| Ειδήσεις - Αναλύσεις | Ο Κυνηγός | Λεωφόρος Αθηνών | "Κουλου - Βάχατα" | +/- | Fundamentalist | Marx - Soros | Start Trading |

 

 
 

Μπορεί η Αμερική να προστατεύσει τους συμμάχους της;

 

Τρίτη, 00:01 - 08/12/2020

 

   Share

 

Περίληψη: 

 

Η Κίνα είναι μια αναδυόμενη δύναμη που αρχίζει να αμφισβητεί την οικονομική και τεχνολογική υπεροχή των Ηνωμένων Πολιτειών, και η Ρωσία υπό τον πρόεδρο Βλαντιμίρ Πούτιν έχει όλο και περισσότερο αφιερωθεί στην υπονόμευση της υπό την ηγεσία των ΗΠΑ τάξης.

 

 

------------------------------

 

Από το τέλος του Β' Παγκοσμίου Πολέμου, η στρατηγική σκέψη των ΗΠΑ κυριαρχείται από το δόγμα της αποτροπής (deterrence) [2]. Στην απλούστερη μορφή της, η αποτροπή αναφέρεται στην ικανότητα ενός κράτους να χρησιμοποιεί απειλές για να πείσει ένα άλλο ότι το κόστος κάποιας δράσης -για παράδειγμα, η εισβολή ενός από τους γείτονές του- θα αντισταθμίσει τα οφέλη. Αυτή ήταν η λογική πίσω από την ψυχροπολεμική έννοια της αμοιβαίας ασφαλούς καταστροφής (mutual assured destruction) [3]: Εάν οι Ηνωμένες Πολιτείες ή η Σοβιετική Ένωση χρησιμοποιούσαν πυρηνικά όπλα, ο άλλος θα ανταποκρινόταν με τα δικά του πυρηνικά χτυπήματα, με αποτέλεσμα την ολική καταστροφή και των δύο. Κάνοντας το κόστος του πολέμου ανεπίδεκτα υψηλό, και οι δύο πλευρές ήλπιζαν να διατηρήσουν την ειρήνη.

 

 

Πολωνοί στρατιώτες (δεξιά) περπατούν με Αμερικανούς στρατιώτες κατά την διάρκεια άσκησης του ΝΑΤΟ κοντά στο Τορούν της Πολωνίας, στις 7 Ιουνίου 2016. REUTERS/Kacper Pempel
 

--------------------------------------------------------

 

Ωστόσο, για την Ουάσινγκτον, η αποτροπή δεν ήταν ποτέ μόνο η προστασία του εδάφους των ΗΠΑ. Καθώς δημιούργησε το μεταπολεμικό σύστημα συμμαχιών που σήμερα αποτελεί ένα ουσιαστικό τμήμα της παγκόσμιας τάξης, οι Ηνωμένες Πολιτείες ανέπτυξαν μια στρατηγική «εκτεταμένης αποτροπής». Σύμφωνα με αυτή την στρατηγική, οι Ηνωμένες Πολιτείες θα χρησιμοποιήσουν την στρατιωτική τους ισχύ, συμπεριλαμβανομένου του πυρηνικού τους οπλοστασίου, για να υπερασπιστούν τους συμβατικούς συμμάχους τους [4] -την Ιαπωνία, τη Νότια Κορέα και τα κράτη του ΝΑΤΟ. Το ζήτημα δεν ήταν μόνο [η αποτροπή] να αποθαρρύνει τον σοβιετικό τυχοδιωκτισμό στην Ασία και την Ευρώπη, αλλά και να καθησυχάσει τους συμμάχους των ΗΠΑ. Εάν η Γερμανία και η Ιαπωνία (για να πάρουμε μόνο δύο παραδείγματα) γνωρίζουν ότι η Ουάσιγκτον θα εγγυηθεί την ασφάλειά τους, δεν θα χρειαστεί να αναλάβουν δράσεις -όπως η κατασκευή πυρηνικής βόμβας- που θα μπορούσαν να αποσταθεροποιήσουν το διεθνές σύστημα.

 

Σήμερα, η σοβιετική απειλή έχει εξαφανιστεί, αλλά η στρατηγική της εκτεταμένης αποτροπής παραμένει κεντρική στην παγκόσμια ισχύ των Ηνωμένων Πολιτειών. Η Ουάσιγκτον εξακολουθεί, τουλάχιστον στα χαρτιά, να είναι δεσμευμένη να χρησιμοποιήσει στρατιωτική (και, αν χρειαστεί, ακόμη και πυρηνική) βία για να προστατέψει τους συμμάχους της από την επιθετικότητα των αντιπάλων. Η τοποθέτηση των στρατιωτικών δυνάμεων των ΗΠΑ στο εξωτερικό προσδίδει πρόσθετη αξιοπιστία στην δέσμευση αυτή, καθώς οποιαδήποτε επίθεση σε έναν σημαντικό σύμμαχο θα μπορούσε να προκαλέσει θύματα των ΗΠΑ, διασφαλίζοντας παράλληλα μια στρατιωτική αντίδραση των ΗΠΑ. Σήμερα, οι δύο κύριοι γεωπολιτικοί αντίπαλοι της Ουάσινγκτον είναι η Κίνα και η Ρωσία. Η Κίνα είναι μια αναδυόμενη δύναμη [5] που αρχίζει να αμφισβητεί την οικονομική και τεχνολογική υπεροχή των Ηνωμένων Πολιτειών, και η Ρωσία υπό τον πρόεδρο Βλαντιμίρ Πούτιν έχει όλο και περισσότερο αφιερωθεί στην υπονόμευση [6] της υπό την ηγεσία των ΗΠΑ τάξης. Αναγνωρίζοντας την απειλή που θέτουν το Πεκίνο και η Μόσχα, κορυφαίοι αξιωματούχοι της άμυνας σε αμφότερες τις διοικήσεις του Ομπάμα και του Trump τόνισαν την ανάγκη η Ουάσινγκτον να διατηρήσει και να ενισχύσει τις παραδοσιακές αποτρεπτικές στρατηγικές της.

 

Το ερώτημα, ωστόσο, είναι εάν αυτές οι στρατηγικές μπορούν αξιόπιστα να αποτρέψουν τα είδη επιθετικότητας που οι Ηνωμένες Πολιτείες είναι πιθανό να αντιμετωπίσουν στον εικοστό πρώτο αιώνα. Η Κίνα και η Ρωσία δεν είναι υπερδυνάμεις σοβιετικού τύπου με όνειρα παγκόσμιας κυριαρχίας˙ είναι ρεβιζιονιστικές δυνάμεις που θέλουν να αμφισβητήσουν και να αλλάξουν πτυχές της υπό την ηγεσία των ΗΠΑ παγκόσμιας τάξης. Υπάρχουν ελάχιστες πιθανότητες η Κίνα, για παράδειγμα, να βοηθήσει την Βόρεια Κορέα να προσπαθήσει να εισβάλει και να κατακτήσει τη Νότια Κορέα, όπως έκανε στον πόλεμο της Κορέας. Είναι πιο πιθανό να συμμετάσχει σε μικρότερες δοκιμές της αμερικανικής αποφασιστικότητας, όπως να καταλάβει από την Ιαπωνία ένα από τα αμφισβητούμενα (και ακατοίκητα) νησιά στην Ανατολική Κίνα, γνωστά ως Diaoyu στην Κίνα και Senkaku στην Ιαπωνία. Αν και οι Ηνωμένες Πολιτείες έχουν δεσμευτεί επισήμως να υπερασπιστούν αυτά τα νησιά, η Κίνα ενδέχεται να υποψιάζεται ότι δεν θέλουν να ρισκάρουν έναν πόλεμο μεγάλων δυνάμεων για κάτι που στην πραγματικότητα είναι άχρηστοι βράχοι. Ωστόσο, εάν η Ουάσιγκτον δεν μπορεί να υποσχεθεί αξιόπιστα ότι θα προβεί σε αντίποινα, η εκτεταμένη αποτροπή θα έχει ήδη αποτύχει -και θα μπορούσαν να ακολουθήσουν πολύ μεγαλύτερες συνέπειες από την απώλεια ενός από τα νησιά Diaoyu/Senkaku.

 

Οι αμφιβολίες για την αξιοπιστία των ΗΠΑ έχουν αυξηθεί από τότε που εξελέγη ο πρόεδρος Donald Trump [7] το 2016. Ο Trump αμφισβήτησε ανοιχτά την αξία των συμμαχιών των ΗΠΑ και υποτίμησε βασικούς συμμάχους των ΗΠΑ. Κατά καιρούς, αμφισβήτησε άμεσα την λογική της εκτεταμένης αποτροπής: Τον Ιούλιο του 2018, εξέφρασε την αμηχανία του για το ότι η υποχρέωση των Ηνωμένων Πολιτειών να υπερασπίσουν το Μαυροβούνιο, ένα μέλος του ΝΑΤΟ, θα μπορούσε να οδηγήσει στον τρίτο παγκόσμιο πόλεμο. Εκτός από το να ενθαρρύνει τους αντιπάλους των ΗΠΑ, αυτή η ρητορική διατρέχει τον κίνδυνο υπονόμευσης της ικανότητας της Ουάσινγκτον να διαβεβαιώνει τους συμμάχους της. Και όσο περισσότερο αυτοί οι σύμμαχοι αμφισβητούν την προθυμία των Ηνωμένων Πολιτειών να τους προστατεύσουν, τόσο περισσότερο θα ασκούν πίεση για την ασφάλειά τους, ενδεχομένως οδηγώντας σε πυρηνική διάδοση και σε αυξημένο κίνδυνο προληπτικού ή προβλεπτικού πολέμου, μεταξύ άλλων συνεπειών.

 

Με τον Τραμπ ή χωρίς τον Τραμπ, τα σύγχρονα προβλήματα ασφάλειας των Ηνωμένων Πολιτειών δεν μπορούν να επιλυθούν μόνο με την παραδοσιακή στρατιωτική αποτροπή. Η Ουάσιγκτον πρέπει να δεσμεύσει τον εαυτό της στο να διαβεβαιώσει τους συμμάχους της ότι είναι πρόθυμη και ικανή να εκπληρώσει τις υποχρεώσεις της που απορρέουν από τις Συνθήκες. Αλλά ακόμα πιο σημαντικό, πρέπει να αρχίσει να διευρύνει την προσέγγισή της στην αποτροπή, υπό το πρίσμα της μεταβαλλόμενης φύσης της απειλής που θέτουν ανταγωνιστές όπως η Κίνα και η Ρωσία. Πάνω απ' όλα, οι φορείς χάραξης πολιτικής των ΗΠΑ πρέπει να αναπτύξουν στρατηγικές που να συνδυάζουν στρατιωτικά στοιχεία με οικονομικές κυρώσεις και άλλες μορφές μη στρατιωτικής τιμωρίας. Μια τέτοια στρατηγική θα μείωνε τον κίνδυνο ενός καταστρεπτικού πολέμου, πείθοντας τους αντιπάλους ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες είναι πρόθυμες να πραγματοποιήσουν τις απειλές τους, ακόμα και σε μια εποχή κατά την οποία η Κίνα και η Ρωσία όχι μόνο κραδαίνουν ισχυρότερα όπλα αλλά και δείχνουν αυξημένη προθυμία να τα χρησιμοποιήσουν.

 

 

Κινεζικά και ιαπωνικά πλοία κοντά στα νησιά Diaoyu / Senkaku, τον Απρίλιο του 2013. Kyodo / Reuters
 

------------------------------------------------------

 

ΦΙΛΟΙ ΣΤΗΝ ΑΝΑΓΚΗ

 

Από ορισμένες απόψεις, το γεγονός ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες αντιμετωπίζουν τώρα προβλήματα στο να διαβεβαιώνουν τους συμμάχους τους δεν πρέπει να αποτελεί μεγάλη έκπληξη. Η διαβεβαίωση είναι δύσκολο να επιτευχθεί. Πράγματι, σε έναν κόσμο Βεστφαλιακών εθνών-κρατών, είναι απολύτως αφύσικη. Το να πείσεις μια χώρα να εξαρτάται από μια άλλη για την ασφάλειά της και ίσως ακόμη και για την επιβίωσή της αντιβαίνει το ένστικτο, την κοινή λογική και το μεγαλύτερο μέρος της ανθρώπινης ιστορίας. Αν και η ρητορική του Trump είναι συχνά ασύνετη, μπορεί απλά να καταστήσει ξεκάθαρο αυτό που πολλοί έχουν ήδη υποψιαστεί για την αξιοπιστία των Ηνωμένων Πολιτειών.

 

Η διαβεβαίωση είναι επίσης δύσκολη διότι οι υποσχέσεις για την προστασία των συμμάχων δεν πρέπει να είναι άνευ όρων. Οι σύμμαχοι των ΗΠΑ δεν πρέπει να αισθάνονται ότι μπορούν να είναι απερίσκεπτοι, ασφαλείς μέσα στην επίγνωση ότι η Ουάσιγκτον θα τους διασώσει αν έρθουν σε δύσκολη θέση. Στην δεκαετία του 1960, η Νότια Κορέα ανέπτυξε σχέδια για λεγόμενα χτυπήματα αποκεφαλισμού (decapitation strikes) για να σκοτώσει την ηγεσία της Βόρειας Κορέας˙ οι Ηνωμένες Πολιτείες επιδίωξαν να μειώσουν τις επιθετικές τάσεις της συμμάχου τους. Και το 1965, το Πακιστάν επιτέθηκε στην Ινδία με την πεποίθηση ότι προστατευόταν από τις εγγυήσεις ασφάλειας των ΗΠΑ. Ορισμένοι φοβούνται ότι η Σαουδική Αραβία [8] θα μπορούσε να επιχειρήσει κάτι παρόμοιο σήμερα με το Ιράν. Όπως τόνισε ο Τραμπ στις επικρίσεις του σχετικά με τις στρατιωτικές δαπάνες των μελών του ΝΑΤΟ, η άνευ όρων διαβεβαίωση μπορεί να ενθαρρύνει τον παρασιτισμό των συμμάχων, οι οποίοι μπορεί να υποθέσουν ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες θα αναλαμβάνουν πάντοτε τον λογαριασμό της συλλογικής άμυνας.

 

Τόσο η αποτροπή όσο και η διαβεβαίωση (reassurance) απαιτούν σαφήνεια των μηνυμάτων σχετικά με το πότε και το πώς θα στηρίξουν οι Ηνωμένες Πολιτείες τους συμμάχους τους. Δεδομένης της ασυνέπειας του Trump και της τάσης του για ρητορικούς ακροβατισμούς, μερικές από τις μεγαλύτερες πηγές ανησυχίας σήμερα προέρχονται από την Ουάσινγκτον. Ο Τραμπ περίμενε μέχρι τον Ιούνιο του 2017 -σχεδόν έξι μήνες από την αρχή της προεδρίας του- για να επιβεβαιώσει την δέσμευση των Ηνωμένων Πολιτειών στην υπόσχεση της κοινής άμυνας στο ΝΑΤΟ. Έχει αμφισβητήσει το εάν οι Ηνωμένες Πολιτείες θα βοηθήσουν έναν σύμμαχο που δεν κατάφερε να εκπληρώσει την δέσμευσή του να δαπανήσει τουλάχιστον το 2% του ΑΕΠ του για την άμυνα. Σύμφωνα με ανώνυμους βοηθούς [9] που αναφέρονται στην [εφημερίδα] The New York Times, ο Trump έχει δηλώσει ιδιωτικά ότι δεν βλέπει το νόημα του ΝΑΤΟ και θα ήθελε να αποσυρθεί από αυτό. (Τον Ιούνιο επέκρινε επίσης την συνθήκη αμοιβαίας ασφάλειας των Ηνωμένων Πολιτειών με την Ιαπωνία ως «άδικη»). Νωρίτερα, στην πορεία της προεκλογικής εκστρατείας, σκέφθηκε ότι ίσως η Ιαπωνία και η Νότια Κορέα να έχουν τα δικά τους πυρηνικά όπλα αντί να εξαρτώνται από εκείνα των Ηνωμένων Πολιτειών.

 

Με κάποιο τρόπο, μέχρι σήμερα, τα λόγια του Trump φαίνεται να έχουν κάνει ελάχιστες μόνιμες ζημιές. Μια δημοσκόπηση το 2018 από την Pew [10] βρήκε αυξανόμενες αμφιβολίες για την αξιοπιστία των Αμερικανών ως συμμάχων (μόνο το 10% των Γερμανών και το 9% των Γάλλων που ρωτήθηκαν εξέφρασαν εμπιστοσύνη ότι ο Trump «θα κάνει το σωστό για τις παγκόσμιες υποθέσεις»). Ωστόσο η ίδια δημοσκόπηση έδειξε ότι η συντριπτική πλειοψηφία των ερωτηθέντων εξακολουθούσε να προτιμά τις Ηνωμένες Πολιτείες έναντι της Κίνας ως την κορυφαία δύναμη στον κόσμο. Η παγκόσμια τάξη που κατευθύνεται από τις ΗΠΑ δεν φαίνεται να καταρρέει. Κανένας σύμμαχος δεν έχει παραιτηθεί από την Συνθήκη περί Μη Διάδοσης των Πυρηνικών Όπλων ή απειλεί να το πράξει. Πράγματι, κανένας σύμμαχος δεν έχει ακόμη προχωρήσει σε σημαντική στρατιωτική συσσώρευση. Το ΝΑΤΟ έχει βελτιώσει μετριοπαθώς την κατανομή των στρατιωτικών βαρών από το 2014, αλλά οι περισσότεροι από τους εταίρους ασφαλείας των ΗΠΑ εξακολουθούν να ξοδεύουν ένα ιστορικά μέτριο 1% έως 2% του ΑΕΠ τους στον στρατό τους, πολύ λιγότερο από όσο κατά την διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου. Η Πολωνία και τα κράτη της Βαλτικής έχουν αυξήσει τις αμυντικές τους δαπάνες στο 2% του ΑΕΠ, αλλά δεν έχουν κάνει βήματα, όπως η ενίσχυση των συνόρων τους, που θα περίμενε κάποιος εάν απειλούνταν πραγματικά από μια ρωσική εισβολή. Οι σύμμαχοι των ΗΠΑ μπορεί να είναι νευρικοί, αλλά δεν φαίνονται να πανικοβάλλονται ή να αλλάζουν ριζικά τις δικές τους στρατηγικές εθνικής ασφάλειας.

 

Παρά την ρητορική του, ο Trump στελεχώνει την διοίκησή του με πρόσωπα που είναι δεσμευμένα στην παρουσία των Ηνωμένων Πολιτειών στο εξωτερικό. Ούτε ο υπουργός Εξωτερικών, Μάικ Πομπέο, ούτε ο [μέχρι πρότινος] Σύμβουλος Εθνικής Ασφάλειας, Τζον Μπόλτον, είναι γνωστοί για την μετριοπάθειά τους ή τον απομονωτισμό τους. Ο αμυντικός προϋπολογισμός των ΗΠΑ συνεχίζει να αυξάνεται κατά την διάρκεια της θητείας του Trump και ο πρόεδρος έχει ζητήσει πρόσθετα χρήματα από το Κογκρέσο για την ανάπτυξη προηγμένων όπλων. Οι στρατιωτικές δυνάμεις των ΗΠΑ παρέμειναν γενικά στατικές, και σε ορισμένα σημεία, όπως στην ανατολική πλευρά του ΝΑΤΟ, έχουν πράγματι αυξηθεί. Ο Trump φιλοξένησε συναντήσεις υψηλού επιπέδου με τους ηγέτες των περισσότερων χωρών -την Ιαπωνία και τη Νότια Κορέα, την Πολωνία και τις χώρες της Βαλτικής- [που βρίσκονται] στις πρώτες γραμμές με την Κίνα και την Ρωσία, ανακουφίζοντας τους φόβους τους ότι θα εγκαταλειφθούν σε μια κρίση. Από την άποψη αυτή, αντίθετα με ό,τι θα έλεγε η κοινή λογική, η μετάβαση από τον George W. Bush στον Barack Obama και μετά στον Trump δείχνει περισσότερο συνέχεια παρά αλλαγή.

 

Αυτά ήταν καλά βήματα. Είναι όμως μια εξαιρετική τέχνη η ταυτόχρονη αποτροπή και διαβεβαίωση: Απαιτούν συνεχή προσοχή, καθώς και οι δύο τελικά εξαρτώνται από το πώς τις εκλαμβάνει ο αποδέκτης τους. Εκτός από την αποφυγή των εκκεντρικών απειλών για απομάκρυνση από συμμαχίες, οι Ηνωμένες Πολιτείες θα πρέπει να καταστήσουν τις στρατιωτικές τους δεσμεύσεις πιο αξιόπιστες με τρόπους που δεν απαιτούν σημαντική αύξηση των δυνάμεων μάχης οι οποίες βρίσκονται στο εξωτερικό. Η Ουάσινγκτον, για παράδειγμα, θα μπορούσε να βελτιώσει τις δυνατότητές της στην Πολωνία ενισχύοντας τα στοιχεία επιμελητείας (logistics) και επιτελείου (headquarters) της (όπως συνέστησε πρόσφατα το Atlantic Council) και συμφωνώντας να αναπτύξει αμερικανικά στρατεύματα σε μόνιμη βάση παρά εκ περιτροπής. Οι πιο καθυστερημένες αλλαγές πολιτικής, ωστόσο, δεν ανήκουν στην σφαίρα του σχεδιασμού δυνάμεων από το Υπουργείο Άμυνας αλλά σε εκείνη της κρατικής πολιτικής -στην συγχώνευση οικονομικών και στρατιωτικών εργαλείων για να αναπτυχθεί μια νέα και πιο ρεαλιστική έννοια αποτροπής.

 

 

Μαχητικά αεροσκάφη του ΝATO περιπολούν στην Λιθουανία, τον Νοέμβριο του 2014. Ints Kalnins / Reuters
 

-------------------------------------------------

 

ΜΙΑ ΝΕΑ ΜΟΡΦΗ ΑΠΟΤΡΟΠΗΣ

 

Τα δύο βασικά στρατηγικά έγγραφα της κυβέρνησης Trump, η Στρατηγική Εθνικής Ασφάλειας (National Security Strategy, NSS) του 2017 και η Στρατηγική Εθνικής Άμυνας (National Defense Strategy, NDS) του 2018, υπογραμμίζουν αμφότερα την άνθηση της αντιπαλότητας των ΗΠΑ με τις ανταγωνίστριες μεγάλες δυνάμεις, την Κίνα και την Ρωσία. Το NDS αναγνωρίζει και τις δύο ως «ρεβιζιονιστικές δυνάμεις» που «θέλουν να διαμορφώσουν έναν κόσμο σύμφωνο με το αυταρχικό μοντέλο τους». Πιο συγκεκριμένα, o Trump αύξησε τον ετήσιο αμυντικό προϋπολογισμό των ΗΠΑ κατά περίπου 100 δισεκατομμύρια δολάρια από τότε που ανέλαβε καθήκοντα, συμπεριλαμβανομένης της γενναιόδωρης χρηματοδότησης για τον εκσυγχρονισμό όπλων υψηλής τεχνολογίας, μεταξύ άλλων προτεραιοτήτων.

 

Αλλά στην προσπάθεια να ενισχυθεί η αποτροπή, είναι σημαντικό να αναρωτηθούμε το πώς είναι πιθανόν να ξεκινήσει ένας πόλεμος των ΗΠΑ με την Κίνα ή την Ρωσία. Με άλλα λόγια, πού και πώς αποτυγχάνει όντως η αποτροπή και ειδικά η εκτεταμένη αποτροπή;
 

Η Κίνα και η Ρωσία γνωρίζουν ότι είναι ασθενέστερες από τις Ηνωμένες Πολιτείες σύμφωνα με τις καθαρές στρατιωτικές μετρήσεις. Αμφότερες είναι πολύ απίθανο να ξεκινήσουν το είδος της ολομέτωπης απρόσμενης επίθεσης ενάντια σε έναν συμβατικό σύμμαχο των ΗΠΑ, γεγονός που θα απαιτούσε αμερικανικά αντίποινα. Είναι δύσκολο να φανταστεί κανείς, για παράδειγμα, ότι η Κίνα θα εισβάλει στα κύρια νησιά της Ιαπωνίας, όπου βρίσκονται σήμερα περίπου 50.000 Αμερικανοί στρατιώτες ή ότι η Ρωσία θα προσπαθήσει να προσαρτήσει μια ολόκληρη χώρα του ΝΑΤΟ, ακόμα και ένα μικρό Βαλτικό κράτος. Τόσο το Πεκίνο όσο και η Μόσχα γνωρίζουν ότι μια τέτοια ανοικτή επιθετικότητα θα απαντιόταν με την συντριπτική ισχύ των ΗΠΑ.

 

Ωστόσο, είναι πολύ πιο εύκολο να φανταστούμε το Πεκίνο ή τη Μόσχα να διεξάγουν μικρότερες δοκιμές της αποφασιστικότητας των ΗΠΑ [11]. Ίσως η Ρωσία, όπως έπραξε στην Ουκρανία, στείλει τους λεγόμενους μικρούς πράσινους άνδρες -στρατιώτες με πράσινες στρατιωτικές στολές χωρίς διακριτικά- σε μια μικρή πόλη στην ανατολική Εσθονία με το πρόσχημα της προστασίας των εθνοτικών Ρώσων εκεί. Ο Πούτιν έχει διακηρύξει το δικαίωμα να προστατεύει τους ρωσόφωνους οπουδήποτε και αν ζουν, ειδικά στην πρώην σοβιετική επικράτεια, κάτι που του παρέχει ένα τέλειο πρόσχημα για μια τέτοια επίθεση. Αλλά αυτό που θα μπορούσε πραγματικά να απολαύσει είναι η ευκαιρία να ροκανίσει ένα κομμάτι του εδάφους του ΝΑΤΟ και να θέσει την συμμαχία ενώπιον ενός μεγάλου διλήμματος. Θα απαιτήσει το άρθρο 5 της Συνθήκης του Βόρειου Ατλαντικού, το οποίο εγγυάται ότι τα μέλη της συμμαχίας θα υπερασπιστούν το ένα το άλλο σε περίπτωση επίθεσης, μια στρατιωτική αντεπίθεση από το ΝΑΤΟ σε μια τέτοια κατάσταση; Ο Πούτιν μπορεί να ελπίζει ότι τα 29 μέλη του ΝΑΤΟ θα μπλεχτούν σχετικά με το πώς θα ανταποκριθούν. Σε περίπτωση που τα μέλη του ΝΑΤΟ, ελπίζοντας να αποφύγουν έναν πόλεμο μεγάλων δυνάμεων για μια σχετικά μικρή εισβολή, δεν τηρήσουν τις προβλέψεις του άρθρου 5, αυτό θα μπορούσε να οδηγήσει σε υπαρξιακές αμφιβολίες σχετικά με τον βασικό σκοπό της συμμαχίας.

 

Ή, όπως προτάθηκε παραπάνω, η Κίνα θα μπορούσε να καταλάβει ένα ή περισσότερα από τα νησιά Diaoyu/Senkaku. Αυτά τα άχρηστα νησάκια τα διεκδικούν τόσο η Κίνα όσο και η Ιαπωνία. Οι Ηνωμένες Πολιτείες δεν λαμβάνουν επίσημη θέση σχετικά με το ποιος θα πρέπει να ελέγχει τα νησιά, αλλά αναγνωρίζουν ότι η Ιαπωνία τα διαχειρίζεται τώρα και ότι συνεπώς η συνθήκη ασφαλείας με την Ιαπωνία πρέπει να εφαρμόζεται για την υπεράσπισή τους. Μια τέτοια περίπλοκη, θολή κατάσταση είναι ώριμη για αποτυχία της αποτροπής. Το Πεκίνο μπορεί να προσπαθήσει να καταλάβει ένα από τα νησιά, προκειμένου να σηματοδοτήσει στην Ιαπωνία και τις Ηνωμένες Πολιτείες, χωρίς να περάσει το κατώτατο όριο της σοβαρής επιθετικότητας, ότι είναι δυσαρεστημένο με κάποια πτυχή της μεταπολεμικής τάξης στον Ειρηνικό. Το Πεκίνο θα μπορούσε να ελπίζει ότι θα μπορούσε να αναγκάσει την Ιαπωνία σε διαπραγματεύσεις και κάποιο είδος ταπεινωτικού συμβιβασμού ή να καταφέρει ένα ρήγμα ανάμεσα στο Τόκιο και την Ουάσινγκτον που θα έκανε την Ιαπωνία περισσότερο εκτεθειμένη και με λιγότερη αυτοπεποίθηση σε άλλα θέματα τα επόμενα χρόνια, ανοίγοντας έτσι την ανατολική Ασία και τον δυτικό Ειρηνικό στην κυριαρχία της Κίνας.

 

Αυτός ο τύπος περιορισμένης εχθρικής επίθεσης θα δημιουργούσε δύσκολα ερωτήματα για τους υπευθύνους χάραξης πολιτικής των ΗΠΑ -αυτό που αποκαλώ «το παράδοξο των Senkaku». Πρέπει η Ουάσιγκτον να διακινδυνεύσει μια σύγκρουση μεγάλων δυνάμεων -και ενδεχομένως πυρηνική- για να διατηρήσει την αξιοπιστία της, ακόμη και για κάτι σχετικά ασήμαντο; Ή θα πρέπει να καταλήξει στο συμπέρασμα ότι τα στοιχήματα είναι πολύ μικρά για να δικαιολογήσουν έναν τέτοιο κίνδυνο; Σε περίπτωση περιορισμένης επιθετικότητας του εχθρού ενάντια σε έναν εγγενώς άχρηστο στόχο, μια ευρείας κλίμακας απάντηση των ΗΠΑ -όπως θα υπαγόρευε η παραδοσιακή προσέγγιση για εκτεταμένη αποτροπή- θα ήταν εντόνως δυσανάλογη. Από την άλλη πλευρά, η μη απάντηση θα ήταν απαράδεκτη και επίσης θα ήταν ασυμβίβαστη με τις υποχρεώσεις των αμερικανικών Συνθηκών.

 

Η διέξοδος από αυτό το παράδοξο είναι μέσω μιας στρατηγικής ασύμμετρης άμυνας. Οι Ηνωμένες Πολιτείες δεν θα πρέπει να παραιτηθούν επισήμως από την δυνατότητα πλήρους στρατιωτικής αντίδρασης στην πολύ περιορισμένη (και πιθανώς μη θανατηφόρα) επιθετικότητα εναντίον των συμμάχων τους. Πράγματι, ο υπολοχαγός John Wissler, τότε διοικητής της US III Marine Expeditionary Force στην Ιαπωνία, δικαίως επέμενε το 2014 ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες και η Ιαπωνία θα μπορούσαν να εκδιώξουν τους Κινέζους από τα νησιά Diaoyu/Senkaku, αν χρειαζόταν. Ωστόσο, ως πρακτικό ζήτημα, οι Ηνωμένες Πολιτείες χρειάζονται άλλες επιλογές -τόσο πριν όσο και μετά την έναρξη μιας κρίσης.

 

Πάνω απ' όλα, η στρατηγική αποτροπής της Ουάσινγκτον πρέπει να επιδιώκει να αποφεύγει να κάνει την πρώτη κίνηση ενάντια σε μια άλλη μεγάλη δύναμη, αν είναι δυνατόν. Οι Ηνωμένες Πολιτείες θα πρέπει να προετοιμάσουν τις αντιδράσεις σε επιθέσεις μικρής κλίμακας που θα δίνουν έμφαση στον οικονομικό πόλεμο και ειδικότερα στις κυρώσεις. Αρχικά, ο κύριος ρόλος της στρατιωτικής δύναμης των ΗΠΑ πρέπει να είναι η δημιουργία μιας αμυντικής περιμέτρου, ώστε να μην ερεθίζεται η διάθεση της Κίνας ή της Ρωσίας για επέκταση. Σε περίπτωση που μια κρίση επιδεινωθεί, η Ουάσιγκτον και οι σύμμαχοί της θα μπορούσαν να επιχειρήσουν έμμεσα στρατιωτικά μέτρα -για παράδειγμα, στοχεύοντας πλοία στον Περσικό Κόλπο που μεταφέρουν πετρέλαιο στην Κίνα. Αυτή η αντίδραση θα κρατούσε, τουλάχιστον αρχικά, την σύγκρουση μακριά από τις ακτές οποιασδήποτε μεγάλης δύναμης, παρέχοντας περισσότερο χρόνο στους εμπόλεμους για να αποφύγουν περαιτέρω κλιμάκωση. Αλλά ο οικονομικός πόλεμος θα πρέπει να αποτελεί τον πυρήνα της στρατηγικής, με την στρατιωτική δύναμη να είναι υποστηρικτική.

 

Μια τέτοια προσέγγιση θα βοηθούσε να πείσει έναν επίδοξο αντίπαλο ότι θα χάσει περισσότερα από όσα [ίσως] να κερδίσει από την χρήση βίας -ειδικά αν οι Ηνωμένες Πολιτείες και οι σύμμαχοί τους έχουν λάβει τα κατάλληλα προπαρασκευαστικά μέτρα για να εξασφαλίσουν ότι θα μπορούσαν να αντέξουν οποιαδήποτε αντίποινα. Το τέχνασμα θα ήταν να διασφαλιστεί ότι οι τιμωρίες για μη συμμόρφωση θα είναι ανάλογες με την αρχική επιθετικότητα, διατηρώντας παράλληλα την δυνατότητα κλιμάκωσης εάν καταστεί απαραίτητο.

 

 

Αμερικανικά και ιαπωνικά πλοία κατά την διάρκεια κοινής ναυτικής άσκησης νότια της Ιαπωνίας, τον Νοέμβριο του 2014. Reuters
 

------------------------------------------------------------

 

Προκειμένου οι κυρώσεις να είναι οικονομικά βιώσιμες, οι Ηνωμένες Πολιτείες και οι σύμμαχοί τους πρέπει να κατανοήσουν τα τρωτά σημεία της αλυσίδας εφοδιασμού τους, τις οικονομικές τους συναλλαγές, και άλλες οικονομικές σχέσεις. Θα πρέπει να αναπτύξουν στρατηγικές για την άμβλυνση αυτών των τρωτών σημείων -για παράδειγμα, ενισχύοντας τα εθνικά τους αποθέματα βασικών ορυκτών και μετάλλων, πολλά από τα οποία προέρχονται κυρίως από την Κίνα. Πρέπει να λάβουν μέτρα για να αποφευχθεί η υπερβολική εξάρτηση από την Κίνα για βασικά μεταποιημένα εξαρτήματα και αγαθά -η Ουάσιγκτον θα μπορούσε να εμποδίσει οι κινεζικές εισαγωγές να υπερβούν ένα συγκεκριμένο ποσοστό σε ορισμένους κρίσιμους τομείς. Τα ευρωπαϊκά κράτη θα πρέπει επίσης να συνεχίσουν να βελτιώνουν την υποδομή που απαιτείται για την εισαγωγή υγροποιημένου φυσικού αερίου από τις Ηνωμένες Πολιτείες και άλλες χώρες ως εφεδρεία σε περίπτωση διακοπής των εισαγωγών ενέργειας από την Ρωσία σε μια μελλοντική κρίση.

 

Μια στρατηγική βασισμένη σε κυρώσεις θα ήταν συνετή και αναλογική, αλλά δεν θα ήταν αδύναμη. Πράγματι, εάν το Πεκίνο ή η Μόσχα αρνούνταν είτε να υποχωρήσουν είτε να λύσουν με άλλο τρόπο την διαμάχη μόλις οι Ηνωμένες Πολιτείες και οι σύμμαχοί τους εφαρμόσουν κυρώσεις, η Ουάσιγκτον θα μπορούσε να αυξήσει τα στοιχήματα. Αναγνωρίζοντας ότι οι στρατηγικοί στόχοι του επιτιθέμενου κράτους έχουν καταστεί απολύτως αναξιόπιστοι ή εχθρικοί, η Ουάσινγκτον θα μπορούσε να επιδιώξει όχι μόνο να τιμωρήσει τον δράστη για την συγκεκριμένη δράση του, αλλά και να περιορίσει τη μελλοντική οικονομική ανάπτυξή του. Με την πάροδο του χρόνου, οι έλεγχοι των εξαγωγών και οι μόνιμες κυρώσεις θα μπορούσαν να αντικαταστήσουν τα προσωρινά τιμωρητικά μέτρα. Αυτή η στρατηγική θα απαιτούσε υποστήριξη από τους βασικούς συμμάχους των ΗΠΑ για να είναι αποτελεσματική -ένας ακόμα λόγος για τον οποίο η Ουάσιγκτον πρέπει να ανταποκριθεί σε τέτοιου είδους κρίσεις με τρόπο που να φαίνεται δίκαιος, υπομονετικός και που δεν θα κλιμακώνει, έτσι ώστε να ενισχύσει την συμμαχία της και να μην τρομάξει σημαντικούς εταίρους.

 

ΔΙΑΤΗΡΩΝΤΑΣ ΤΗΝ ΕΙΡΗΝΗ

 

Στο βιβλίο του 2017, All Measures Short of War («Όλα τα Μέτρα Εκτός από τον Πόλεμο»), ο πολιτικός επιστήμονας Thomas Wright υποστηρίζει πειστικά ότι οι παγκόσμιες τάξεις δεν καταρρέουν δια μιας. Αμφισβητούνται, εξασθενίζουν και διαβρώνονται σε περιοχές-κλειδιά όπου τα συμφέροντα των αντίπαλων δυνάμεων έρχονται σε άμεσο ανταγωνισμό. Ο Δυτικός Ειρηνικός και η Ανατολική Ευρώπη είναι ακριβώς οι περιοχές όπου αυτές οι εξελίξεις είναι πιο πιθανές σήμερα.

 

Αλλά η Κίνα και η Ρωσία δεν θα είναι τόσο ανόητες ώστε να επιτεθούν στην καρδιά ενός μεγάλου συμμάχου των ΗΠΑ˙ η αμερικανική αποτροπή δεν έχει επιδεινωθεί τόσο πολύ, ακόμα και στην εποχή του Τραμπ. Τα δύσκολα σενάρια θα βρίσκονται στις λεγόμενες γκρίζες ζώνες των συγκρούσεων, όπου οι κλασικές έννοιες για την διεξαγωγή του πολέμου δεν είναι και πολύ καλές. Τα πολεμικά σχέδια των ΗΠΑ, όσο καλύτερα μπορεί να συναχθούν από έξω, εξακολουθούν να επικεντρώνονται σε αυτές τις κλασσικές έννοιες και πιθανόν να είναι υπερβολικά κλιμακωτικά για έναν κόσμο όπου ο μεγάλος πόλεμος μεταξύ των πυρηνικών δυνάμεων πρέπει να είναι μια ακραία τελευταία λύση. Μόνο μια αποτρεπτική στρατηγική που τα αναγνωρίζει αυτά -και αναπτύσσει σχέδια που περιλαμβάνουν όλα τα εργαλεία της πολιτικής τέχνης και όχι μόνο της στρατιωτικής ισχύος- μπορεί να ανταποκριθεί στις σύγχρονες προκλήσεις του ανταγωνισμού μεγάλων δυνάμεων και να διατηρήσει το υπό αμερικανική ηγεσία σύστημα συμμαχιών αποφασιστικό και διαβεβαιωμένο.

 

Ο MICHAEL O’HANLON είναι ανώτερος συνεργάτης και διευθυντής Ερευνών στο Πρόγραμμα Εξωτερικής Πολιτικής του Ινστιτούτου Brookings και ο συγγραφέας του βιβλίου με τίτλο The Senkaku Paradox: Risking Great Power War Over Small Stakes [1] (Brookings Institution Press, 2019), από το οποίο αυτό το δοκίμιο αποτελεί προσαρμογή.

 

Foreign Affairs

 

http://www.foreignaffairs.gr/articles/73020/michael-e-ohanlon/mporei-i-ameriki-na-prostateysei-toys-

symmaxoys-tis?page=show

 

https://www.foreignaffairs.com/articles/world/2019-08-12/can-america-still-protect-its-allies

 

Greek Finance Forum

 

 

Σχόλια Χρηστών

 
 
 

 

 

 

 

 
 
   

   

   

Trading σε ελληνικές μετοχές μέσω της Πλατφόρμας Συναλλαγών Plus 500 (Κάντε Click και Κατεβάστε την μοναδική πλατφόρμα συναλλαγών, χωρίς καμία οικονομική υποχρέωση, περιλαμβάνει και λογαριασμό "επίδειξης" - Demo). 

Λήψη τώρα!

 © 2016-2017 Greek Finance Forum

Αποποίηση Ευθύνης....