ΑΠΟΤΙΜΗΣΗ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΑΠΟΤΡΟΠΗΣ

 

Όπως είδαμε ανωτέρω, από το 1975 και μετά, οι διεκδικήσεις της Τουρκίας ολοένα και αυξάνονταν ενώ λειτουργούσε η ελληνική αποτρεπτική στρατηγική. Και ενώ αρχικά, η μόνη διεκδίκηση ήταν η απαγόρευση του δικαιώματος της Ελλάδος για έρευνες για την ανακάλυψη και άλλων πετρελαϊκών κοιτασμάτων, με την σταδιακή αύξηση των απαιτήσεων, φθάσαμε στην Γαλάζια Πατρίδα και τις τουρκικές έρευνες για φυσικούς πόρους εντός της ελληνικής υφαλοκρηπίδας και ΑΟΖ. Έρευνες που επικεντρώνονται πλέον στον χώρο μεταξύ των νήσων Μεγίστης και Κρήτης με προφανή σκοπό την απαγόρευση υπάρξεως ελληνικής ΑΟΖ που θα συνδέεται με αυτήν της Κύπρου και την ακύρωση κάθε σχεδίου για την κατασκευή του αγωγού East Med.

 

Πως όμως είναι δυνατόν, ενώ ήταν σε πλήρη εφαρμογή η ελληνική αποτρεπτική στρατηγική, οι τουρκικές διεκδικήσεις όχι μόνο να μην απετράπησαν αλλά και να αυξήθηκαν; Πώς είναι δυνατόν να έχουν δημιουργηθεί «γκρίζες ζώνες» στο Αιγαίο, τουρκικά πολεμικά αεροσκάφη να πετούν πάνω από νησιά του Αιγαίου, πάνω από τον Έβρο και επιπλέον να έχουμε casus belli σε περίπτωση εξασκήσεως του νομίμου δικαιώματος μας αυξήσεως των ελληνικών χωρικών υδάτων στα 12 νμ; Τι ακριβώς απέτρεπε η ελληνική αποτρεπτική στρατηγική; Ποιος ακριβώς ήταν ο σκοπός για τον οποίον υιοθετήθηκε; Είναι δυνατόν να θεωρηθεί επιτυχημένη μια τέτοια στρατηγική;

 

Όπως καθίσταται φανερό, η ελληνική αποτρεπτική στρατηγική απέτυχε μέχρι σήμερα να αποτρέψει την Τουρκία από το να διατυπώνει δικές της θεωρίες και να καταπατά μεθοδικά τα ελληνικά κυριαρχικά δικαιώματα στον Αιγαίο και την ΝΑ Μεσόγειο. Δεν κατάφερε να κάνει την Τουρκία να αλλάξει την επιθετική της συμπεριφορά. Αντιθέτως, της επέτρεψε να διευρύνει τις παράνομες διεκδικήσεις της, με αποτέλεσμα σε περίπτωση που η Ελλάδα συρθεί σε διαπραγματεύσεις εφ' όλης της ύλης, στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων, να είναι από ελληνικής πλευράς κυριαρχικά δικαιώματα και από τουρκικής, μόνο παράνομες διεκδικήσεις. Δηλαδή, η Τουρκία δεν έχει τίποτα να χάσει, ενώ η ελληνική πλευρά θα χάσει σίγουρα κυριαρχικά δικαιώματα.

 

Πού οφείλεται, όμως, η αποτυχία της ελληνικής αποτρεπτικής στρατηγικής; Οι κύριοι λόγοι της αποτυχίας είναι η αδυναμία του ελληνικού συστήματος ασφαλείας:

 

α. να καταλάβει την ψυχοσύνθεση της Τουρκίας˙ αδυναμία να αντιληφθεί ότι η Τουρκία είτε Κεμαλική, είτε Ισλαμική, παραμένει αναθεωρητική δύναμη. Δηλαδή έχει στόχο την ανατροπή του status quo στο Αιγαίο, την Θράκη και την ΝΑ Μεσόγειο. Αδυναμία να κατανοήσει τις προθέσεις της Τουρκίας ακόμη και όταν αυτή τις κάνει γνωστές δια μέσου του βιβλίου του πρώην πρωθυπουργού της, Αχμέτ Νταβούτογλου [42]. Και βεβαίως ισχύει το ότι αν δεν γνωρίζεις τον αντίπαλο σου, δεν μπορείς και να τον αντιμετωπίσεις.

 

β. να δει την μεγάλη εικόνα που κρύβεται πίσω από τις διεκδικήσεις της Τουρκίας και η οποία δεν είναι δύσκολο να γίνει κατανοητή. Το casus belli, στην περίπτωση επεκτάσεως των ΕΧΥ στα 12 νμ, καταδεικνύει και τον αντικειμενικό σκοπό της τουρκικής στρατηγικής. Σε αυτήν ακριβώς την πρόθεση της Τουρκίας, έπρεπε η στρατηγική της Αποτροπής να επιφέρει το κόστος.

 

γ. να κατανοήσει την πρακτική της προωθήσεως των στόχων της εξωτερικής πολιτικής της Τουρκίας, δια της διατυπώσεως διαδοχικών παρανόμων απαιτήσεων, πολλές εξ αυτών στα όρια του Διεθνούς Δικαίου. Ότι η πρακτική αυτή αντιμετωπίζεται σταματώντας την πρώτη απαίτηση, μόλις αυτή διατυπωθεί και στην φάση που δοκιμάζει την αποφασιστικότητα της χώρας μας. (Βλέπε Πίνακα 3- Διαδοχικά Βήματα Δημιουργίας Τουρκικών Διεκδικήσεων).

 

 

Αν δεν αντιδράσεις, ακολουθεί μεγαλύτερη και μετά ακόμη μεγαλύτερη. Και έτσι προστίθενται διαφορές στο καλάθι των ελληνοτουρκικών διαφορών.

 

δ. να αντιληφθεί ότι η αποτρεπτική στρατηγική έπρεπε να είναι προσανατολισμένη στο να απαγορεύει στην Τουρκία την δημιουργία επεισοδίων χαμηλής εντάσεως, μέσω των οποίων επιτυγχάνει τους πολιτικούς της σκοπούς. Η Τουρκία δεν προσπαθεί να ελέγξει το μισό Αιγαίο με πόλεμο. Δεν είναι αυτή η πρόθεσή της. Συνεπώς το ότι δεν έχουμε εμπλακεί σε πόλεμο με την Τουρκία όλα αυτά τα χρόνια, δεν είναι αποτέλεσμα της αποτρεπτικής μας ικανότητος.

 

ε. να εκφράσει με σαφήνεια το κόστος που θα πλήρωνε η Τουρκία σε κάθε περίπτωση παραβιάσεως των κυριαρχικών μας δικαιωμάτων. Ουδέποτε στην αποτρεπτική στρατηγική της Ελλάδας αναφέρθηκε συγκεκριμένη τιμωρία. Η δε τιμωρία δεν έπρεπε να περιορίζεται σε «ισοδύναμο τετελεσμένο», αν υποτεθεί ότι μπορούσε να υπάρξει τέτοιο, αλλά και σε ευρύτερη έκταση [43]. Η απλή αναφορά σε κόκκινες γραμμές, χωρίς να ορίζεις σαφώς το περιεχόμενο τους, αλλά και το τι θα κληθεί να πληρώσει αυτός που θα τις παραβεί, δεν τις καθιστά κόκκινες.

 

στ. να αντιληφθεί ότι μια αποτρεπτική στρατηγική επιτυγχάνει, όταν ο αποτρεπόμενος αισθανθεί ο ίδιος ότι αποτρέπεται˙ όταν ο ίδιος αποφύγει ενέργειες που αν δεν υπήρχε η απειλή του κόστους, θα ανελάμβανε. Και αυτό ο αποτρέπων το επιτυγχάνει όταν επηρεάσει τον τρόπο που σκέπτεται ο αποτρεπόμενος, τις πεποιθήσεις του για την αποφασιστικότητα και τις δυνατότητες του αποτρέποντος.

 

ζ. να αντιληφθεί ότι εφ’ όσον η Τουρκία χρησιμοποιεί στρατιωτική δύναμη για την προώθηση των παρανόμων απαιτήσεων της σε βάρος της χώρας μας, καθώς και αναθεωρήσεως των συνθηκών με τις οποίες καθορίστηκαν τα σύνορα μεταξύ των δυο χωρών, θα έπρεπε η στρατιωτική δύναμη, μετά από την κατάλληλη προετοιμασία και εξασφάλιση των συνθηκών, να ήταν το πρώτο μέσο για την αποτροπή των διεκδικήσεων της και όχι το τελευταίο.

 

η. Να καταλάβει ότι ο χρόνος κυλά σε βάρος της Ελλάδας, αφού και οι παραβιάσεις παγιώνονται αλλά και κυρίως ότι η Τουρκία εξοπλίζεται. Αλλάζει την όποια ισορροπία σε στρατιωτική ισχύ υπήρχε μεταξύ μας, σε βάρος μας. Είναι άλλο πράγμα η κατάρριψη αόπλου αεροσκάφους που παραβιάζει τον ελληνικό εναέριο χώρο (ΕΕΧ), αφού έχουν γίνει τα κατάλληλα διαβήματα για μη επανάληψη της πράξεως το 1980 και άλλο η κατάρριψη οπλισμένου αεροσκάφους που κάνει την ίδια παραβίαση το 2020.

 

θ. να καταλάβει ότι η Τουρκία, καίτοι μεγαλύτερη χώρα από την Ελλάδα, με σαφώς μεγαλύτερες δυνατότητες, μπορεί να αποτραπεί. Ότι έχει αδυναμίες [44] οι οποίες θα έλθουν στην επιφάνεια στην πρώτη ηχηρή ήττα των ΕΔ της, η οποία δεν είναι ανάγκη να είναι συντριπτική. Η αδυναμία να κατανοηθεί ότι το πολιτικό σύστημα στην Τουρκία, στο δίλημμα μεταξύ της εσωτερικής αναταραχής συνεπεία της οποίας κατά πάσα πιθανότητα θα έχανε τα προνόμιά του και της αλλαγής της συμπεριφοράς του έναντι μιας αποφασισμένης Ελλάδας, θα επέλεγε την αλλαγή συμπεριφοράς.

 

ι. να δει ότι, σταδιακά η Τουρκία έχει φθάσει στον 25ο μεσημβρινό και ότι αν συνεχιστεί και άλλο αυτή η κατάσταση, η Ελλάδα θα χάσει τον αεροναυτικό έλεγχο του Αιγαίου. Και η τακτική για την άμυνα νησιωτικών συμπλεγμάτων καθορίζει ότι, για να καταλάβεις νήσο, πρέπει πρώτα να πάρεις τον έλεγχο του αέρα και της θάλασσας που το περιβάλλει.

 

ΑΠΟΤΡΟΠΗ ΚΑΙ ΠΟΛΕΜΟΣ

 

Στις διεθνείς σχέσεις, σημασία δεν έχει τι λες, αλλά τι πράττεις. Αν με τις δηλώσεις και μόνον μπορούσε να παραχθεί ασφάλεια για ένα κράτος, δεν θα χρειάζονταν η συγκρότηση και διατήρηση ενόπλων δυνάμεων, οι εξοπλισμοί, τα επιχειρησιακά σχέδια, η στρατιωτική θητεία. Και ενώ οι στρατιωτικές δυνατότητες ενός κράτους μπορεί για κάποιο χρονικό διάστημα να μείνουν άγνωστες στην διεθνή κοινότητα, η πολιτική βούληση για την χρησιμοποίηση τους, σπανίως μένει στο σκοτάδι. Αυτό συμβαίνει διότι ο αντίπαλός σου, θα σε προκαλέσει για να διαπιστώσει και την αποφασιστικότητα του πολιτικού συστήματός σου για χρήση στρατιωτικής δυνάμεως, αλλά και τις στρατιωτικές σου δυνατότητες. Πως θα το κάνει; Μέσω κρίσεων και μεθοριακών επεισοδίων, σε στεριά, αέρα και θάλασσα. Εκμεταλλευόμενος το διάστημα μεταξύ ειρήνης και πολέμου. Ότι ακριβώς κάνει η Τουρκία και μάλιστα σε περιόδους πολιτικής αστάθειας στην Ελλάδα [45]. Εκεί κρίνεται η αξιοπιστία και η θέληση ενός κράτους για να περιφρουρήσει τα κυριαρχικά του δικαιώματα.

 

Η αποτρεπτική στρατηγική της Ελλάδας δεν κατάφερε να δείξει στην Τουρκία ότι η επεκτατική της πολιτική, έχει όρια. Ότι δεν μπορεί να διεκδικεί σε τακτά χρονικά διαστήματα και κάτι διαφορετικό. Μπορεί το ελληνικό πολιτικό σύστημα να είναι αποφασισμένο να χρησιμοποιήσει τις Ένοπλες Δυνάμεις σε περίπτωση γενικευμένης επιθέσεως της Τουρκίας, αφού δεν θα υπάρχει και άλλη επιλογή, αλλά αφ’ ενός μεν η άμυνα δεν πρέπει να συγχέεται με την αποτροπή, αφ’ ετέρου δεν είναι αυτή η πρόθεση της Τουρκίας όλα αυτά τα χρόνια. Και η αποτροπή πρέπει να επιφέρει κόστος στην πρόθεση, στον σκοπό που τροφοδοτεί τις διεκδικήσεις. (Βλέπε Πίνακα 3, 1ο ΒΗΜΑ) Πιθανή απώλεια του Αιγαίου, θα σημάνει και την ακρωτηριασμό της γεωστρατηγικής αξίας της Ελλάδας. Η Τουρκία θα έχει κυριαρχήσει στην θαλάσσια οδό που συνδέει τη Μαύρη Θάλασσα με τη Μεσόγειο και την Ερυθρά Θάλασσα.

 

Είναι άλλο θέμα η αποφυγή του πολέμου και άλλο η αποτροπή του. Αποφεύγοντας τον πόλεμο, τον φέρνεις απλώς πιο κοντά. Το ότι δεν ξεσπά αμέσως, όπως θα περίμενε κάποιος, είναι διότι αφ’ ενός μεν ο επιτιθέμενος έχει την πρωτοβουλία των κινήσεων και άρα εκείνος επιλέγει τον χρόνο και αφ’ ετέρου διότι ο επιτιθέμενος επιτυγχάνει τους εθνικούς του σκοπούς στην «γκρι ζώνη» μεταξύ ειρήνης και πολέμου, όσο η αποτροπή σου δεν λειτουργεί. Δεν έχει λόγο να προσφύγει σε πόλεμο. Έχει πάρει τόσα πολλά από τα δικαιώματα σου στις περιόδους που εσύ θεωρούσες ότι είχες αποτροπή, που μπορεί κάλλιστα να καθίσει μαζί σου στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων για να σου δώσει μέρος εξ αυτών πίσω ώστε να διευθετηθεί προσωρινά η διένεξη. Εν τω μεταξύ ο επιθετικός γείτονας είχε φροντίσει μεθοδικά για την αύξηση των συντελεστών ισχύος του. Η οικονομία της Τουρκίας ανήκει πλέον στις 20 μεγαλύτερες του κόσμου, δίνοντάς της το δικαίωμα για συμμετοχή στους G20, όπου λαμβάνονται στην ουσία οι αποφάσεις για την οικονομική διακυβέρνηση του πλανήτη. Πλέον αυτού, από το 2002 που το ΑΚΡ πήρε την εξουσία στην Τουρκία, η πολεμική βιομηχανία της Τουρκίας έκανε άλματα. Από 20% συμμετοχή που είχε στον εξοπλισμό των τουρκικών Ενόπλων Δυνάμεων, έφθασε να παρέχει το 65% του εξοπλισμού των [46]. Υλοποιεί πρόγραμμα κατασκευής εθνικού πλοίου [47], κατασκευάζει εθνικά drone με τα οποία επενέβη υπέρ του Σάραντζ στην Λιβύη, κατασκευάζει εθνικό τυφέκιο κλπ.

 

Με την πάροδο ετών απραξίας όχι μόνο η αποτροπή αλλά και ο πόλεμος, έγιναν απείρως δυσκολότερα.

 

Ο ΑΝΔΡΕΑΣ ΜΑΝΤΖΑΚΟΣ είναι Απόστρατος Αξ/κος του Στρατού Ξηράς και κατέχει MΑ στις Διεθνείς Σχέσεις και Στρατηγικές Σπουδές. Είναι δόκιμος ερευνητής στον Τομέα Αμυντικών Θεμάτων του Ινστιτούτου Διεθνών Σχέσεων του Παντείου Πανεπιστημίου και μέλος του Ελληνικού Ινστιτούτου Στρατηγικών Μελετών.

 

Foreign Affairs

 

http://www.foreignaffairs.gr/articles/73040/andreas-mantzakos/i-apotyxia-tis-ellinikis-apotropis-enanti-tis-toyrkias?page=show

 

Greek Finance Forum

 

 

Σχόλια Χρηστών

 
 
 

 

 

 

 

 
 
   

   

   

Trading σε ελληνικές μετοχές μέσω της Πλατφόρμας Συναλλαγών Plus 500 (Κάντε Click και Κατεβάστε την μοναδική πλατφόρμα συναλλαγών, χωρίς καμία οικονομική υποχρέωση, περιλαμβάνει και λογαριασμό "επίδειξης" - Demo). 

Λήψη τώρα!

 © 2016-2017 Greek Finance Forum

Αποποίηση Ευθύνης....