Μην ξεγελιέστε από την ξαφνική εστίαση του
Κογκρέσου στην εξωτερική πολιτική. Το Κογκρέσο
παραμένει σε αδύναμη θέση να περιορίσει τον
πρόεδρο στο εξωτερικό.
---------------------------
Λιγότερο από μια
εβδομάδα αφότου ο
πρόεδρος Donald Trump
διέταξε τον φόνο του
διοικητή της ιρανικής
Δύναμης Quds, Qasem
Soleimani, η Βουλή των
Αντιπροσώπων ενέκρινε
ψήφισμα που απαιτεί από
τον Trump να ζητήσει την
έγκριση του Κογκρέσου
για οποιαδήποτε
περαιτέρω στρατιωτική
δράση εναντίον του Ιράν.
Η Γερουσία πιθανότατα θα
περάσει σύντομα παρόμοιο
ψήφισμα, με πολλούς
Ρεπουμπλικάνους να
αναμένεται να ξεφύγουν
από την κομματική γραμμή
για να ψηφίσουν να
ελεγχθεί η εξουσία του
προέδρου να κάνει
πολέμους. Και το
Κογκρέσο βρίσκεται
ταυτόχρονα βαθιά σε μια
διαδικασία μομφής που
προέκυψε από τις σχέσεις
του προέδρου με την
Ουκρανία.
Ο Trump στην ομιλία του
«για την Κατάσταση της
Ένωσης» στο Καπιτώλιο
της Ουάσιγκτον, τον
Φεβρουάριο του 2019.
Doug Mills / The New
York Times
Κάποιος μπορεί να μπει
στον πειρασμό να
συμπεράνει από όλες
αυτές τις δραστηριότητες
ότι το νομοθετικό σώμα
επιδιώκει τελικά να
πάρει πίσω κάποια από
την εξουσία επί της
εξωτερικής πολιτικής και
της εθνικής ασφάλειας
που έχει αναθέσει στον
πρόεδρο μέσα στον
τελευταίο μισό αιώνα και
ιδιαίτερα μετά την 11η
Σεπτεμβρίου 2001. Και
βέβαια, τις εβδομάδες
πριν από το χτύπημα κατά
του Σολεϊμανί, το Σώμα
άκουσε μαρτυρίες από μια
σειρά διπλωματών και
αξιωματούχων της εθνικής
ασφάλειας για την
εμπειρία τους κατά την
δημιουργία και την
υπεράσπιση της πολιτικής
των ΗΠΑ έναντι της
Ουκρανίας. Η Γερουσία
προέβη σε ακροάσεις
σχετικά με την έκθεση
του γενικού επιθεωρητή
για την προέλευση της
έρευνας του FBI σχετικά
με τους πιθανούς δεσμούς
μεταξύ της [προεκλογικής]
εκστρατείας του Τραμπ
και της ρωσικής
παρέμβασης στις εκλογές
του 2016. Και το
Κογκρέσο ψήφισε το
ετήσιο νομοσχέδιο για
την άμυνα, καθώς και μια
εμπορική συμφωνία που θα
αντικαταστήσει την
Βορειοαμερικανική
Συμφωνία Ελεύθερων
Συναλλαγών (North
American Free Trade
Agreement, NAFTA).
Αλλά μην ξεγελιέστε από
την ξαφνική εστίαση του
Κογκρέσου στην εξωτερική
πολιτική. Το Κογκρέσο
παραμένει σε αδύναμη
θέση να περιορίσει τον
πρόεδρο στο εξωτερικό.
Οι Δημοκρατικοί
πιστεύουν ότι οι
προσπάθειες του Trump να
παρακρατήσει την βοήθεια
για την Ουκρανία έως
ότου η κυβέρνησή της
συμφωνήσει να ερευνήσει
εάν ο πρώην αντιπρόεδρος
Τζο Μπάιντεν συνιστούν
κατάχρηση εξουσίας, και
απαίτησαν μια ψηφοφορία
για μομφή κατά του
προέδρου. Ωστόσο, η
έκβαση της δίκης στην
Γερουσία θα
αντικατοπτρίζει την
εσωτερική πολιτική, όχι
τις απόψεις των
γερουσιαστών σχετικά με
τη νομοθετική εποπτεία
επί των εξωτερικών
υποθέσεων. Η αδυναμία
του Κογκρέσου να περάσει
ένα απρόσβλητο από βέτο
νομοσχέδιο για να
περιορίσει τις πολεμικές
εξουσίες του προέδρου
στο Ιράν είναι ακόμη ένα
σημάδι ότι η ισορροπία
δυνάμεων στην εξωτερική
πολιτική δεν
μετατοπίζεται προς τον
νομοθετικό κλάδο.
ΧΩΡΙΣ ΕΜΠΟΔΙΑ
Το 1973, ο ιστορικός
Arthur Schlesinger ο
νεώτερος, δημοσίευσε το
βιβλίο The Imperial
Presidency (Η
Αυτοκρατορική Προεδρία),
που περιγράφει
λεπτομερώς την βαθμιαία
επικράτηση του προέδρου
έναντι του Κογκρέσου τις
δεκαετίες μετά τον
Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο.
Οι Ιδρυτές [του
αμερικανικού έθνους]
ανέθεσαν στο Κογκρέσο
πολυάριθμες εξουσίες
εξωτερικής πολιτικής,
συμπεριλαμβανομένης της
εξουσίας να κηρύττει τον
πόλεμο και να ρυθμίζει
το εξωτερικό εμπόριο.
Όμως, ο Schlesinger
απέδειξε ότι οι ανάγκες
του Ψυχρού Πολέμου, μαζί
με τον συνταγματικό
ορισμό του προέδρου ως
αρχιστράτηγου και την
προθυμία του νομοθέτη να
μεταβιβάσει την εξουσία
στον εκτελεστικό κλάδο
για τις εξωτερικές
υποθέσεις, επέτρεψαν
στον πρόεδρο να
χρησιμοποιήσει βία με
λίγους περιορισμούς σε
όλο τον κόσμο. Αυτή η
τάση κορυφώθηκε με το
Ψήφισμα για τον Κόλπο
του Tonkin (1964 Gulf of
Tonkin Resolution) το
1964, το οποίο έδωσε
στον πρόεδρο Lyndon
Johnson σχεδόν
απεριόριστη εξουσία να
χρησιμοποιήσει βία στη
Νοτιοανατολική Ασία και
είχε ως αποτέλεσμα την
ιστορική τραγωδία στο
Βιετνάμ.
Καθώς ο πόλεμος του
Βιετνάμ τελείωνε, και η
προεδρία του Ρίτσαρντ
Νίξον εισερχόταν σε
ταραγμένα νερά εγχωρίως,
το Κογκρέσο προσπάθησε
να επιβεβαιώσει εκ νέου
τα προνόμιά του για την
εξωτερική πολιτική. Το
1973, ψήφισε την Απόφαση
για τις Εξουσίες του
Πολέμου (War Powers
Resolution, WPR), η
οποία υποχρέωνε τον
πρόεδρο να ειδοποιεί το
Κογκρέσο σχετικά με την
διαταγή στρατευμάτων να
πολεμήσουν, και να ζητά
άδεια για χρήση
στρατιωτικής δύναμης
(authorization for use
of military force, AUMF)
εάν τα στρατεύματα αυτά
παραμείνουν αναπτυγμένα
για περισσότερο από 60
ημέρες (με την
δυνατότητα μιας περιόδου
30 ημερών για αποχώρηση).
Ο Νίξον άσκησε βέτο στο
ψήφισμα, αλλά το
Κογκρέσο υπερίσχυσε του
βέτο του. Έναν χρόνο
αργότερα, η προεδρία του
Νίξον τελείωσε ατιμωτικά
και το 1975 η Γερουσία
προχώρησε σε περαιτέρω
περιορισμό της
εκτελεστικής εξουσίας
καθιερώνοντας αυτό που
θα έμενε γνωστό ως
Επιτροπή Τσερτς (Church
Committee) από το όνομα
του προέδρου της, τον
Δημοκρατικό Γερουσιαστή
Frank Church από το
Αϊντάχο, για να
εντοπίζει τις
καταχρήσεις που
διαπράττουν η CIA, το
FBI, η Εθνική Υπηρεσία
Ασφαλείας (National
Security Agency, NSA)
και η εφορία (Internal
Revenue Service, IRS).
Στην συνέχεια, το 1978,
το Κογκρέσο ψήφισε τον
νόμο για την Επιτήρηση
των Εξωτερικών
Πληροφοριών (Foreign
Intelligence
Surveillance Act), ο
οποίος απαιτούσε από τον
εκτελεστικό κλάδο να
ζητά εντάλματα από το
νεοσυσταθέν δικαστήριο
FISA για παγιδεύσεις
τηλεφώνων και άλλες
δραστηριότητες
παρακολούθησης.
Αλλά ο Λευκός Οίκος
αντιστάθηκε στις
προσπάθειες του
Κογκρέσου στις δεκαετίες
που ακολούθησαν και οι
αποφάσεις του
ομοσπονδιακού
δικαστηρίου υπονόμευσαν
περαιτέρω τις
νομοθετικές προσπάθειες
για την αναχαίτιση της
εκτελεστικής εξουσίας.
Μια απόφαση του Ανωτάτου
Δικαστηρίου το 1983
αποδυνάμωσε μια βασική
διάταξη της WPR που είχε
εξουσιοδοτήσει το
Κογκρέσο να αναγκάσει
μονομερώς τον πρόεδρο να
αποσύρει στρατεύματα από
στρατιωτικές συγκρούσεις
στο εξωτερικό. Και όταν
οι νομοθέτες μήνυαν την
διοίκηση για εικαζόμενες
παραβιάσεις του WPR, τα
δικαστήρια συνήθως
απέρριπταν τις υποθέσεις
για διαδικαστικούς
λόγους ή διαπίστωναν ότι
τα θέματα ήταν πολιτικά
και όχι δικαστικά. Με
τον τρόπο αυτό, τα
δικαστήρια κατέστησαν
σαφές ότι δεν είχαν την
πρόθεση να εκδικάσουν
τις διαφωνίες μεταξύ των
κλάδων [κρατικής
εξουσίας] σχετικά με το
πεδίο εφαρμογής της WPR.
Ως αποτέλεσμα, οι
πρόεδροι ήταν ελεύθεροι
να αγνοήσουν τον νόμο ή
να τον αντιμετωπίσουν ως
αντισυνταγματικό,
πλεονεκτήματα που μόνο
αυξήθηκαν με την πάροδο
του χρόνου.
Εάν ο Ψυχρός Πόλεμος
οδήγησε στην άνοδο της
αυτοκρατορικής προεδρίας,
το τέλος του Ψυχρού
Πολέμου άφησε το αξίωμα
σχεδόν χωρίς
περιορισμούς [1] στο
εξωτερικό. Χωρίς
ανταγωνισμό [κάποιας
άλλης] μεγάλης δύναμης
για να εστιάσει την
προσοχή του κοινού, το
Κογκρέσο στράφηκε προς
το εσωτερικό. Οι
ψηφοφόροι δεν φαινόταν
πλέον να εκτιμούν την
εξειδίκευση στις
εξωτερικές υποθέσεις,
επομένως τα νέα μέλη [του
Κογκρέσου] ήταν λιγότερο
πιθανό να αναπτύξουν
σχετική επάρκεια.
Κορυφαίες επιτροπές της
Γερουσίας όπως των
Εξωτερικών Σχέσεων και
εκείνη για τις Ένοπλες
Υπηρεσίες
πραγματοποιούσαν ολοένα
και λιγότερες ακροάσεις
[2], περιορίζοντας έτσι
την άμεση νομοθετική
εποπτεία του
εκτελεστικού κλάδου.
Οι τρομοκρατικές
επιθέσεις της 11ης
Σεπτεμβρίου έστρεψαν την
προσοχή στην εξωτερική
πολιτική, αλλά μόνο
επιτάχυναν την τάση για
αύξηση των πολεμικών
εξουσιών του προέδρου.
Το Κογκρέσο ενέκρινε την
χρήση στρατιωτικής βίας
ενάντια στους υπεύθυνους
για τις επιθέσεις, αλλά
η ίδια AUMF
χρησιμοποιήθηκε για να
δικαιολογήσει σχεδόν δύο
δεκαετίες στρατιωτικής ή
σχετικής δράσης σε
τουλάχιστον 14 χώρες. (Το
Κογκρέσο ψήφισε μια
ξεχωριστή AUMF το 2002,
εγκρίνοντας τον πόλεμο
στο Ιράκ). Αργότερα, οι
Ηνωμένες Πολιτείες
ενεπλάκησαν σε μια νέα
στρατιωτική προσπάθεια
στο Ιράκ και την Συρία
για να καταπολεμήσουν
την άνοδο του Ισλαμικού
Κράτους, γνωστού και ως
ISIS, αλλά υπήρξε λίγη
όρεξη στο Κογκρέσο για
την επικαιροποίηση των
AUMF. Ως αποτέλεσμα, και
οι δύο εξουσιοδοτήσεις
παραμένουν στα βιβλία
για να τις επικαλεσθεί ο
πρόεδρος. Πράγματι, ο
Σύμβουλος Εθνικής
Ασφάλειας, Robert
O'Brien, ισχυρίστηκε [3]
ότι η AUMF του 2002
έδωσε στον Trump την
εξουσία να σκοτώσει τον
Soleimani.
ΜΙΑ ΑΦΥΠΝΙΣΗ ΤΟΥ
ΚΟΓΚΡΕΣΟΥ;
Οι ενδιάμεσες εκλογές το
2018 σηματοδότησαν μια
περιορισμένη αναζωπύρωση
του ενδιαφέροντος για
τις εξωτερικές υποθέσεις,
φέρνοντας μέσα στο
Κογκρέσο μια μικρή ομάδα
βετεράνων τόσο της CIA
όσο και του στρατού.
Άλλα μέλη που εκλέχθηκαν
το 2018 είχαν
προηγουμένως θέσεις στον
εκτελεστικό κλάδο.
Συνολικά, αυτές οι νέες
αφίξεις συνέβαλλαν στην
αποκατάσταση μέρους της
εξειδίκευσης και της
εμπειρίας στην εξωτερική
πολιτική που είχαν
μειωθεί τις τελευταίες
δεκαετίες. Τον
Σεπτέμβριο, επτά από τα
νέα μέλη έγραψαν ένα
άρθρο γνώμης [4] στην [εφημερίδα]
The Washington Post που
φέρεται [5] να βοήθησε
να πεισθεί η Πρόεδρος
της Βουλής, Νάνσι Πελόζι,
να επιδιώξει την έρευνα
για τη μομφή [κατά του
προέδρου Τραμπ].
Πράγματι, η νεοεκλεγείσα
αντιπρόσωπος των
Δημοκρατικών Elissa
Slotkin του Μίτσιγκαν, η
οποία κατείχε διάφορες
θέσεις στις υπηρεσίες
πληροφοριών και άμυνας
στις κυβερνήσεις του
Τζορτζ Μπους και του
Ομπάμα, υποστήριξε το
ψήφισμα της Βουλής για
να περιορίσει την χρήση
στρατιωτικής βίας από
τον Τραμπ στο Ιράν. Εάν
αυτή η σοδειά των
καινούργιων βουλευτών
εξασφαλίσουν την
επανεκλογή τους,
ενδέχεται να είναι σε
θέση να βελτιώσουν στο
μέλλον την εποπτεία του
Κογκρέσου επί της
πολιτικής εθνικής
ασφάλειας.
Αλλά, πολλά από τα νέα
μέλη προέρχονται από
κυμαινόμενες περιφέρειες
που υποστήριζαν τον
Trump το 2016 και το αν
θα παραμείνουν στο
Κογκρέσο μένει προς
συζήτηση. Ίσως ορισμένοι
να καταλήξουν
πρωτοπαλίκαρα της
εθνικής ασφάλειας, τις
απόψεις των οποίων οι
μελλοντικοί πρόεδροι θα
πρέπει να εξετάσουν πριν
πάρουν σημαντικές
αποφάσεις εξωτερικής
πολιτικής ή των οποίων η
εποπτεία θα είναι
ζωτικής σημασίας για την
επιτυχή εκτέλεση μιας
πολιτικής. Ο Τζόνσον
επέλεξε τον Δημοκρατικό
γερουσιαστή William
Fulbright του Αρκάνσας
για να περάσει το
ψήφισμα για τον Κόλπο
του Τόκκιν, αλλά ως
μακροβιότερος πρόεδρος
της Επιτροπής Εξωτερικών
Σχέσεων της Γερουσίας, ο
Φουλμπράιτ αργότερα
πραγματοποίησε ακροάσεις
οι οποίες άρχισαν να
αποδομούν την συναίνεση
υπέρ του πολέμου. Στο
σημερινό έντονα
κομματικό περιβάλλον,
είναι δύσκολο να
φανταστεί κανείς ένα
ανώτερο μέλος του
κόμματος του προέδρου να
αμφισβητεί την
συμπεριφορά της
διοίκησης σε έναν
εξωτερικό πόλεμο.
Οι νομοθέτες
περιστασιακά προχωρούν
και ενεργούν με
διακομματικό τρόπο [6]
για να περιορίσουν τον
πρόεδρο. Το 2012, για
παράδειγμα, το Κογκρέσο
ενέκρινε νομοθεσία για
να καταστήσει Ρώσους
αξιωματούχους ως
υπεύθυνους για το θάνατο
του ειδικού επί της
φορολογικής νομοθεσίας,
Σεργκέι Μαγκνίτσκι, παρά
την ανησυχία της
κυβέρνησης Ομπάμα ότι το
νομοσχέδιο θα έβλαπτε
την «επανεκκίνησή» της
με τη Μόσχα. Το Κογκρέσο
ενέκρινε επίσης
αυστηρότερες κυρώσεις
κατά της Ρωσίας μετά τις
εκλογές του 2016, παρόλο
που ο Trump επέμεινε ότι
η Μόσχα δεν είχε
παρέμβει, και επέπληξε
τον πρόεδρο για την
διαχείριση από την
κυβέρνησή του της
δολοφονίας του
Σαουδάραβα δημοσιογράφου
Jamal Khashoggi.
Ωστόσο, ο Trump έχει
αποδείξει πόση πολλή
ισχύ έχει συγκεντρώσει η
εκτελεστική εξουσία.
Επέβαλλε μονομερώς
δασμούς σε αντιπάλους
και σε συμμάχους, έδωσε
στην Τουρκία πράσινο φως
για να εισβάλει στην
Συρία, και επέτρεψε τον
φόνο του σημαντικότερου
στρατηγού του Ιράν. Μετά
το χτύπημα κατά του
Σολεϊμανί, ο Τραμπ
ανάρτησε ένα tweet [7]
το οποίο είπε ότι
χρησιμεύει «ως
ειδοποίηση προς το
Κογκρέσο των Ηνωμένων
Πολιτειών ότι αν το Ιράν
χτυπήσει οποιονδήποτε
Αμερικανό ή αμερικανικό
στόχο, οι Ηνωμένες
Πολιτείες θα χτυπήσουν
πάλι γρήγορα και
ολοκληρωτικά». Προσέθεσε
ότι «μια τέτοια νομική
ειδοποίηση δεν
απαιτείται, αλλά
παραχωρείται παρ' όλα
αυτά!».
ΑΣΘΕΝΕΣ ΚΑΙ ΔΙΧΑΣΜΕΝΟ
Η τελευταία φορά που το
Κογκρέσο επεδίωξε να
ανακτήσει εξουσία επί
της εξωτερικής πολιτικής
έναντι του εκτελεστικού
κλάδου ήταν μετά το
Watergate -και αυτές οι
μεταρρυθμίσεις τελικά
υποχώρησαν. Το Κογκρέσο
αυτό ταλανίζεται από
έντονο κομματισμό και
είναι απίθανο να έχει
άλλη επιτυχία στην
χαλιναγώγηση του
Προέδρου. Το παλιό ρητό
ότι «η πολιτική σταματά
στην άκρη της θάλασσας»
[στμ: εννοώντας τα
σύνορα] δεν έχει
εφαρμοστεί στο Κογκρέσο
εδώ και δεκαετίες -αν το
έκανε ποτέ. Οι
αντιδράσεις των
κομματικών γραμμών στην
εντολή του προέδρου να
σκοτωθεί ο Σολεϊμανί
απεικονίζουν το δίλημμα:
Αντί να συσπειρώνονται
γύρω από τον πρόεδρο,
όπως έκαναν τα μέλη και
των δύο κομμάτων αρχικά
μετά την 11η Σεπτεμβρίου,
οι Δημοκρατικοί, υπό την
ηγεσία της Pelosi,
αντέδρασαν επικριτικά
στην κίνηση του Trump.
Εκτός από το να θέσουν
το ερώτημα γιατί ο
πρόεδρος δεν
συμμορφώθηκε με την
απαίτηση της WPR να
κοινοποιήσει σε
ορισμένους νομοθέτες και
στα δύο Σώματα πριν από
το χτύπημα, οι
Δημοκρατικοί ήθελαν να
μάθουν γιατί η επίσημη
κοινοποίηση του προέδρου
μετά το γεγονός ήταν
διαβαθμισμένη,
εμποδίζοντας τους
νομοθέτες να συζητήσουν
τα στοιχεία δημοσίως. Οι
περισσότεροι
Ρεπουμπλικανοί, αντίθετα,
ευθυγραμμίστηκαν γρήγορα
για να υποστηρίξουν την
διοίκηση. Ο γερουσιαστής
Mike Lee, ένας
Ρεπουμπλικανός από την
Γιούτα, ξεχώρισε για την
κριτική του ως προς την
ποιότητα της ενημέρωσης
της διοίκησης σχετικά με
το χτύπημα. Συμφώνησε
επίσης να στηρίξει [8]
το ψήφισμα της Γερουσίας
που απαιτούσε από τον
πρόεδρο να ζητήσει
εξουσιοδότηση για
οποιαδήποτε περαιτέρω
στρατιωτική δράση
εναντίον του Ιράν, αλλά
ήταν προσεκτικός στο να
τονίσει ότι δεν
επικρίνει τον Τραμπ.
Δεν είναι απλώς η
κομματικοποίηση που
αποτρέπει το Κογκρέσο να
αναλάβει μεγαλύτερη
ευθύνη για την εξωτερική
πολιτική. Οι νομοθέτες,
ανεξάρτητα από την θέση
του κόμματος, είναι
απρόθυμοι να αφήνουν τα
δακτυλικά αποτυπώματά
τους σε μέτρα που
περιορίζουν την
προεδρική διακριτικότητα
κατά την δέσμευση
στρατευμάτων στο
εξωτερικό, από τον φόβο
μήπως τα μέτρα αυτά
βρεθούν εναντίον τους
στην πορεία. Οι
νομοθέτες επωφελούνται
επίσης από το status
quo: Μπορούν να
καταθέτουν διαδικαστικές
καταγγελίες εναντίον των
προέδρων που αγνοούν το
Κογκρέσο όταν διεξάγουν
στρατιωτικές ενέργειες,
ενώ εξακολουθούν να
διακηρύσσουν την
υποστήριξή τους προς τα
στρατεύματα των ΗΠΑ.
Υπήρξαν εξαιρέσεις,
φυσικά. Ο Δημοκρατικός
γερουσιαστής Tim Kaine
της Βιρτζίνια, ο πρώην
συνάδελφος του στην
Γερουσία, Bob Corker,
ένας Ρεπουμπλικανός από
το Τενεσί, και πιο
πρόσφατα, η διακομματική
ομάδα επτά μελών του
Σώματος [9], όλοι έχουν
πιέσει για μια νέα
επιβεβαίωση των εξουσιών
του Κογκρέσου. Αλλά
αυτές είναι οι
εξαιρέσεις που
αποδεικνύουν τον κανόνα.
Και όσο οι νομοθέτες
αποφεύγουν αυτούς τους
κινδύνους, ο πρόεδρος θα
έχει ελεύθερα χέρια για
να επεκτείνει τις
υπάρχουσες εξουσίες -όπως
οι AUMF του 2001 και του
2002- πέραν αναγνωρίσεως.
Κατά την διάρκεια της
δίκης της Γερουσίας για
τη μομφή, οι
Δημοκρατικοί θα
υπενθυμίσουν στον
αμερικανικό λαό ότι ο
Τραμπ προσπάθησε να
συγκρατήσει νομοθετημένη
από το Κογκρέσο βοήθεια
προς την Ουκρανία για το
δικό του πολιτικό όφελος,
μια πράξη για την οποία
το μη κομματικό Γραφείο
Λογοδοσίας της
Κυβέρνησης (Government
Accountability Office)
υποστήριξε [10] ότι
κατήργησε τον Νόμο
Ελέγχου των Κατασχέσεων
(Impoundment Control
Act), έναν άλλον νόμο
που θεσπίστηκε ως
απάντηση στις υπερβάσεις
εξουσίας του Nixon στις
αρχές της δεκαετίας του
1970. Αλλά οι ίδιες
έντονα κομματικές
δυνάμεις που κυριάρχησαν
στην προεδρία του Trump
θα διαμορφώσουν τις
απόψεις των νομοθετών
για την απομάκρυνσή του
από το αξίωμα -ή ακόμη
και για να περιορίσουν
το πεδίο δράσης του. Αν
και ίσως να ευχόμασταν
να το κάνουν, οι
νομοθέτες είναι απίθανο
να εκμεταλλευτούν αυτή
την ευκαιρία για να
επιβεβαιώσουν τις
εξουσίες που τους έχουν
ανατεθεί από τους
δημιουργούς του
Συντάγματος.
Η SARAH BINDER είναι
καθηγήτρια Πολιτικών
Επιστημών στο
Πανεπιστήμιο George
Washington και ανώτερη
συνεργάτις του
Ινστιτούτου Brookings.
Ο JAMES GOLDGEIER είναι
ο ανώτερος επισκέπτης
συνεργάτης (στην έδρα
Robert Bosch) στο
Ινστιτούτο Brookings και
καθηγητής Διεθνών
Σχέσεων στο American
University.
Η ELIZABETH N. SAUNDERS
είναι αναπληρώτρια
καθηγήτρια στην Σχολή
Εξωτερικών Υπηρεσιών του
Πανεπιστημίου
Georgetown.
Trading
σε ελληνικές μετοχές μέσω
της Πλατφόρμας Συναλλαγών Plus 500 (Κάντε Click και
Κατεβάστε την μοναδική πλατφόρμα συναλλαγών, χωρίς καμία
οικονομική υποχρέωση, περιλαμβάνει και λογαριασμό "επίδειξης"
- Demo).