| Ειδήσεις - Αναλύσεις | Ο Κυνηγός | Λεωφόρος Αθηνών | "Κουλου - Βάχατα" | +/- | Fundamentalist | Marx - Soros | Start Trading |

 

 
 

Η πανδημία πλήττει τις χώρες που δεν εκτιμούν τους εργαζόμενους

 

Τετάρτη, 00:01 - 26/08/2020

 

   Share

 

Περίληψη: 

 

Η ένταξη σε συνδικάτα μπορεί, με τα λόγια των πολιτικών επιστημόνων John Ahlquist και Margaret Levi, να ενθαρρύνει τους ανθρώπους να αναλάβουν δράσεις που «είναι προς το συμφέρον των άλλων» έξω από την δική τους ομάδα, με το να επεκτείνει την αίσθησή τους για το ποιου η μοίρα είναι συνδεδεμένη με την δική τους.

 

 

-------------------

 

Τα τελευταία χρόνια, ακαδημαϊκοί και υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής στις Ηνωμένες Πολιτείες πάλεψαν με ένα οικονομικό μυστήριο. Γιατί, ακόμη και καθώς η οικονομία των ΗΠΑ αναπτυσσόταν τις τελευταίες δεκαετίες, οι μισθοί παρέμειναν σχετικά στάσιμοι; Πολλοί μελετητές έχουν καταλήξει συγκεκριμένα σε έναν λόγο: τη μείωση της διαπραγματευτικής ισχύος [1] των εργαζομένων των ΗΠΑ λόγω της συρρίκνωσης της συμμετοχής σε συνδικάτα και της αύξησης των υπεργολαβιών. Οι εργαζόμενοι έχουν ωφεληθεί λιγότερο από την οικονομική ανάπτυξη καθώς η ικανότητά τους να διαπραγματεύονται υψηλότερους μισθούς έχει περισταλεί. Αντ' αυτού, τα μεγάλα κέρδη έχουν μεταφερθεί στους επενδυτές και τους διαχειριστές και η ανισότητα στις Ηνωμένες Πολιτείες έχει αυξηθεί.

 

 

Ένας εργαζόμενος σκουπίζει το πάτωμα σε συρμό στο μετρό της Νέας Υόρκης, τον Μάιο του 2020. Andrew Kelly / Reuters


----------------------------------------------------------

 

Άλλες βιομηχανικές χώρες είδαν επίσης αυξανόμενη ανισότητα, αλλά η μείωση της εργατικής ισχύος είναι ιδιαίτερα έντονη στις Ηνωμένες Πολιτείες. Από την δεκαετία του 1980 έως τα τέλη της δεκαετίας του 2010, το μερίδιο του εισοδήματος των εργαζομένων στις Ηνωμένες Πολιτείες -ουσιαστικά, το ποσοστό του συνολικού εισοδήματος που καταλήγει να πηγαίνει στους εργαζόμενους- μειώθηκε κατά τέσσερις ποσοστιαίες μονάδες [2], στην πραγματικότητα μια μείωση εκατοντάδων δισεκατομμυρίων δολαρίων ετησίως [3]. Κατά την ίδια περίοδο, οι εργαζόμενοι των ΗΠΑ έχασαν βασικές προστασίες: οι συλλογικές συμβάσεις [4] καλύπτουν λιγότερο από το 12% των εργαζομένων (και μόνο το 7% [5] των εργαζομένων στον ιδιωτικό τομέα) στις Ηνωμένες Πολιτείες, σε σύγκριση με το 98% στην Γαλλία, το 80% στην Ιταλία και το 56% στην Γερμανία.

 

Η μειωμένη θέση των εργαζομένων στις Ηνωμένες Πολιτείες βοηθά στην εξήγηση της κακής διαχείρισης της πανδημίας του κορωνοϊού σε σύγκριση με τις ομόλογές τους [χώρες]. Καμία άλλη βιομηχανική χώρα δεν χειρίστηκε την πανδημία τόσο καταστροφικά [6]. Σίγουρα, πολλοί παράγοντες έχουν συμβάλει στην αδύναμη αντίδραση των ΗΠΑ στην κρίση -πρώτα απ' όλα, η αναποτελεσματική και συχνά αντιπαραγωγική ηγεσία του Λευκού Οίκου, αλλά συχνά επίσης τα λάθη σε πολιτειακό επίπεδο και ο διαρθρωτικός ρατσισμός. Και χώρες στην Ευρώπη και αλλού που καυχώνται για ισχυρή προστασία των εργαζομένων εξακολουθούν να βλέπουν σποραδικές αυξήσεις σε νέες μολύνσεις από κορωνοϊό που θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε μεγαλύτερη εξάπλωση. Ωστόσο, η πορεία του κορωνοϊού μέχρι σήμερα υποδηλώνει ότι μια χώρα της οποίας οι εργαζόμενοι στερούνται οικονομικής και πολιτικής ισχύος δεν μπορεί να ανταποκριθεί στην κρίση ούτε καν τόσο γρήγορα ή τόσο ολοκληρωμένα όσο οι ομόλογές της.

 

Η ΥΓΕΙΑ ΤΩΝ ΕΡΓΑΖΟΜΕΝΩΝ ΕΙΝΑΙ ΔΗΜΟΣΙΑ ΥΓΕΙΑ

 

Από το ξεκίνημά της, η [ασθένεια] COVID-19 έχει απειλήσει ιδιαίτερα τους χώρους εργασίας. Μια μελέτη του Πανεπιστημίου του Χάρβαρντ [7] σχετικά με την αρχική εξάπλωση στις ασιατικές χώρες υπολόγισε ότι η μετάδοση που σχετίζεται με την εργασία αντιπροσώπευε το 47,7% των αρχικών περιπτώσεων. Από την αρχή, ο ιός εξαπλώθηκε εύκολα στους χώρους εργασίας των ΗΠΑ, μεταξύ των εργαζομένων στον τομέα της υγειονομικής περίθαλψης, των υπαλλήλων μπαρ και εστιατορίων, των εργαζομένων στις μεταφορές (transit operators), των εργαζομένων στις εγκαταστάσεις επεξεργασίας κρέατος και άλλους. Τώρα, σχεδόν μισό χρόνο μέσα στην πανδημία, η κυβέρνηση των Ηνωμένων Πολιτειών εξακολουθεί να ασκεί μικρή επίβλεψη σχετικά με τις συνθήκες που επιβάλλουν οι εργοδότες στους υπαλλήλους τους. Η Διοίκηση Ασφάλειας και Υγείας της Εργασίας (Occupational Safety and Health Administration, OSHA), για παράδειγμα, αρνήθηκε να εκδώσει έκτακτης ανάγκης πρότυπα ασφαλείας μετά την έναρξη της επιδημίας. Σημαντικής επιρροής εταιρικοί δωρητές [8] και η ομοσπονδιακή αδιαφορία για τις απαιτήσεις των συνδικάτων [9] εξασφάλισαν ότι η OSHA θα διάρθρωνε μια παθητική απάντηση στην κρίση. Υποστελεχωμένη εξαιτίας των ετών της υποχρηματοδότησης, η Υπηρεσία εξέδωσε την πρώτη αναφορά που σχετίζεται με τον κορωνοϊό [10] μόλις στα τέλη Μαΐου.

 

Η έλλειψη νομικής προστασίας που είναι συνήθης σε άλλες χώρες, θέτει σε επιπλέον κίνδυνο την ασφάλεια των εργαζομένων. Οι Ηνωμένες Πολιτείες δεν διαθέτουν ομοσπονδιακή νομοθεσία που να εγγυάται την αναρρωτική άδεια μετ’ αποδοχών -και τα προσωρινά μέτρα που έχουν θεσπιστεί για την αντιμετώπιση των συνεπειών του COVID-19 έχουν σημαντικά κενά [11]- αναγκάζοντας πολλούς αρρώστους και εργαζόμενους σε κίνδυνο να επιλέξουν μεταξύ του να προσέλθουν [στην εργασία τους] ασθενείς ή να χάσουν τον μισθό τους [12]. Το 88% των εργαζομένων στις ΗΠΑ που στερούνται συνδικαλιστικής εκπροσώπησης εργάζονται «κατά βούληση» [13], που σημαίνει ότι οι εργοδότες έχουν μεγάλο περιθώριο να τους απολύσουν χωρίς λόγο. Οι εργαζόμενοι σε νοσοκομεία [14] και σε εργοτάξια [15] αντιμετώπισαν αντίποινα για το ότι ήγειραν υγειονομικές ανησυχίες και, ως αποτέλεσμα, πολλοί εργαζόμενοι μπορεί να φοβούνται να μιλήσουν [16] όταν αισθάνονται ανασφαλείς.

 

Οι ευρωπαϊκές κυβερνήσεις, αντίθετα, κινήθηκαν πιο γρήγορα για να θέσουν νέα πρότυπα στους χώρους εργασίας μετά το ξέσπασμα [της πανδημίας]. Ακόμα και πριν από την πανδημία, οι εργαζόμενοι στην Ευρώπη λειτουργούσαν σε ένα περιβάλλον όπου είχαν μεγαλύτερο λόγο για τις συνθήκες της εργασίας τους. Ο Ευρωπαϊκός Οργανισμός για την Ασφάλεια και την Υγεία στην Εργασία (European Agency for Safety and Health at Work) εξέδωσε οδηγίες για την COVID-19 που αναφέρουν [17]: «Η συμμετοχή των εργαζομένων και των εκπροσώπων τους στην διαχείριση [της ασφάλειας και υγείας στην εργασία] αποτελεί ένα κλειδί για την επιτυχία, και μια νομική υποχρέωση». Οι επιχειρήσεις και τα συνδικάτα συνιστούσαν από κοινού πρωτόκολλα ασφάλειας σε βιομηχανίες όπως η παραγωγή τροφίμων και ποτών [18]. Στην Γερμανία, για παράδειγμα, τα συμβούλια που εκπροσωπούν τόσο τον εργοδότη όσο και τα συμφέροντα των εργαζομένων είναι υπεύθυνα για την διατήρηση των κατάλληλων προτύπων στον χώρο εργασίας [19]. Η πρακτική είναι τόσο εδραιωμένη που όταν χτύπησε η πανδημία, οι Γερμανοί δεν ανησυχούσαν τόσο για το αν οι εργαζόμενοι είχαν το δικαίωμα να συμμετάσχουν στον καθορισμό των συνθηκών στον χώρο εργασίας, όσο για το αν το δικαίωμα αυτό ήταν επαρκώς προστατευμένο [20] εφόσον οι απαραίτητες συναντήσεις πραγματοποιούνταν μέσω τηλεδιάσκεψης.

 

Όταν οι εργαζόμενοι έχουν μικρό λόγο στον καθορισμό των συνθηκών στους χώρους εργασίας, τα αποτελέσματα μπορεί να είναι τρομακτικά. Η αμερικανική βιομηχανία συσκευασίας κρέατος προσφέρει μια προειδοποιητική ιστορία. Η COVID-19 διέσχισε σφαγεία και μονάδες επεξεργασίας κρέατος, όπου οι εργαζόμενοι ήταν κολλημένοι δίπλα-δίπλα στις γραμμές παραγωγής. Οι ομοσπονδιακές και πολιτειακές ρυθμιστικές Αρχές και οι ιδιοκτήτες εγκαταστάσεων συσκευασίας κρέατος αγνόησαν τα παράπονα [21] από εργαζομένους και συνδικάτα. Αντ' αυτού, οι εταιρείες φέρεται να προσέφεραν στους υπαλλήλους τους «μπόνους υπευθυνότητας» για να συνεχίσουν να εμφανίζονται στην εργασία τους και τιμώρησαν εργαζόμενους [22] για απουσίες από προγραμματισμένη βάρδια. Σύμφωνα με μια έκθεση του Ιουλίου από τα Κέντρα Ελέγχου και Πρόληψης Νοσημάτων (Centers for Disease Control and Prevention) [23], το 9% όλων των εργαζομένων στη μεταποίηση κρέατος σε πολιτείες για τις οποίες υπάρχουν διαθέσιμα στοιχεία, είχαν προσβληθεί από COVID-19, και από αυτούς που διαγνώστηκαν, το 87% προήλθε από φυλετικές ή εθνοτικές μειονοτικές ομάδες.

 

Η βιομηχανία συσκευασίας κρέατος στην Ευρώπη έχει υποστεί τις δικές της επιδημίες [24] -χάρη σε μεγάλο βαθμό στην ασθενέστερη προστασία των μεταναστών εργαζομένων- αλλά μέχρι τις αρχές Ιουνίου, είχε διαγνώσει το ένα ένατο των κρουσμάτων [25] συγκριτικά με τις ΗΠΑ, παρά το γεγονός ότι απασχολούσε περίπου δύο τρίτα περισσότερους ανθρώπους [συγκριτικά]. Και ενώ παραμένουν καυτά επίκεντρα (hot spots) [26], η ευρωπαϊκή ανταπόκριση σε αυτά τα κρούσματα ήταν πολύ πιο επιθετική: οι κυβερνήσεις των δύο χωρών με τις μεγαλύτερες βιομηχανίες επεξεργασίας κρέατος, η Γερμανία [27] και η Ισπανία [28], έχουν επεκτείνει νέα δικαιώματα στους συμβασιούχους εργάτες τους που είχαν προηγουμένως αποκλειστεί από εργασιακές προστασίες και ήταν πιο ευάλωτοι στην COVID-19.

 

Μια παρόμοια ιστορία έχει εκτυλιχθεί σε άλλες βιομηχανίες, συμπεριλαμβανομένων των λιανικών πωλήσεων [29], των κατασκευών [30], των υπηρεσιών καθαρισμού [31] και της υγειονομικής περίθαλψης [32]: η πανδημία έδειξε έλλειψη προστασίας για τους εργαζόμενους στις ΗΠΑ [33], ενώ ενθάρρυνε τους Ευρωπαίους εργαζόμενους να πιέσουν και να κερδίσουν καλύτερα πρότυπα και νέα δικαιώματα. Για παράδειγμα, τόσο στις Ηνωμένες Πολιτείες όσο και στην Ευρώπη, οι υπάλληλοι της Amazon ενεπλάκησαν σε διακοπές εργασίας και διαμαρτυρίες για τις συνθήκες στον χώρο εργασίας. Η Amazon απέλυσε ηγέτες των διαμαρτυριών [34] στις Ηνωμένες Πολιτείες (ισχυριζόμενη ότι είχαν παραβιάσει ορισμένες εταιρικές πολιτικές), αλλά ένα δικαστήριο στην Γαλλία βοήθησε τους Γάλλους υπαλλήλους της Amazon να αναγκάσουν την εταιρεία να διαπραγματευτεί νέα πρότυπα ασφαλείας [35].

 

Οι ασφαλέστεροι χώροι εργασίας καθιστούν ολόκληρη την κοινωνία ασφαλέστερη. Τα βελτιωμένα πρότυπα σε βιομηχανίες όπου οι εργαζόμενοι έχουν επαφή με το ευρύ κοινό μειώνουν τον κίνδυνο μετάδοσης στην ευρύτερη κοινότητα. Στις Ηνωμένες Πολιτείες, ο ιός εξαπλώθηκε δυσανάλογα σε γειτονιές [36] που φιλοξενούσαν πολλούς «βασικούς εργαζόμενους» (“essential workers”), στις κοινότητες όπου βρίσκονταν τα εργοστάσια επεξεργασίας κρέατος και σε μέρη όπου το άνοιγμα μπαρ και εστιατορίων [37] δημιούργησε αιχμές μολύνσεων μεταξύ του προσωπικού. Μια αποτυχία στην διασφάλιση της ασφάλειας των εργαζομένων είναι μια αποτυχία να μείνει υπό έλεγχο ο ιός.

 

Η ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΑΝΑΚΑΜΨΗ ΕΞΑΡΤΑΤΑΙ ΑΠΟ ΤΟΥΣ ΕΡΓΑΖΟΜΕΝΟΥΣ

 

Η σχετική έλλειψη ισχύος των εργαζομένων στις Ηνωμένες Πολιτείες κινδυνεύει επίσης να βλάψει την συνολική οικονομική ανάκαμψη της χώρας. Η πανδημία έχει επιβραδύνει την οικονομική δραστηριότητα παντού -το ΑΕΠ μειώθηκε κατά 9,5% στις Ηνωμένες Πολιτείες και 12,1% στην ζώνη του ευρώ κατά το δεύτερο τρίμηνο του 2020. Ωστόσο, η ασθενέστερη θέση των εργαζομένων των ΗΠΑ σημαίνει ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες θα είναι πιθανώς πιο αργές στο να ανακτήσουν τα οικονομικά τους πατήματα από όσο οι Ευρωπαίοι ομόλογοί τους.

Οι Ηνωμένες Πολιτείες έχουν διοχετεύσει την περισσότερη στήριξη στους εργαζόμενους μέσω πληρωμών επιδομάτων ανεργίας σε όσους έχασαν την δουλειά τους. Τον Μάρτιο, το Κογκρέσο πέρασε μια ιστορική επέκταση του προγράμματος, αυξάνοντας τα ποσά παροχών και χαλαρώνοντας τις προϋποθέσεις επιλεξιμότητας. Τον Ιούνιο, τα επιδόματα ανεργίας αντιπροσώπευαν το 15,6% του συνολικού εισοδήματος των μισθών και ημερομισθίων των ΗΠΑ, περισσότερο από έξι φορές υψηλότερο από το κορυφαίο προ κρίσης που ήταν στο 2,5% [38].

 

Η ασφάλιση ανεργίας [επιδόματα] υπήρξε ζωτικής σημασίας για την οικονομία των ΗΠΑ και για εκατομμύρια εργαζομένους. Ωστόσο, πολλοί Αμερικανοί αγωνίστηκαν για εβδομάδες και ακόμη και μήνες [39] για να λάβουν αυτές τις πληρωμές χάρη στην σαραβαλιασμένη δημόσια υποδομή -οι υπολογιστές που επεξεργάζονται τα επιδόματα ανεργίας σε πολλές πολιτείες εξακολουθούν να βασίζονται σε προγράμματα από την δεκαετία του 1960 [40]- και στο γεγονός ότι το σύστημα κάνει συχνά δύσκολο στους ανθρώπους να πάρουν τα ωφελήματα εξ αρχής. Από την δημιουργία [του συστήματος] ασφάλισης ανεργίας κατά το New Deal -όταν οι νομοθέτες που ήταν υπέρ του διαχωρισμού των φυλών απέκλεισαν σκόπιμα τους γεωργούς και τους οικιακούς εργαζόμενους από το πρόγραμμα- διάφορες διατάξεις έχουν καταστήσει δυσκολότερο για τους μαύρους και τους ισπανόφωνους εργαζόμενους να λαμβάνουν παροχές. Επιπλέον, το σύστημα ενθαρρύνει τους εργοδότες να αμφισβητούν τις απαιτήσεις των εργαζομένων για παροχές (με το να συνδέουν τους φόρους των εργοδοτών με τον αριθμό των υπαλλήλων που υποβάλλουν [αίτημα] για παροχές) και αλλιώς περιορίζει τους εργαζομένους από την λήψη βοήθειας αφού όταν την λαμβάνουν ενδέχεται αυτό να αυξήσει την διαπραγματευτική τους ισχύ. Για παράδειγμα, το Υπουργείο Εργασίας των ΗΠΑ επιβεβαίωσε ότι οι πολιτείες [41] μπορούν να ακυρώσουν τα ωφελήματα για ανθρώπους που αρνούνται να επιστρέψουν στην εργασία τους κατά την διάρκεια της πανδημίας -ακόμη και εκείνων που φοβούνται ότι κάτι τέτοιο είναι ανασφαλές [42].

 

 

Ένας συνδικαλιστής διαμαρτύρεται για τα χαλαρά μέτρα ασφαλείας σε ένα οπωροπωλείο Kroger, στο Λος Άντζελες, τον Αύγουστο τους 2020. Mike Blake / Reuters


------------------------------------------------------

 

Τα διευρυμένα επιδόματα ανεργίας αφέθηκαν να λήξουν στο τέλος του Ιουλίου, καθώς οι συντηρητικοί νομοθέτες επέμειναν ότι ήταν πολύ γενναιόδωρα. Εκατομμύρια άνεργοι Αμερικανοί είδαν το εισόδημά τους να πέφτει ξαφνικά κατά 600 δολάρια την εβδομάδα, καθώς κάθε δυναμική προς την ανάκαμψη επιβραδύνθηκε. Ο πρόεδρος των ΗΠΑ, Ντόναλντ Τραμπ, προσπάθησε να προσδώσει μικρότερη ώθηση για την ανεργία μέσω ενός προεδρικού μνημονίου, αλλά αυτή η προσπάθεια μάλλον θα προσφέρει ανεπαρκή, βραχυπρόθεσμη ανακούφιση. Επίσης, [το μνημόνιο] καθυστέρησε την απαραίτητη νομοθετική διαδικασία για την επέκταση των πληρωμών που ήταν στο επίκεντρο της αρχικής αντίδρασης των ΗΠΑ στην πανδημία, παρόλο που το ποσοστό ανεργίας εξακολουθεί να είναι πάνω από το 10%.

 

Άλλες βιομηχανικές χώρες, αντιθέτως, έχουν δημιουργήσει -με μεγαλύτερη συμμετοχή των εργαζομένων- συστήματα που είναι πιο ανθεκτικά. Οι ευρωπαϊκές χώρες διαθέτουν ήδη πιο λειτουργικά συστήματα ασφάλισης έναντι της ανεργίας από εκείνα των Ηνωμένων Πολιτειών. Πολλά από αυτά τα έθνη, συμπεριλαμβανομένου του Βελγίου και της Δανίας που χρησιμοποιούν το «σύστημα της Γάνδης» [43] με το οποίο τα συνδικάτα είναι υπεύθυνα για την διαχείριση των παροχών στους ανέργους, έχουν δημιουργήσει προγράμματα που βασίζονται στο αξίωμα της συμπερίληψης και όχι του αποκλεισμού των εργαζομένων. Οι ευρωπαϊκές χώρες έχουν επίσης θεσπίσει ή ενισχύσει προγράμματα [44] που έστειλαν χρήματα στους εργαζόμενους ενώ παρέμειναν στις μισθολογικές καταστάσεις, συχνά μέσω των λεγόμενων συμφωνιών καταμερισμού της εργασίας ή μέσω βραχυπρόθεσμων αποζημιώσεων. Η γερμανική κυβέρνηση φαίνεται πιθανό να παρατείνει από τους 12 στους 24 μήνες την επέκτασή του προγράμματος Kurzarbeit («σύντομη εργασία») [45], το οποίο επιτρέπει στις εταιρείες να παραχωρούν εργαζομένους -αντί να τους απολύουν- βοηθώντας να αντισταθμίσουν τα χαμένα εισοδήματά τους από τις μειωμένες ώρες [εργασίας]. Τέτοια μέτρα συνέβαλαν στην ελαχιστοποίηση της αναστάτωσης στην οικονομία κατά την διάρκεια των πρωτοφανών κλεισιμάτων [των επιχειρήσεων], δημιουργώντας μια πιο ξεκάθαρη πορεία, από την κρίση πίσω στην ανάκαμψη.

 

Αυτά τα προγράμματα εξηγούν γιατί τα επίσημα ποσοστά ανεργίας αυξήθηκαν λιγότερο αυτήν την άνοιξη στην Ευρώπη από όσο στις Ηνωμένες Πολιτείες, παρά τις παρόμοιες μειώσεις στο ΑΕΠ. Επιπλέον, αυτές οι προσεγγίσεις επιμερισμού της εργασίας -συνήθως διαπραγματευθείσες από κοινού από εργοδότες και συνδικάτα [46]- αντικατοπτρίζουν την κοινή δέσμευση κυβερνήσεων και ιδιωτικού τομέα να διατηρηθούν τα εισοδήματα των εργαζομένων κατά την διάρκεια της κρίσης. Αυτό που διακρίνει αυτά τα προγράμματα από τα αντίστοιχα αμερικανικά δεν είναι ότι τα οφέλη τους είναι απαραιτήτως πιο γενναιόδωρα -τουλάχιστον αυτή την άνοιξη, οι άνεργοι Αμερικανοί εργαζόμενοι συχνά έλαβαν ελαφρώς περισσότερες παροχές ως μερίδιο του προηγούμενου εισοδήματός τους από τους άνεργους Ευρωπαίους- αλλά το πώς διασφαλίζουν ότι, σε σταθερή βάση, οι εργαζόμενοι, και θα παραμένουν καλύτερα συνδεδεμένοι με το εργατικό δυναμικό, και θα λαμβάνουν πραγματικά τις πληρωμές που τους οφείλονται.

 

Ο ρόλος της ισχύος των εργαζομένων στην λειτουργία αυτών των προγραμμάτων είναι προφανής σε ένα ελάχιστα εκτιμηθέν γεγονός: οι βασικοί μηχανισμοί των ευρωπαϊκών συστημάτων είναι διαθέσιμοι στις Ηνωμένες Πολιτείες, αλλά δεν έχουν χρησιμοποιηθεί πραγματικά με τρόπο που να ωφελεί τους εργαζόμενους. Πριν από την κρίση, 27 πολιτείες [47] είχαν θεσπίσει ρυθμίσεις για τον επιμερισμό της εργασίας, σύμφωνα με τις οποίες οι εργαζόμενοι μπορούν να λάβουν επιδόματα ανεργίας για να αντισταθμίσουν τις μειωμένες ώρες [εργασίας]. Και το Πρόγραμμα Προστασίας Μισθού (Paycheck Protection Program), όπως ονομάζεται το πρόγραμμα υποστήριξης μικρών επιχειρήσεων των ΗΠΑ, έχει διαθέσει 660 δισεκατομμύρια δολάρια σε εταιρείες σε μια προσέγγιση που έχει σχεδιαστεί για την πρόληψη των απολύσεων. Ωστόσο, σύμφωνα με το Υπουργείο Εργασίας των ΗΠΑ [48], μόνο περίπου 450.000 εργαζόμενοι από τους 28 εκατομμύρια εργαζόμενους που επιδιώκουν παροχές ανεργίας στις Ηνωμένες Πολιτείες είναι εγγεγραμμένοι σε προγράμματα επιμερισμού εργασίας, και λίγα στοιχεία [49] υποστηρίζουν την ιδέα ότι οι ΣΔΙΤ και άλλα προγράμματα επιχειρηματικής βοήθειας έχουν ενθαρρύνει τους εργοδότες να κρατούν τους εργαζομένους τους. Οι αεροπορικές εταιρείες ήταν μια από τις λίγες βιομηχανίες στις οποίες η κυβερνητική υποστήριξη ήρθε με μια επιμονή σε σταθερούς κανόνες σχετικά με την διατήρηση των εργαζομένων. Δεν αποτελεί έκπληξη το γεγονός ότι τα σωματεία των αεροσυνοδών και άλλες ομάδες εργαζομένων στις αεροπορικές εταιρείες έπαιξαν σημαντικό ρόλο [50] στις διαπραγματεύσεις για την βοήθεια.

 

Η επανεκκίνηση μιας εξασθενημένης οικονομίας θα απαιτήσει τόσο από την κυβέρνηση να ελέγξει τον ιό όσο και να παράσχει πραγματική υποστήριξη σε εργαζόμενους, οικογένειες και μικρές επιχειρήσεις. Ένα ισχυρό πρόγραμμα για την διατήρηση των εισοδημάτων των εργαζομένων είναι απαραίτητο ώστε να επιτρέπεται στους εργαζόμενους να μένουν στο σπίτι τους όταν ισχύει η κοινωνική αποστασιοποίηση και να επανεκκινηθεί η δραστηριότητα όταν πάψει να ισχύει. Χωρίς να φέρουν τους εργαζόμενους στο τραπέζι, οι Ηνωμένες Πολιτείες θα παλέψουν για να καταστήσουν αυτά τα προγράμματα όσο πιο αποτελεσματικά μπορούν.

 

Και η αποτυχία παροχής ισχυρής και αξιόπιστης υποστήριξης στους εργαζόμενους θα έχει οικονομικές συνέπειες που υπερβαίνουν πολύ τους ίδιους τους άνεργους. Η βοήθεια στους εργαζομένους που βρίσκονται σε αδράνεια όχι μόνο βοηθά αυτούς και τις οικογένειές τους, αλλά εξυπηρετεί επίσης μια σημαντική «αντικυκλική» λειτουργία κατά την διάρκεια μιας οικονομικής ύφεσης. Αυτοί οι εργαζόμενοι είναι πιθανό να ξοδέψουν γρήγορα τα χρήματα που λαμβάνουν, συμβάλλοντας στην ενίσχυση της καταναλωτικής δραστηριότητας που με την σειρά της μπορεί να οδηγήσει σε μια ευρύτερη ανάκαμψη. Αλλά αν οι άνεργοι δεν είναι πραγματικά σε θέση να αποκτήσουν πρόσβαση σε παροχές -ή εάν αυτές οι παροχές λήξουν πολύ νωρίς στην ύφεση- τότε οι άνθρωποι θα είναι λιγότερο πιθανό να ξοδέψουν και να στηρίξουν την οικονομία. Οι Ηνωμένες Πολιτείες δεν κατάφεραν ούτε να διατηρήσουν τους μισθωτούς στα μισθολόγια ούτε παρείχαν επαρκώς ολοκληρωμένη και μακροχρόνια οικονομική υποστήριξη στους εργαζομένους. Ως αποτέλεσμα, η χώρα ρισκάρει μεγαλύτερη ζημιά στις μικρές επιχειρήσεις και τις τοπικές κοινότητες και μια βαθύτερη οικονομική ύφεση.

 

ΦΕΡΝΟΝΤΑΣ ΤΟΥΕ ΡΓΑΖΟΜΕΝΟΥΣ ΣΤΟ ΤΡΑΠΕΖΙ

 

Όπως έχουν επανειλημμένα επιμείνει πολλοί οικονομολόγοι, η προστασία της δημόσιας υγείας και η στήριξη της οικονομίας σε μια πανδημία δεν είναι αμοιβαίως αποκλειόμενοι στόχοι [51]. Η αδυναμία των Ηνωμένων Πολιτειών να αναλάβουν μια ολοκληρωμένη απάντηση που να περιλαμβάνει και τους δύο είναι μια αποτυχία ηγεσίας που επιδεινώθηκε από την απουσία των εργαζομένων στην λήψη αποφάσεων. Οι ομοσπονδιακές και πολιτειακές προσπάθειες για «ξανάνοιγμα» της οικονομίας σπάνια περιελάμβαναν κάτι παραπάνω από επιφανειακές διαβουλεύσεις [52] με τους εργαζόμενους.

 

Η συζήτηση σχετικά με το εάν και το πώς θα ξανανοίξουν τα σχολεία στις Ηνωμένες Πολιτείες προσφέρει ένα χρήσιμο παράδειγμα. Οι εκπαιδευτικοί είναι συνδικαλισμένοι σε σχετικά υψηλά ποσοστά σε σύγκριση με άλλους τομείς της οικονομίας των ΗΠΑ (για παράδειγμα, περίπου το 70% [53] των δασκάλων δημοσίων σχολείων ανήκουν σε συνδικάτα). Σε ορισμένες περιοχές [54], οι εκπαιδευτικοί διαμαρτυρήθηκαν για βιαστικά σχέδια και κέρδισαν προστασία τόσο για το προσωπικό όσο και για τους μαθητές. Όμως οι εκπαιδευτικοί έχουν παλέψει για να εξασφαλίσουν τέτοια μέτρα σε πολιτείες [55] όπου τα συνδικάτα τους έχουν λιγότερη δύναμη. Το ότι οι εκπαιδευτικοί έχουν κάποια ευκαιρία να συμμετάσχουν σε τέτοιες αποφάσεις έρχεται σε έντονη αντίθεση με σχεδόν κάθε άλλο κομμάτι της οικονομίας των ΗΠΑ.

 

Οι πολιτικές των ΗΠΑ στον απόηχο της πανδημίας αντιμετωπίζουν τους περισσότερους εργαζόμενους ως αναλώσιμους και, με αυτόν τον τρόπο, θέτουν σε κίνδυνο το κοινό. Οι πολιτειακές κυβερνήσεις καθυστέρησαν να δώσουν την εντολή ή ακόμη και να ενθαρρύνουν την χρήση μάσκας, αφήνοντας τους εργαζόμενους στην λιανική να επιβάλουν [56] την χρήση τους. Και οι Ρεπουμπλικάνοι νομοθέτες προσπάθησαν να εξαιρέσουν τις εταιρείες από το να αναλαμβάνουν την ευθύνη [57] ακόμη και αν οι εργαζόμενοι, οι καταναλωτές ή οι οικογένειές τους μολυνθούν από τον ιό σε έναν χώρο εργασίας ή σε μια επιχείρηση, δίνοντας έτσι προτεραιότητα στην προστασία των ιδιοκτητών των επιχειρήσεων έναντι της αντιμετώπισης της απειλής της COVID-19.

 

Πολλές ευρωπαϊκές χώρες, αντίθετα, διατηρούν ένα μακροχρόνιο μοντέλο «κοινωνικού διαλόγου» στην λήψη αποφάσεων για σημαντικά κοινωνικά και οικονομικά ζητήματα, στα οποία οι οργανώσεις εργαζομένων και εργοδοτών συμμετέχουν σε διαπραγματεύσεις σχετικά με σημαντικές πολιτικές. Αυτή η προσέγγιση είναι ενσωματωμένη σε θεσμούς και πολιτικούς κανόνες. Και αντικατοπτρίζει το πώς η ένταξη σε συνδικάτα μπορεί, με τα λόγια των πολιτικών επιστημόνων John Ahlquist και Margaret Levi [58], να ενθαρρύνει τους ανθρώπους να αναλάβουν δράσεις που «είναι προς το συμφέρον των άλλων» έξω από την δική τους ομάδα με το να επεκτείνει την αίσθησή τους για το ποιου η μοίρα είναι συνδεδεμένη με την δική τους. Η μεταρρύθμιση της εργατικής νομοθεσίας [59] για να διευκολυνθεί η οργάνωση και ένταξη των εργαζομένων είναι ένα κρίσιμο βήμα όχι μόνο για την αύξηση των μισθών ή τη μείωση της ανισότητας, αλλά για την οικοδόμηση μιας κοινωνίας πιο ανθεκτικής στις κρίσεις.

 

Οι πρόσφατες δεκαετίες έχουν δείξει ότι οι κοινωνίες γίνονται πιο άνισες όταν οι εργαζόμενοι έχουν λιγότερη δύναμη. Τα δεινά του τρέχοντος έτους υποδηλώνουν ότι η ενδυνάμωση των εργαζομένων θα ενισχύσει επίσης την ικανότητα μιας χώρας να αντέχει τις καταστροφές μιας πανδημίας.

 

Ο JACOB LEIBENLUFT είναι ερευνητικός συνεργάτης στο Institute for Corporate Governance and Finance της Νομικής Σχολής του NYU και ανώτερος συνεργάτης στο Center for American Progress. Διετέλεσε αναπληρωτής διευθυντής του Εθνικού Οικονομικού Συμβουλίου του Λευκού Οίκου υπό τον πρόεδρο Μπαράκ Ομπάμα.

 

Foreign Affairs

 

http://www.foreignaffairs.gr/articles/72879/jacob-leibenluft/i-pandimia-plittei-tis-xores-poy-den-ektimoyn-toys-ergazomenoys?page=show 

 

https://www.foreignaffairs.com/articles/united-states/2020-08-19/pandemic-hurts-countries-dont-value-workers

 

Greek Finance Forum

 

 

Σχόλια Χρηστών

 
 
 

 

 

 

 

 
 
   

   

   

Trading σε ελληνικές μετοχές μέσω της Πλατφόρμας Συναλλαγών Plus 500 (Κάντε Click και Κατεβάστε την μοναδική πλατφόρμα συναλλαγών, χωρίς καμία οικονομική υποχρέωση, περιλαμβάνει και λογαριασμό "επίδειξης" - Demo). 

Λήψη τώρα!

 © 2016-2017 Greek Finance Forum

Αποποίηση Ευθύνης....