Το Υπουργείο Εμπορίου του Μπάιντεν μπορεί να
προσαρμόσει την διαδικασία θέσπισης κανονισμών
για να επιτρέψει στην διοίκηση να αξιολογήσει
τις απειλές ασφαλείας που θέτουν συγκεκριμένες
κινεζικές εταιρείες και στην συνέχεια να χαράξει
μια προσεκτική πολιτική ως απάντηση σε αυτές.
-----------------
Ο πρόεδρος των ΗΠΑ, Τζο
Μπάιντεν, κληρονόμησε
από τον προκάτοχό του,
Ντόναλντ Τραμπ, μια
σειρά από λανθασμένες
εκτελεστικές εντολές που
επιδιώκουν είτε να
απαγορεύσουν είτε να
περιορίσουν τις
δραστηριότητες κινεζικών
τεχνολογικών εταιρειών
στις Ηνωμένες Πολιτείες.
Ο Τραμπ επεχείρησε να
απαγορεύσει την δημοφιλή
εφαρμογή κοινωνικών
μέσων TikTok τον
Αύγουστο του 2020 και
προσπάθησε να περιορίσει
την λειτουργία εταιρειών
όπως η WeChat, η Alipay
και η Huawei στις αγορές
των ΗΠΑ. Στο όνομα της
διαφύλαξης της εθνικής
ασφάλειας, αυτά τα μέτρα
θα είχαν δημιουργήσει
ένα αμερικανικό κυβερνο-Grand
Canyon για να
ανταγωνιστεί το Σινικό
μέγα τείχος προστασίας
[Great Firewall],
περιορίζοντας ριζικά την
ελευθερία των Αμερικανών
να πλοηγούνται στο
Διαδίκτυο και
εμποδίζοντας τον
ανταγωνισμό στον τομέα
της τεχνολογίας.
Το λογότυπο της
κινεζικής εφαρμογής
κοινωνικών μέσων TikTok,
στο Πεκίνο, τον Ιούλιο
του 2020. Florence Lo /
Illustration / Reuters
Η διοίκηση του Μπάιντεν
αντιμετωπίζει τώρα το
δύσκολο καθήκον να
καθορίσει ποιες
πολιτικές της εποχής του
Τραμπ πρέπει να
διατηρήσει, ποιες θα
πρέπει να αποσύρει, και
πόση πολιτική επιρροή
μπορεί να διακινδυνεύσει
στην χάραξη μιας πορείας
που να επιτρέπει στους
Αμερικανούς να έχουν
πρόσβαση στην τεχνολογία
και των δύο εθνών. Η
Ουάσινγκτον πρέπει να
προστατεύσει τις
αλυσίδες εφοδιασμού στις
οποίες βασίζονται οι
υπηρεσίες πληροφοριών
και επικοινωνιών για να
ασφαλίσει ευαίσθητα
δεδομένα και συστήματα
από εκμετάλλευση ή
σαμποτάζ -αλλά πρέπει
επίσης να αποφύγει τον
περιορισμό του
ανταγωνισμού με τρόπους
που καταλήγουν να
βλάπτουν τις
αμερικανικές εταιρείες
χωρίς να ενισχύουν την
εθνική ασφάλεια.
Ευτυχώς, η Ουάσιγκτον
διαθέτει κάτι
περισσότερο από απλώς
χοντροκομμένα εργαλεία
για την αντιμετώπιση
αυτού του προβλήματος.
Οι προβληματικές
διοικητικές ενέργειες
του Trump περιελάμβαναν
μια υπερβολικά ευρεία
εκτελεστική εντολή του
Μαΐου 2019 για τις
αλυσίδες εφοδιασμού στον
τομέα της τεχνολογίας˙
το Υπουργείο Εμπορίου
των ΗΠΑ εξέδωσε έναν
ασαφή κανονισμό τον
Ιανουάριο του 2021 για
την εφαρμογή της εντολής.
Αν και η κυβέρνηση Τραμπ
ήλπιζε να επιβάλει την
εντολή με καταιγιστικές
επιπτώσεις, η κυβέρνηση
Μπάιντεν μπορεί τώρα να
την χρησιμοποιήσει για
να ωθήσει την πολιτική
της Κίνας σε μια πιο
μελετημένη κατεύθυνση.
Το Υπουργείο Εμπορίου
του Μπάιντεν μπορεί να
προσαρμόσει αυτήν την
διαδικασία θέσπισης
κανονισμών για να
επιτρέψει στην διοίκηση
να αξιολογήσει τις
απειλές ασφαλείας που
θέτουν συγκεκριμένες
κινεζικές εταιρείες και
στην συνέχεια να χαράξει
μια προσεκτική πολιτική
ως απάντηση σε αυτές.
Μια στενή, στοχευμένη
προσέγγιση αυτού του
είδους θα βοηθούσε στην
προστασία των Αμερικανών
από πραγματικούς
κινδύνους, ενώ θα τους
έδινε επίσης πρόσβαση σε
ανταγωνιστικά κινέζικα
προϊόντα και υπηρεσίες.
ΑΠΑΓΟΡΕΥΣΕΙΣ ΣΕ
ΚΙΝΕΖΙΚΕΣ ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΚΕΣ
ΠΛΑΤΦΟΡΜΕΣ
Ο Τραμπ έκανε επιθετικές
ενέργειες εναντίον
κινεζικών τεχνολογικών
εταιρειών προς το
συμφέρον της εθνικής
ασφάλειας, αλλά πολλά
από αυτά τα μέτρα
έβλαψαν τους καταναλωτές,
εμπόδισαν τον
ανταγωνισμό και
επιβράδυναν την
καινοτομία χωρίς να
προστατεύουν πραγματικά
τους Αμερικανούς. Πάρτε,
για παράδειγμα, την
απόπειρα απαγόρευσης της
πολύ δημοφιλούς
κινεζικής εφαρμογής
κοινωνικών μέσων TikTok.
Η κυβέρνηση Trump
εξέδωσε μια σειρά [1]
εκτελεστικών εντολών που
προκάλεσαν σύγχυση το
περασμένο καλοκαίρι οι
οποίες θα είχαν διακόψει
την πρόσβαση στο TikTok
για τους περισσότερους
Αμερικανούς, εκτός αν η
κινεζική μητρική
εταιρεία της εφαρμογής
πωλούσε ένα μερίδιο
ελέγχου σε επενδυτές των
ΗΠΑ. Η εντολή
ισχυριζόταν ότι η TikTok
αποτελούσε σημαντική
απειλή για την εθνική
ασφάλεια των Ηνωμένων
Πολιτειών, επειδή ανήκε
σε μια κινεζική εταιρεία,
αλλά η κυβέρνηση Trump
προσέφερε λίγα στοιχεία
για την ακριβή φύση
αυτής της απειλής ή για
το γιατί η εταιρεία
άξιζε μια τέτοια
απαγόρευση. Μια
ξεχωριστή εντολή που
απαγορεύει την Alipay,
την πλατφόρμα πληρωμών
που ανήκει στην Ant
Group και επτά άλλες
κινεζικές εφαρμογές
ισχυρίστηκε ότι οι
εφαρμογές καταλάμβαναν
ευαίσθητες πληροφορίες
των χρηστών στις
Ηνωμένες Πολιτείες.
Αυτοί οι ισχυρισμοί
σχετικά με τους
κινδύνους που θέτει η
Alipay ήταν ακόμη
λιγότερο αξιόπιστοι από
εκείνους που αφορούσαν
το TikTok, καθώς η
πλειονότητα των χρηστών
της Alipay [2] κατοικούν
στην Κίνα και η εφαρμογή
πιθανότατα δεν
χειρίζεται πολλά
αμερικανικά δεδομένα.
Η εκτελεστική εντολή για
το TikTok, συγκεκριμένα,
ήρθε σε περίεργη στιγμή.
Οι υπεύθυνοι χάραξης
πολιτικής των ΗΠΑ και
στις δύο πλευρές του
πολιτικού φάσματος
ζητούσαν [3]
περισσότερους
κανονισμούς για την
προώθηση του
ανταγωνισμού στον τομέα
της τεχνολογίας. Η
άνοδος του TikTok
παρουσίασε απειλή για
εταιρείες τεχνολογίας
των ΗΠΑ, όπως η Apple,
το Facebook και η
Google. Εάν οι Ηνωμένες
Πολιτείες ήθελαν να
δημιουργήσουν ένα πιο
ανταγωνιστικό περιβάλλον,
σίγουρα η απαγόρευση
μιας κινεζικής εταιρείας
όπως η TikTok -η οποία
ήταν η δεύτερη πιο
δημοφιλής [4] εφαρμογή
στο Apple App Store το
2020- ήταν ένα βήμα προς
την λάθος κατεύθυνση.
Ακόμη χειρότερα, η
απαγόρευση του TikTok
και άλλες ενέργειες όπως
αυτή θα μπορούσαν να
επιστρέψουν και να
στοιχειώσουν τις
αμερικανικές εταιρείες.
Οι εκτελεστικές εντολές
του Trump αύξησαν τον
κίνδυνο το Πεκίνο να
προβεί σε αντίποινα στην
κινεζική αγορά, όπου
αμερικανικές εταιρείες
όπως η Apple, η Intel
και η Microsoft
αντιμετωπίζουν ήδη
τεράστια εμπόδια.
Επιπλέον, εάν οι
Ηνωμένες Πολιτείες
θέσουν το προηγούμενο
του αποκλεισμού
εφαρμογών και υπηρεσιών
βάσει της ξένης
ιδιοκτησίας τους, οι
κυβερνήσεις αλλού –ιδίως
στην Ευρώπη– θα
μπορούσαν να επιλέξουν
να απαγορεύσουν στις
αμερικανικές εταιρείες
χρησιμοποιώντας την ίδια
λογική. Ο τρόπος με τον
οποίο οι πολιτικοί των
ΗΠΑ βλέπουν τις
κινεζικές εταιρείες ως
πιθανές απειλές
αντικατοπτρίζει τον
τρόπο που οι Ευρωπαίοι
βλέπουν τις εταιρείες
των ΗΠΑ. Τα μέτρα των
ΗΠΑ κατά κινεζικών
εταιρειών θα μπορούσαν
κατά λάθος να βοηθήσουν
την ΕΕ να αφήσει εκτός
τις εταιρείες των ΗΠΑ.
Ένα κατάστημα της Apple
στην Hangzhou, στην Κίνα,
τον Μάρτιο του 2016.
China Daily CDIC /
Reuters
------------------------------------------
Οι συνέπειες αυτών των
δράσεων υπερβαίνουν κατά
πολύ το οικονομικό
κόστος. Οι εταιρείες των
ΗΠΑ πρέπει να συνεχίσουν
να συνεργάζονται με
κινεζικές εταιρείες προς
το συμφέρον της εθνικής
ασφάλειας. Οι ξένες
εταιρείες που
δραστηριοποιούνται στις
Ηνωμένες Πολιτείες
πρέπει να συμμορφωθούν
[5] με τα αιτήματα της
επιβολής του νόμου και
της εθνικής ασφάλειας
των ΗΠΑ, επομένως το να
επιτρέπεται στις
κινεζικές εταιρείες να
δραστηριοποιούνται στην
χώρα, δίνει στην
κυβέρνηση των ΗΠΑ
περισσότερη γνώση για
ενδεχόμενη απειλητική
διαδικτυακή συμπεριφορά.
Η απαγόρευση από την
κυβέρνηση Trump τον Μάιο
του 2019 που εμποδίζει
την Huawei να
χρησιμοποιεί το
λειτουργικό σύστημα
Google Android παρέχει
ένα εντυπωσιακό
παράδειγμα του πώς οι
ευρείς περιορισμοί
μπορούν να βλάψουν τις
αμερικανικές εταιρείες
και τους καταναλωτές,
ενώ υπονομεύουν την
ασφάλεια. Πριν από την
απαγόρευση, οι συσκευές
Huawei χρησιμοποιούσαν
το λειτουργικό σύστημα
Android της Google, το
οποίο περιείχε μια
λειτουργία ασφαλείας που
σάρωνε συνεχώς για
ευπάθειες κάθε εφαρμογή
σε ένα κινητό τηλέφωνο.
Αλλά αφού η διοίκηση του
Trump περιόρισε την
ικανότητα των
αμερικανικών
επιχειρήσεων να
συνεργάζονται με την
Huawei, ο κινεζικός
τεχνολογικός γίγαντας
ανέπτυξε το δικό του
λειτουργικό σύστημα και
δικό του κατάστημα
εφαρμογών.
Υποστηριζόμενη από τις
επιδοτήσεις του Πεκίνου,
η Huawei θα είναι σε
θέση να υποσκάψει τις
αμερικανικές εταιρείες
στις παγκόσμιες αγορές
με φθηνότερες τιμές, και
οι συσκευές, το
λειτουργικό σύστημα, και
το κατάστημα εφαρμογών
της είναι πλέον πέρα από
τις δυνατότητες ελέγχου
και προστασίας των ΗΠΑ.
Οι απαγορεύσεις στο
TikTok αμφισβητήθηκαν
στο δικαστήριο το
περασμένο φθινόπωρο και
οι ομοσπονδιακοί
δικαστές τις ανέστειλαν.
Η διοίκηση του Μπάιντεν
ζήτησε πρόσφατα μια
παράταση στις δικαστικές
διαδικασίες για να
παράσχει στην κυβέρνηση
χρόνο ώστε να
επανεξετάσει τις
απαγορεύσεις και τους
κινδύνους εθνικής
ασφάλειας που
σχεδιάστηκαν να
αντιμετωπίσουν. Μετά την
αναθεώρηση, η διοίκηση
θα αντιμετωπίσει μια
δύσκολη επιλογή. Θα
μπορούσε να συνεχίσει
την πολιτική της
κυβέρνησης Τραμπ και να
αποδεχτεί όλες τις
πιθανές αρνητικές
συνέπειές της: μειωμένο
ανταγωνισμό στον τομέα
της τεχνολογίας,
προστατευτικούς
περιορισμούς που θα
επιβάλλονται από άλλες
κυβερνήσεις, και πιο
εχθρικές σχέσεις με το
Πεκίνο. Ή θα μπορούσε να
αποσύρει τις εντολές και
να κινδυνεύσει να
χαρακτηριστεί ως «μαλακή»
απέναντι στην Κίνα. Τις
τελευταίες εβδομάδες, οι
Ρεπουμπλικάνοι έχουν ήδη
αρχίσει να εντείνουν την
κριτική τους [6] στους
υποψηφίους του
υπουργικού συμβουλίου
του Μπάιντεν σε αυτό το
ζήτημα -και αυτό το
αφήγημα μόνο θα ενταθεί
πριν από τις ενδιάμεσες
εκλογές του 2022.
ΦΤΙΑΧΝΟΝΤΑΣ ΤΟΥΣ
ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΥΣ
Σε σχέση με τις
τεχνολογικές εταιρείες
της Κίνας, η διοίκηση
του Μπάιντεν δεν
χρειάζεται να επιλέξει
ανάμεσα στην αδράνεια
και τα φιλοπόλεμα
χτυπήματα. Μπορεί να
σχεδιάσει μια νέα,
λογική πορεία
αξιοποιώντας μια
διαδικασία δημιουργίας
κανονισμών που έχει ήδη
τεθεί σε κίνηση από το
Υπουργείο Εμπορίου.
Τον Μάιο του 2019, η
κυβέρνηση Trump εξέδωσε
μια σαρωτική εκτελεστική
εντολή [7] για την
αλυσίδα εφοδιασμού της
τεχνολογίας πληροφοριών
και επικοινωνιών,
παρέχοντας στον υπουργό
Εμπορίου μεγάλη εξουσία
να απαγορεύει τυχόν
συναλλαγές σε προϊόντα
και υπηρεσίες ψηφιακής
τεχνολογίας που έχουν «σχεδιαστεί,
αναπτυχθεί,
κατασκευαστεί ή
προμηθευτεί» από
εταιρείες που ανήκουν ή
ελέγχονται από «ξένους
αντιπάλους». Μετά από
μήνες καθυστέρησης και
συζήτησης, στις 19
Ιανουαρίου, την
τελευταία ημέρα της
διοίκησης του Τραμπ, το
Υπουργείο Εμπορίου
εξέδωσε έναν προσωρινό
τελικό κανονισμό [8] που
καθόρισε κατευθυντήριες
γραμμές για την εφαρμογή
αυτής της εντολής,
συμπεριλαμβανομένης της
καταχώρισης της Κίνας ως
ξένου αντιπάλου.
Η ομάδα του Μπάιντεν
μπορεί να επιλέξει να
αντιστρέψει εντελώς την
εκτελεστική εντολή του
Τραμπ και θα ήταν
δικαιολογημένη. Αλλά αν
δεν το κάνει, μπορεί να
χρησιμοποιήσει την
διαδικασία δημιουργίας
κανονισμών για να
αναδιαμορφώσει την
τεχνολογική πολιτική
ΗΠΑ-Κίνας.
Η διοίκηση θα μπορούσε
να αναθεωρήσει τον
κανονισμό πριν τεθεί σε
ισχύ. Οι ενδιάμεσοι
τελικοί κανονισμοί
ονομάζονται «ενδιάμεσοι»
για κάποιο λόγο -ο
κανονισμός εξακολουθεί
να μην είναι οριστικός.
Θα τεθεί σε ισχύ στις 22
Μαρτίου, 60 ημέρες μετά
την δημοσίευσή του στο
Ομοσπονδιακό Μητρώο (στμ:
Federal Register, η «εφημερίδα
της κυβερνήσεως» των ΗΠΑ).
Κατά την διάρκεια αυτής
της περιόδου, άτομα και
οργανισμοί μπορούν να
υποβάλουν δημόσια σχόλια.
Αυτά τα σχόλια θα
μπορούσαν να δώσουν στον
Υπουργό Εμπορίου την
λογική για να
υποστηρίξει ότι ο
κανονισμός είναι πολύ
ευρύς ή ότι μπορεί να
είναι αντιπαραγωγικός,
παρέχοντας έτσι στην
διοίκηση κάποια πολιτική
κάλυψη ώστε να
περιορίσει την εφαρμογή
του ή να τον καταργήσει
εντελώς. Επιπλέον, ο
κανονισμός δηλώνει ότι
το Υπουργείο Εμπορίου «δεσμεύεται
να εκδώσει έναν επόμενο
τελικό κανονισμό» που θα
ανταποκρίνεται στα
σχόλια που έλαβε. Αυτό
σημαίνει ότι η διοίκηση
του Μπάιντεν έχει ένα
σαφές διαδικαστικό
δικαίωμα να εκδώσει έναν
νέο κανονισμό τους
επόμενους μήνες. Η
διοίκηση μπορεί να
χρησιμοποιήσει αυτό το
προνόμιο για να
περιγράψει ένα σύνολο
λεπτομερών κριτηρίων για
την αξιολόγηση των
πρακτικών ασφάλειας
δεδομένων (data security
practices) ξένων
εφαρμογών και υπηρεσιών,
προφυλάσσοντας από
πραγματικούς κινδύνους
ασφάλειας τους
Αμερικανούς πολίτες και
αποτρέποντας την άσκοπη
απειλή φόβου.
Ένας νέος κανονισμός θα
μπορούσε να περιλαμβάνει
διατάξεις που
προστατεύουν τόσο την
ασφάλεια όσο και τον
οικονομικό ανταγωνισμό.
Για παράδειγμα, ο
κανονισμός θα μπορούσε
να δημιουργήσει μια
διαδικασία για
πληροφοριοδοτες ώστε να
παρέχουν εμπιστευτικές
πληροφορίες στην
κυβέρνηση των ΗΠΑ όταν
βλέπουν στοιχεία μιας
απειλής για την ασφάλεια.
Οι ιδιωτικές εταιρείες
είναι συχνά οι οντότητες
που γνωρίζουν
περισσότερο τις απειλές
ασφαλείας που
προέρχονται από ξένες
εταιρείες, επομένως η
κυβέρνηση πρέπει να τις
ενθαρρύνει να αναφέρουν
προβλήματα όταν τα
βλέπουν. Ο
καλορυθμισμένος κανόνας
θα μπορούσε επίσης να
αποτρέψει τις Αρχές των
ΗΠΑ από το να
χρησιμοποιούν εθνικά
θέματα ασφάλειας ως
δικαιολογία για να
υπονομεύσουν τον
ανταγωνισμό στον τομέα
της τεχνολογίας. Για τον
σκοπό αυτό, τα πρότυπα
ασφαλείας για ξένες
εταιρείες πρέπει να
εφαρμόζονται επίσης στις
αμερικανικές εταιρείες.
Η κυβέρνηση πρέπει να
θεσπίσει ένα
ολοκληρωμένο πλαίσιο
ελέγχων ασφάλειας και
απορρήτου, το οποίο θα
ενημερώνεται ίσως από
υφιστάμενες οδηγίες [9]
από το Εθνικό Ινστιτούτο
Προτύπων και Τεχνολογίας
(National Institute of
Standards and
Technology) και τον
Διεθνή Οργανισμό
Τυποποίησης
(International
Organization for
Standardization).
Αυτός ο νέος κανονισμός
δεν θα έχει αποτέλεσμα,
εκτός εάν η διοίκηση του
Μπάιντεν αποφασίσει να
τον χρησιμοποιήσει. Η
διοίκηση μπορεί να είναι
επιλεκτική για το ποιες
συναλλαγές θα
απαγορεύσει, εάν
υπάρχουν τέτοιες. Μπορεί
να επιλέξει τις
περιπτώσεις στις οποίες
οι κίνδυνοι εθνικής
ασφάλειας είναι
πραγματικοί και απτοί
και στις οποίες είναι
πεπεισμένη ότι μπορεί να
συγκεντρώσει αποδεικτικά
στοιχεία για να
δικαιολογήσει τις
ενέργειές της. Θα
μπορούσε να
χρησιμοποιήσει αυτές τις
περιπτώσεις ως ευκαιρία
για να είναι διαφανής
σχετικά με τα ευρήματά
της, δημοσιεύοντας
αποδεικτικά στοιχεία
σχετικά με απειλές για
να παρέχει μια
υπερασπίσιμη βάση για
τυχόν απαγορεύσεις. Η
εφαρμογή του ενδιάμεσου
τελικού κανόνα με αυτόν
τον τρόπο θα επέτρεπε
στην κυβέρνηση Biden να
ακολουθήσει μια πιο
μελετημένη πορεία από
τις απαγορεύσεις του
Trump στο TikTok και σε
άλλες κινεζικές
εταιρείες τεχνολογίας.
Ο ενδιάμεσος κανονισμός
μπορεί να αποτελέσει την
βάση για μια καλά
οργανωμένη διαδικασία
που βασίζεται σε
ξεκάθαρα κριτήρια για
την εκτίμηση της απειλής
που ορισμένες κινεζικές
εταιρείες τεχνολογίας
ενδέχεται ή όχι να
θέτουν, και να υπάρχει
δράση για οποιεσδήποτε
ανησυχίες αναλογικά και
αποτελεσματικά. Μια
τέτοια διαδικασία
παρέχει επίσης την λύση
σε ένα πολιτικό πρόβλημα.
Με το να απαγορεύει
συναλλαγές που ενέχουν
δικαιολογημένους
κινδύνους, η διοίκηση
του Μπάιντεν μπορεί να
απομονωθεί από τις
κατηγορίες ότι είναι «ήπια»
έναντι της Κίνας που
εκτοξεύονται από την
Ρεπουμπλικανική
αντιπολίτευση. Όμως, με
το να αποφεύγονται τόσο
δραστικά μέτρα, όπως οι
γενικές απαγορεύσεις, η
διοίκηση θα αποφύγει την
διακοπή υπηρεσιών που
πολλοί Αμερικανοί
εκτιμούν και το να θέσει
σε κίνδυνο τα
αμερικανικά συμφέροντα
ασφάλειας και
επιχειρήσεων στην Κίνα
και σε όλο τον κόσμο. Ο
προκάτοχος του Μπάιντεν
μπορεί να του άφησε ένα
προβληματικό σύνολο
εργαλείων πολιτικής,
αλλά αυτά τα εργαλεία
μπορούν να παράσχουν στη
νέα διοίκηση την
απαραίτητη λύση: μια
κατά περίπτωση,
βασισμένη σε τεκμήρια
προσέγγιση για τους
κινδύνους εθνικής
ασφάλειας που ενέχουν τα
κινέζικα προϊόντα
τεχνολογίας.
Ο MATT PERAULT είναι
διευθυντής του Κέντρου
Επιστήμης και
Τεχνολογικής Πολιτικής
του Πανεπιστημίου Duke
και αναπληρωτής
καθηγητής Πρακτικής στην
Σχολή Δημόσιας Πολιτικής
Duke του Πανεπιστημίου
Sanford.
Η SAMM SACKS είναι
συνεργάτις για την
Κυβερνοπολιτική στο New
America και ανώτερη
συνεργάτις στο Κέντρο
Κίνας Paul Tsai στη
Νομική Σχολή του
Πανεπιστημίου Yale.
Trading
σε ελληνικές μετοχές μέσω
της Πλατφόρμας Συναλλαγών Plus 500 (Κάντε Click και
Κατεβάστε την μοναδική πλατφόρμα συναλλαγών, χωρίς καμία
οικονομική υποχρέωση, περιλαμβάνει και λογαριασμό "επίδειξης"
- Demo).