Το ερώτημα σήμερα στην Γερμανία είναι τι θα
αντικαταστήσει την κεντρώα συναίνεση που
κυριάρχησε μετά τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο. Οι
ρατσιστικές και αντισημιτικές απόψεις είναι
αρκετά διαδεδομένες στον γερμανικό πληθυσμό
οπότε θα μπορούσε να προκύψει μια νέα συμφωνία
γύρω από τον εθνικισμό, όπως συνέβη στην
Ουγγαρία, για παράδειγμα. Κάτι τέτοιο, όμως, δεν
είναι νομοτελειακό.
-------------------
Στα τέλη του καλοκαιριού
του 2015, όταν φάνηκε
ότι η ροή των προσφύγων
προς την Ευρώπη ίσως να
μην μειωνόταν ποτέ, η
Γερμανίδα καγκελάριος,
Άνγκελα Μέρκελ,
πραγματοποίησε μια
συνέντευξη Τύπου. Είχε
μόλις επισκεφτεί ένα
κέντρο προσφύγων κοντά
στην Δρέσδη, όταν
άρθρωσε αυτό που σίγουρα
θεωρούσε ότι ήταν μια
ανέμελη φράση: « Wir
schaffen das», είπε, ή
αλλιώς «Θα το
διαχειριστούμε αυτό».
Μέσα στην κοινοτοπία της,
η φράση φαινόταν εξίσου
αταίριαστη με το «Change
We Can Believe In» (Αλλαγή
στην οποία μπορούμε να
πιστέψουμε) του Barack
Obama και το «Make
America Great Again» του
Donald Trump. Εκεί που
οι πολιτικοί στην
Αμερική συνωστίζονται
στην φιλόδοξη γλώσσα του
μάρκετινγκ, τα πολιτικά
ντιμπέιτ στην Γερμανία
διεξάγονται στηn γλώσσα
των ασήμαντων
μικροδουλειών. Θα
μπορούσατε να πείτε «Wir
schaffen das» για το
πλύσιμο των ρούχων, για
τα ψώνια από το σούπερ
μάρκετ ή για το πέταμα
των σκουπιδιών. Η φράση
ήταν χαρακτηριστική μιας
πολιτικής που έχει
προσπαθήσει από καιρό να
θάψει την ιδεολογία κάτω
από στρώματα διοικητικών
λεπτομερειών.
Αστυνομικοί και
ακροδεξιοί διαδηλωτές
στην Chemnitz, στην
ανατολική Γερμανία, τον
Σεπτέμβριο του 2018.
Kevin Voigt / Xinhua /
eyevine/ Redux
Ωστόσο, οι επικριτές της
Μέρκελ όρμησαν σε αυτή
την φράση, για την οποία
υποστήριξαν ότι
προκάλεσε μια επικίνδυνα
ανέμελη στάση απέναντι
στους κινδύνους της
μαζικής μετανάστευσης. Η
πιο έντονη κριτική
προέρχεται από το
ακροδεξιό [κόμμα]
Εναλλακτική για την
Γερμανία ή AfD, του
οποίου ο συναρχηγός
Alexander Gauland δήλωσε
οργισμένα: «Δεν θέλουμε
να το διαχειριστούμε
καθόλου». Αυτό που ήταν
ένα νεύμα στο κύριο
πλεονέκτημα της Merkel –δηλαδή,
η ικανότητα- σύντομα
έγινε ένα ειρωνικό
σύνθημα που οι εχθροί
της κρέμασαν στον σβέρκο
της καγκελάριου σαν το
άλμπατρος της παροιμίας
[στμ: «έχω ένα άλμπατρος
στον σβέρκο μου», δηλαδή
κουβαλώ ένα ενοχλητικό
βάρος].
Στα τέσσερα χρόνια από
τότε που
πραγματοποιήθηκε η
συνέντευξη Τύπου της
Μέρκελ, η γερμανική
πολιτική παρασύρεται
σταθερά προς τα δεξιά,
και έχει αναδυθεί ένα
απλοϊκό αφήγημα που
κατηγορεί την
μεταναστευτική πολιτική
της: Η γενναιόδωρη
πολιτική ασύλου της
Μέρκελ αποξένωσε πολλούς
κεντροδεξιούς ψηφοφόρους
που αποτελούσαν την
παραδοσιακή βάση της
Χριστιανοδημοκρατικής
Ένωσης (CDU) και τους
οδήγησε στην πρόθυμη
αγκαλιά του AfD.
Προκειμένου το CDU -ή
οποιοδήποτε κεντρώο
κόμμα- να σταματήσει την
ροή των ψηφοφόρων προς
το AfD, συνεχίζει το
επιχείρημα, θα πρέπει να
μετακινηθεί προς τα
δεξιά, ειδικά σε θέματα
μετανάστευσης και
πολιτισμού. Αλλά μια
τέτοια στρατηγική είναι
απίθανο να επιτύχει.
Άλλωστε, το AfD έχει και
το ίδιο κινηθεί σταδιακά
περισσότερο προς τα
δεξιά τα τελευταία
χρόνια και το έκανε
χωρίς να χάσει την
υποστήριξη των ψηφοφόρων
του. Το να φανταστεί
κάποιος ότι η
κεντροδεξιά θα μπορούσε
να κερδίσει πίσω αυτούς
τους ψηφοφόρους απλώς με
το να βελτιώσει το
μήνυμά της και να
υιοθετήσει μερικά
ακροδεξιά σημεία της
συζήτησης υποδηλώνει
ευπιστία.
Το γεγονός ότι οι
εξτρεμιστικές θέσεις του
AfD μπορούν να
κινητοποιήσουν έναν
μεγάλο αριθμό Γερμανών
ψηφοφόρων δεν πρέπει να
αποτελεί έκπληξη. Μια
διαχρονική μελέτη [1]
που ξεκίνησε από
ερευνητές στο
Πανεπιστήμιο της Λειψίας
το 2002, διαπιστώνει
σταθερά ότι πάνω από το
ένα τρίτο των Γερμανών
έχουν ξενοφοβικές
απόψεις. Ο κοινωνιολόγος
Wilhelm Heitmeyer
διενήργησε μια δεκαετή
εμπειρική έρευνα μεταξύ
2002 και 2011 και
κατέληξε σε παρόμοια
συμπεράσματα. Η τελική
του επισκόπηση αποκάλυψε
ότι σχεδόν οι μισοί
Γερμανοί πίστευαν ότι
υπήρχαν «πάρα πολλοί
ξένοι» στην χώρα, ενώ το
ένα τρίτο συμφώνησε ότι
υπήρχαν «φυσικές
διαφορές μεταξύ των
μαύρων και των λευκών»
[2]. Οι στάσεις αυτές
υπήρχαν πολύ πριν την
προσφυγική κρίση του
2015 και έχουν εκδηλωθεί
ξανά και ξανά, ίσως πιο
αξιοσημείωτα κατά τα έτη
μετά την πτώση του
Τείχους του Βερολίνου,
όταν ακροδεξιοί
κακοποιοί τρομοκρατούσαν
τακτικά κοινότητες
μεταναστών στην
ανατολική Γερμανία.
Οι δεξιόστροφες
προκαταλήψεις, και
μερικές φορές ακόμα και
οι εξτρεμιστικές τάσεις,
μόλυναν τους γερμανικούς
θεσμούς, επίσης. Δείτε
την κακοφτιαγμένη έρευνα
των Αρχών σχετικά με την
National Socialist
Underground (NSU), μια
ακροδεξιά τρομοκρατική
ομάδα. Κατά την διάρκεια
μιας δεκαετίας, η NSU
δολοφόνησε δέκα
ανθρώπους -σχεδόν όλοι
τους μετανάστες- λήστεψε
14 τράπεζες και
πραγματοποίησε τρεις
βομβιστικές επιθέσεις.
Όλο αυτό το διάστημα, οι
γερμανικές μυστικές
υπηρεσίες επέμειναν ότι
τα εγκλήματα δεν θα
μπορούσαν να έχουν
ρατσιστικά κίνητρα και
αντ’ αυτού συνδέονται με
το οργανωμένο έγκλημα.
Μόνο όταν ένα από τα
μέλη της ομάδας
παραδόθηκε στην
αστυνομία το 2011, η
εθνική υπηρεσία
ασφαλείας της χώρας
προθυμοποιήθηκε να
παραδεχτεί ότι πίσω από
τα εγκλήματα βρισκόταν
το φυλετικό μίσος. Πιο
πρόσφατα, αποκαλύφθηκε
ένα δίκτυο νεοναζί στην
αστυνομία της
Φρανκφούρτης [3], και η
αστυνομία στην Σαξονίας
βρέθηκε ότι παρανόμως
[4] διέταξε την
απομάκρυνση των αφισών
μιας αντιφασιστικής
εκστρατείας.
Ο πλουραλισμός, και όχι
ο εθνικισμός,
χαρακτήρισε τον
μεταπολεμικό δημόσιο βίο
στην Γερμανία, όχι
επειδή απουσίαζε ο
δεξιός εξτρεμισμός, αλλά
επειδή μια ισχυρή
συναίνεση ακολούθησε τον
Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο:
Τα soziale
Marktwirtschaft ή «τα
κοινωνικά οικονομικά της
αγοράς», τα οποία
συνδύαζαν τον
ανταγωνισμό της
ελεύθερης αγοράς με ένα
ισχυρό κράτος πρόνοιας
και μια ισχυρή
υποστήριξη για τα
συνδικάτα. Ήταν αυτός ο
συνδυασμός των καλά
ρυθμισμένων ελεύθερων
αγορών και των συνεχών
επενδύσεων σε δημόσια
αγαθά που βοήθησαν την
γερμανική οικονομία να
αναδυθεί από τα ερείπια
του Β' Παγκοσμίου
Πολέμου στην κυρίαρχη
θέση μέσα στην Ευρώπη,
την οποία [θέση]
απολαμβάνει σήμερα.
Η Γερμανία, όπως και οι
Ηνωμένες Πολιτείες και η
Βρετανία, προσδέθηκαν
στο λεγόμενο «νέο κέντρο»
την δεκαετία του 1990,
αλλά με αυτόν τον τρόπο
διέλυσαν τα ίδια τα
θεσμικά όργανα που είχαν
κρατήσει σε μεγάλο βαθμό
τις εξτρεμιστικές
σκέψεις έξω από την
εκλογική πολιτική. Το
κύμα ιδιωτικοποιήσεων
και απορρύθμισης που
σημάδεψαν εκείνη την
εποχή πρέπει να είναι
γνωστό, σε γενικές
γραμμές, στους
αγγλόφωνους αναγνώστες:
Τα οφέλη που ήταν κάποτε
σχετικά γενναιόδωρα και
ευρέως διαθέσιμα για
τους επιλέξιμους
αιτούντες ήταν τώρα
πενιχρά και εξαρτώμενα
από την συμμόρφωση του
αποδέκτη με ορισμένους
αυθαίρετους και μερικές
φορές ταπεινωτικούς
κανονισμούς. Τα
αποτελέσματα, μετά από
αρκετές δεκαετίες αυτών
των πολιτικών, είναι
απογοητευτικά. Το 2013,
για παράδειγμα, όσοι
ανήκαν στα κορυφαία
εισοδηματικά κλιμάκια
στην Γερμανία αποκτούσαν
πλούτο με ρυθμούς
παρόμοιους με εκείνους
του 1913, σύμφωνα με την
Παγκόσμια Έκθεση
Ανισότητας 2018 [5]. Η
απορύθμιση και οι
νεοφιλελεύθερες
πολιτικές έχουν
προκαλέσει τόση ζημιά
στο λαϊκό αίσθημα περί
κοινής ευθύνης όση και
στην αίσθηση του [λαού]
περί οικονομικής
ασφάλειας. Το «νέο
κέντρο» είναι πολύ
αδύναμο για να κρατήσει
μαζί μια όλο και πιο
ποικιλόμορφη γερμανική
κοινωνία και, ως εκ
τούτου, η πολιτική
συναίνεση γύρω από τις
κεντρώες πολιτικές
καταρρέει.
Το ερώτημα σήμερα είναι
τι θα αντικαταστήσει
αυτή την συναίνεση. Οι
ρατσιστικές και
αντισημιτικές απόψεις
είναι αρκετά
διαδεδομένες στον
γερμανικό πληθυσμό οπότε
θα μπορούσε να προκύψει
μια νέα συμφωνία γύρω
από τον εθνικισμό, όπως
συνέβη στην Ουγγαρία,
για παράδειγμα. Κάτι
τέτοιο, όμως, δεν είναι
νομοτελειακό. Το 2015
πραγματοποιήθηκαν
πορείες κατά της
μετανάστευσης, γνωστές
ως το κίνημα Pegida, και
η αστυνομία απαρίθμησε
25.000 διαδηλωτές στην
Δρέσδη, ένα από τα οχυρά
του Pegida. Ωστόσο,
τουλάχιστον 30.000
άνθρωποι [6]
συγκεντρώθηκαν σε
αντιδιαδηλώσεις στην
γειτονική Λειψία. Το
2018, μια αντιρατσιστική
πορεία στο Βερολίνο
προσέλκυσε περισσότερους
από 240.000 διαδηλωτές
[7]. Οι διαδηλώσεις κατά
της κλιματικής αλλαγής
[8] και κατά των
ανισοτήτων της αγοράς
κατοικιών [9] κατέδειξαν
ομοίως την δημοτικότητα
των προοδευτικών αξιών.
Και ορισμένες
προτεραιότητες
κοινωνικής πρόνοιας,
όπως η νηπιακή
εκπαίδευση, προσελκύουν
ευρεία δημόσια
υποστήριξη. Το γεγονός
ότι η αριστερά
δυσκολεύτηκε να
μεταφράσει αυτή την
δυναμική σε εκλογική
επιτυχία οφείλεται εν
μέρει στο γεγονός ότι
εκτείνεται σε πολλά
κόμματα με διαφορετικά
οράματα. Ενώ οι
ψηφοφόροι που
εγκατέλειψαν το CDU προς
τα δεξιά έχουν σχεδόν
όλοι πάει στο AfD, οι
κεντροαριστεροί
ψηφοφόροι έδωσαν τις
ψήφους τους στους
Σοσιαλδημοκράτες, στους
Πράσινους, στο αριστερό
Die Linke (Η Αριστερά)
και σε αρκετά μικρότερα
κόμματα. Η ελπίδα,
φαίνεται, έρχεται σε
περισσότερες γεύσεις από
όσες ο φόβος.
Ένας πρόσφατος γύρος
περιφερειακών εκλογών
υπογράμμισε την ευκαιρία
των ισχυρών προγραμμάτων
κοινωνικής πρόνοιας για
να υποσκάψουν την
δυναμική της ακροδεξιάς.
Το AfD πραγματοποίησε
σημαντικά κέρδη στα
ανατολικά γερμανικά
κρατίδια της Σαξονίας
[10] και του
Βραδεμβούργου [11] τον
Σεπτέμβριο, ενώ πολλοί
ανέμεναν ότι το κόμμα θα
τα πήγαινε εξίσου καλά
στην Θουριγγία τον
επόμενο μήνα. Η
προοπτική μιας ισχυρής
επίδοσης του AfD σε αυτό
το συγκεκριμένο κρατίδιο
ήταν ιδιαίτερα
ανησυχητική, δεδομένου
ότι ο ηγέτης του AfD
εκεί είναι ο Björn Höcke,
ένα από τα πιο φωνητικά
και εξτρεμιστικά μέλη
του κόμματος, ο οποίος
είναι διάσημος για το
ότι επέκρινε το μνημείο
του Ολοκαυτώματος στο
Βερολίνο ως περιττό «μνημείο
ντροπής». Αλλά παρόλο
που το AfD είδε το
μερίδιό του σε ψήφους να
αυξάνεται, ο αληθινός
νικητής των εκλογών ήταν
το Die Linke.
Το Die Linke, το οποίο
αναδύθηκε από τις
στάχτες του
κομμουνιστικού
κυβερνώντος κόμματος της
Ανατολικής Γερμανίας
μετά την επανένωση της
χώρας, τα πήγε άσχημα
στις πρόσφατες εκλογές
στην Γερμανία. Στην
Θουριγγία, ωστόσο,
κέρδισε τις περισσότερες
έδρες από οποιοδήποτε
άλλο κόμμα για πρώτη
φορά στην ιστορία του.
Το κόμμα οφείλει αυτή
την επιτυχία σε μεγάλο
βαθμό στον Bodo Ramelow,
ο οποίος από το 2014
έχει υπηρετήσει ως
πρωθυπουργός της
Θουριγγίας με την
υποστήριξη των
Σοσιαλδημοκρατών και του
Κόμματος των Πράσινων.
Όπως και ο Höcke του AfD,
ο Ramelow κατηγορήθηκε
για εξτρεμισμό και
διερευνήθηκε από την
γερμανική μυστική
υπηρεσία -αλλά ενώ ο
Höcke έχει καλά
τεκμηριωμένες
διασυνδέσεις με τους
νεοναζί, ο Ramelow
διερευνήθηκε βάσει μιας
αόριστης υποψίας ότι
μπορεί να συνδέθηκε για
λίγο με το Κομμουνιστικό
Κόμμα στα νιάτα του. Ως
πρωθυπουργός, ο Ramelow
κέρδισε μια φήμη ως
ξεροκέφαλος πραγματιστής
και, σύμφωνα με την
γερμανική εβδομαδιαία
εφημερίδα Die Zeit,
ακόμη και οι ντόπιοι
εκπρόσωποι του CDU και
των επιχειρήσεων δήλωσαν
[12] ότι είναι
ικανοποιημένοι από τις
επιδόσεις του στην
κυβέρνηση.
Παρά αυτές τις επιδόσεις,
ο Ramelow θα
αντιμετωπίσει αντίθετους
ανέμους, κυρίως επειδή
οι εταίροι του στην
συμμαχία -οι Πράσινοι
και οι Σοσιαλδημοκράτες-
έχασαν έδρες στις
εκλογές του Οκτωβρίου,
στερώντας έτσι τον
συνασπισμό από μια
πλειοψηφία στο
κοινοβούλιο. (Ο Ramelow
επιχείρησε να φτιάξει
μια συμμαχία με το CDU
αλλά αποκρούστηκε).
Ωστόσο, αντίθετα με τους
κεντρώους ομολόγους του
στο Βραδεμβούργο και την
Σαξονία, ο Ramelow δεν
είδε καμία μείωση στην
υποστήριξη του δικού του
κόμματος μεταξύ των
ψηφοφόρων. Διαχειρίστηκε
αυτή τη νίκη
καταβάλλοντας την
φασιστική ορμή με
συνταξιοδοτικά σχέδια
και προτάσεις
υγειονομικής περίθαλψης,
απορροφώντας την
ενέργεια από την
υπερβολική ρητορική του
AfD κάνοντας
συγκεκριμένα βήματα για
την θέσπιση ή την
βελτίωση προγραμμάτων
κοινωνικής πρόνοιας.
Παρά την εκλογική νίκη
του Ramelow, ωστόσο, το
AfD κυριάρχησε στον
κύκλο των μέσων μαζικής
ενημέρωσης. Στην
πραγματικότητα, οι New
York Times [13], το BBC
[14] και το CNN [15]
ανέφεραν όλοι τις
εκλογές της Θουριγγίας
ως μια ηχηρή επιτυχία
του AfD, χωρίς να
αναγνωρίσουν την
ιστορική επίδοση του Die
Linke. Σε μια συσκότιση
των αποτελεσμάτων των
εκλογών, τα μέσα μαζικής
ενημέρωσης στέρησαν τους
αναγνώστες τόσο από μια
θεμιτή ελπίδα να
σταματήσουν την άκρα
δεξιά όσο και από την
ευκαιρία να μελετήσουν
τις τακτικές που έχουν
σταματήσει άμεσα τον
ξενοφοβικό εξτρεμισμό.
Η νίκη ενός
ακροαριστερού πολιτικού
στην Ανατολική Γερμανία
-μια περιοχή που
βρίσκεται στην πορεία να
γίνει η βάση της
ακροδεξιάς- μπορεί να
έχει ξεφύγει από την
προσοχή των μέσων
ενημέρωσης, αλλά η
ιστορία έχει ένα
ευρύτερο δίδαγμα: Ακόμα
κι αν πολλοί Γερμανοί
εμψυχώνονται από την
δυσαρέσκεια, πολλοί
περισσότεροι θέλουν να
στείλουν τα παιδιά τους
σε καλά σχολεία. Αν τους
δοθεί η επιλογή μεταξύ
των κενών κεντρώων
υποσχέσεων και της
γεμάτης μίσος ρητορικής,
πολλοί θα διαλέξουν την
δεύτερη. Αν τους δοθεί η
επιλογή μεταξύ του
μίσους και της καλύτερης
υγειονομικής περίθαλψης,
θα επιλέξουν την
υγειονομική περίθαλψη. Ο
Theodor Adorno, ο
μεγάλος φιλόσοφος του
αυταρχισμού,
επιχειρηματολόγησε κατ’
αυτόν τον τρόπο σε μια
διάλεξη το 1967. Ο
Adorno συμβούλεψε τους
ακροατές του να μην «προσπαθούν
να είναι τόσο έξυπνοι
όσο οι δεξιοί». Οι
φασίστες, υποστηρίζει,
είναι προπαγανδιστές
στον πυρήνα τους, και οι
ιδεολογικές συγκρούσεις
πάντα βοηθούν τον σκοπό
τους. Όσοι επιθυμούν να
τους νικήσουν θα πρέπει
να αξιοποιήσουν την «διεισδυτική
δύναμη της λογικής, να
τους αντιμετωπίσουν με
την αληθινά μη
ιδεολογική αλήθεια».
Ο PETER KURAS είναι
συγγραφέας και
μεταφραστής. Ζει στο
Βερολίνο.
Trading
σε ελληνικές μετοχές μέσω
της Πλατφόρμας Συναλλαγών Plus 500 (Κάντε Click και
Κατεβάστε την μοναδική πλατφόρμα συναλλαγών, χωρίς καμία
οικονομική υποχρέωση, περιλαμβάνει και λογαριασμό "επίδειξης"
- Demo).