| Ειδήσεις - Αναλύσεις | Ο Κυνηγός | Λεωφόρος Αθηνών | "Κουλου - Βάχατα" | +/- | Fundamentalist | Marx - Soros | Start Trading |

 

 
 

Ο Παλαιός Κόσμος και το Μεσαίο Βασίλειο

 

Παρασκευή, 00:01 - 11/12/2020

 

   Share

 

Περίληψη: 

 

Τα πρόσφατα γεγονότα έδειξαν ότι οι Ευρωπαίοι ηγέτες είναι όλο και πιο ανήσυχοι για την σχέση της Ευρώπης με την Κίνα, μια σχέση που μέχρι πρόσφατα αμφότερες οι πλευρές εκλάμβαναν ως εξαιρετικά επωφελή. Ανησυχούν για την πολιτική επιρροή που έχει αποκτήσει η Κίνα, ιδίως στα μικρότερα μέλη της ΕΕ, καθώς και για την αυξανόμενη οικονομική επιρροή της και την τεχνολογική ικανότητά της. Ξεκινούν, διστακτικά, να αντιδρούν.

 

 

--------------------

Η Ευρώπη αρχίζει να αντιμετωπίζει τις προκλήσεις που θέτει μια αναδυόμενη Κίνα. Από τις πολιτικές συζητήσεις που διεξάγονται στις ευρωπαϊκές πρωτεύουσες για την εμπλοκή του κινεζικού τηλεπικοινωνιακού γίγαντα Huawei στην κατασκευή των δικτύων κινητής τηλεφωνίας 5G μέχρι την τεταμένη σύνοδο κορυφής ΕΕ-Κίνας νωρίς το 2019, τα πρόσφατα γεγονότα έδειξαν ότι οι Ευρωπαίοι ηγέτες είναι όλο και πιο ανήσυχοι σε μια σχέση που μέχρι πρόσφατα αμφότερες οι πλευρές εκλάμβαναν ως εξαιρετικά επωφελή. Ανησυχούν για την πολιτική επιρροή που έχει αποκτήσει η Κίνα, ιδίως στα μικρότερα μέλη της ΕΕ, καθώς και για την αυξανόμενη οικονομική επιρροή της και την τεχνολογική ικανότητά της. Ξεκινούν, διστακτικά, να αντιδρούν [1].

 

 

Η Ανατολή συναντά την Δύση: Ο Xi, ο Macron, και η Μέρκελ στο Παρίσι, τον Μάρτιο του 2019. SIPA USA / REUTERS
 

-------------------------------------------------

 

Προκειμένου να προωθήσει καλύτερα τα συμφέροντά της, η Ευρώπη πρέπει να χρησιμοποιήσει την οικονομική, πολιτική και διπλωματική ισχύ της για να εξισορροπήσει τον οικονομικό ανταγωνισμό με την Κίνα, να προστατευτεί από την κινεζική πολιτική επιρροή και να προασπίσει τις δημοκρατικές αξίες στο εσωτερικό της. Ωστόσο, δύο πράγματα εμποδίζουν μια τέτοια στρατηγική. Πρώτον, η Ευρώπη παραμένει διχασμένη ως προς το πόσο σοβαρή είναι η πρόκληση της Κίνας. Σε αντίθεση με τις στρατηγικές μετατοπίσεις που συμβαίνουν στο Βερολίνο, στο Παρίσι και στην πρωτεύουσα της ΕΕ, τις Βρυξέλλες, οι ηγέτες πολλών μικρότερων κρατών εξακολουθούν να βλέπουν μόνο τα οικονομικά οφέλη της βαθύτερης δέσμευσης με την Κίνα. Δεύτερον, η Ευρώπη βρίσκεται μπλεγμένη στη μέση μιας αυξανόμενης αμερικανο-κινεζικής αντιπαλότητας [2]. Δεν μπορεί να εγκαταλείψει τους μακροχρόνιους δεσμούς της με τις Ηνωμένες Πολιτείες (ακόμη και όταν διαμαρτύρεται με την διοίκηση του Trump για τα πάντα, από τους δασμούς έως τις αμυντικές δαπάνες), αλλά επίσης δεν μπορεί να αντέξει να αποδυναμώσει μια εμπορική σχέση με την Κίνα που αξίζει πολύ περισσότερα από ένα δισεκατομμύριο δολάρια την ημέρα. Η Ευρώπη βαδίζει σε μια λεπτή γραμμή, με το να αντιστέκεται ονομαστικά στις επιθετικές εμπορικές και επενδυτικές πρακτικές της Κίνας, αλλά και μην απευθύνοντας σημαντικές απειλές. Μέχρι στιγμής, με το να παίζει εκ του ασφαλούς έχει αποτύχει να πείσει την Κίνα να αλλάξει πορεία.

 

Η Ευρώπη χρειάζεται μια νέα προσέγγιση, μια προσέγγιση που να αναγνωρίζει την σοβαρότητα των προβλημάτων που θέτει η άνοδος της Κίνας και να σκιαγραφεί μια ευδιάκριτα ευρωπαϊκή, παρά αμερικανική, απάντηση. Η Ευρώπη και οι Ηνωμένες Πολιτείες θα πρέπει να συντονίσουν καλύτερα τις πολιτικές τους για την Κίνα, αλλά δεν θα συμφωνήσουν ποτέ σε όλα [3]. Ακόμα και χωρίς να αντιγράφει κάθε κίνηση της Ουάσινγκτον, η Ευρώπη μπορεί να υπερασπιστεί την οικονομική και τεχνολογική της κυριαρχία και να αποτελέσει ένα προπύργιο κατά των προσπαθειών της Κίνας να προωθήσει τις αξίες και το σύστημα της διακυβέρνησής της στο εξωτερικό. Για να γίνει αυτό, όμως, η Ευρώπη θα πρέπει να επιτύχει δύο στόχους που τόσο συχνά της διέφυγαν: Ενότητα και αυτονομία.

 

ΑΠΟ ΕΥΚΑΙΡΙΑ, ΑΠΕΙΛΗ

 

Η Γερμανία είναι σε καλή θέση να ηγηθεί αυτής της προσπάθειας. Λίγες άλλες ευρωπαϊκές χώρες μπορούν να φτάσουν τους οικονομικούς δεσμούς της με την Κίνα. Αυτό δίνει στο Βερολίνο μια μοναδική ικανότητα εντός της ΕΕ να αντιδράσει έναντι του Πεκίνου -μια διαδικασία που έχει ήδη αρχίσει. Πριν από μια δεκαετία, η Γερμανία ήταν απασχολημένη με το να φλερτάρει την Κίνα. Το 2010, αφότου ανεπιτυχώς υποστήριξε μια πανευρωπαϊκής διάστασης στρατηγική για την Κίνα, η Γερμανίδα καγκελάριος Άνγκελα Μέρκελ [4] επέστρεψε στην διμερή σχέση μεταξύ Γερμανίας και Κίνας επιδιώκοντας επιθετικά στενότερους οικονομικούς δεσμούς. Το 2013, πολέμησε τα σχέδια της ΕΕ να επιβληθούν δασμοί στην Κίνα επειδή πουλούσε φωτοβολταϊκά πάνελ κάτω από το κόστος, φοβούμενη τις επιπτώσεις στις γερμανικές επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται στην Κίνα. Το 2014, αναβίβασε την σχέση της Γερμανίας με την Κίνα σε «μια ολοκληρωμένη στρατηγική εταιρική σχέση». Παρόλο που ανέφερε τακτικά τις ανησυχίες της σχετικά με τα ανθρώπινα δικαιώματα στους Κινέζους ηγέτες, η εμπορική σχέση υπερίσχυε των περισσότερων άλλων θεμάτων.

 

Οι προσπάθειες της Μέρκελ απέδωσαν. Η Γερμανία έγινε ο κορυφαίος εμπορικός εταίρος της Κίνας στην Ευρώπη και τώρα είναι μια από τις μόλις τρεις χώρες της ΕΕ (μαζί με την Φινλανδία και την Ιρλανδία) που διατηρούν εμπορικό πλεόνασμα με την Κίνα. Περίπου 5.200 γερμανικές εταιρείες δραστηριοποιούνται στην Κίνα, απασχολώντας περισσότερους από ένα εκατομμύριο ανθρώπους. Μέχρι το 2017, τέσσερα στα δέκα αυτοκίνητα που πωλούνταν από την Volkswagen πήγαν στην Κίνα. Την ίδια χρονιά, η Κίνα ξεπέρασε τις Ηνωμένες Πολιτείες ως ο μεγαλύτερος εμπορικός εταίρος της Γερμανίας.

 

 

Πινακίδα της Volkswagen σε έκθεση αυτοκινήτων του Πεκίνου, τον Απρίλιο του 2016. Qilai Shen / Panos Pictures / Redux
 

-----------------------------------------------------

 

Η Γερμανία συνεχίζει να διατηρεί την ιδιαίτερη σχέση της με την Κίνα, αλλά είναι όλο και λιγότερο ικανοποιημένη από την κινεζική συμπεριφορά. Το 2015, η κινεζική κυβέρνηση ανακοίνωσε την στρατηγική της Κίνας «Made in China 2025» [5], έχοντας ως πρότυπο την πρωτοβουλία «Industrie 4.0» της Γερμανίας, με στόχο να καταστήσει την Κίνα παγκόσμιο ηγέτη στην παραγωγή υψηλής τεχνολογίας. Η στρατηγική δίνει προτεραιότητα στην πρόοδο σε τομείς όπως τα δίκτυα 5G, η ρομποτική, η αεροδιαστημική, ο προηγμένος σιδηροδρομικός εξοπλισμός και τα οχήματα καθαρής ενέργειας. Στόχος της είναι να αντικαταστήσει την ξένη τεχνολογία με κινεζικής κατασκευής εναλλακτικές, πρώτα στην εγχώρια αγορά της Κίνας και τελικά στο εξωτερικό. Ως απάντηση, η Γερμανία και άλλες ευρωπαϊκές χώρες έχουν αρχίσει να περιορίζουν τις κινεζικές επενδύσεις σε κρίσιμους κλάδους.

 

Η κατασταλτική πολιτική στροφή της Κίνας [6] έχει επίσης ανησυχήσει την Γερμανία. Η παγίωση της εξουσίας από τον Κινέζο πρόεδρο, Xi Jinping, κλόνισε την εμπιστοσύνη της Γερμανίας στη μελλοντική πολιτική σταθερότητα της Κίνας. Η κινεζική κυβέρνηση εφαρμόζει τεχνολογίες που χρησιμοποιούν τεχνητή νοημοσύνη (artificial intelligence, AI) για την παρακολούθηση κάθε κίνησης των πολιτών και ενεργοποιεί ένα σύστημα κοινωνικής μοριοδότησης που θα κρίνει την αξιοπιστία τους. Στο όνομα της εθνικής ασφάλειας, η κυβέρνηση έχει φυλακίσει περισσότερους από ένα εκατομμύριο Μουσουλμάνους Ουιγούρους στην δυτική επαρχία Xinjiang σε «στρατόπεδα επανεκπαίδευσης». Για πολλούς στην Γερμανία και σε ολόκληρη την Ευρώπη, αυτές οι εξελίξεις εγείρουν ανησυχητικά ερωτήματα σχετικά με το πώς θα μοιάζει ένας κόσμος υπό την ηγεσία της Κίνας.

 

Η γερμανική βιομηχανία ανησυχεί όλο και περισσότερο για την τεχνολογική πρόοδο της Κίνας. Οι Γερμανοί επιχειρηματικοί ηγέτες που μακροχρονίως ειχαν υποστηρίξει βαθύτερους οικονομικούς δεσμούς με την Κίνα ανησυχούν τώρα για την υπό κρατική ηγεσία επιδίωξη της Κίνας για τεχνολογική υπεροχή εις βάρος των γερμανικών εταιρειών. Τον Ιανουάριο του 2019, η Ομοσπονδία Γερμανικών Βιομηχανιών δημοσίευσε μια ευρέως αναφερθείσα έκθεση που προειδοποιούσε τις εταιρείες να μειώσουν την εξάρτησή τους από την κινεζική αγορά. Στην συνέχεια, υπάρχει το μακρόχρονο ζήτημα των Κινέζων χάκερ που κλέβουν ξένα βιομηχανικά και τεχνολογικά μυστικά. Τον Δεκέμβριο, η αυξημένη συχνότητα κινεζικής πειρατείας οδήγησε την κυβερνητική υπηρεσία ασφάλειας του κυβερνοχώρου να προειδοποιήσει τις γερμανικές εταιρείες για τον αυξανόμενο κίνδυνο κινεζικής κυβερνο-κατασκοπείας. Αυτό ήρθε επιπλέον μιας περίπτωσης του 2017, κατά την οποία οι γερμανικές υπηρεσίες πληροφοριών κατηγόρησαν την Κίνα ότι δημιούργησε ψεύτικους λογαριασμούς στο LinkedIn για να συνδεθεί με περισσότερους από 10.000 Γερμανούς πολίτες, συμπεριλαμβανομένων βουλευτών και κυβερνητικών αξιωματούχων, προκειμένου να αποκτήσει πληροφορίες, να στρατολογήσει πηγές και να διεισδύσει στην ομοσπονδιακή Βουλή και σε Υπουργεία.

 

Αυτά τα παράπονα έχουν μια αυξανόμενη επίδραση στην γερμανική πολιτική απέναντι στην Κίνα. Η Μέρκελ, η οποία τώρα αναφέρεται στην Κίνα ως «συστημικό ανταγωνιστή» [7], πιέζει για μια ισχυρή και ενιαία στάση της ΕΕ και έχει επικρίνει δημοσίως τις αποφάσεις που υπονομεύουν την ενότητα της ΕΕ για την Κίνα, όπως η επίσημη έγκριση της Ιταλίας για την Πρωτοβουλία Belt and Road (BRI), το τεράστιο παγκόσμιο σχέδιο κατασκευής υποδομών της Κίνας. Έχει επίσης καταστήσει σαφές ότι αξιολογεί τις συνομιλίες μεταξύ της ΕΕ και της Κίνας όπως τις άμεσες γερμανο-κινεζικές. Νωρίτερα φέτος, πρότεινε με επιτυχία ότι η Διάσκεψη Κορυφής ΕΕ-Κίνας του 2020, η οποία θα φιλοξενηθεί από την Γερμανία, θα περιλαμβάνει όχι μόνο αξιωματούχους της ΕΕ, όπως συμβαίνει συνήθως, αλλά και εθνικούς ηγέτες από όλες τις χώρες της ΕΕ. Αυτό θα δυσκολέψει την Κίνα να υπονομεύσει την ενότητα της ΕΕ με το να διεξάγει διαπραγματεύσεις με μεμονωμένες χώρες.

 

Η Γερμανία δεν είναι μόνη στην αφύπνισή της. Οι δύο μεγαλύτερες δυνάμεις της Ευρώπης -η Γαλλία και το Ηνωμένο Βασίλειο- μαζί με την Πολωνία, την Ισπανία και τις σκανδιναβικές χώρες, υποστηρίζουν ότι η συνεργασία με την Κίνα για τις παγκόσμιες προκλήσεις όπως η κλιματική αλλαγή και η διάδοση των πυρηνικών, εξυπηρετεί τα συμφέροντα της Ευρώπης. Αλλά πιστεύουν επίσης ότι η Κίνα υπονομεύει τις αξίες, τους κανόνες και τα πρότυπα της Δύσης. Κατά την διάρκεια της επίσκεψής του Xi στο Παρίσι, ο Γάλλος πρόεδρος, Εμμανουέλ Μακρόν, ανακήρυξε ένα τέλος [8] στην «ευρωπαϊκή αφέλεια» σχετικά με την Κίνα. Ο Macron κάλεσε επίσης τη Μέρκελ και τον Jean-Claude Juncker, τότε πρόεδρο της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, να συμμετάσχουν στις συναντήσεις του με τον Xi προκειμένου να παρουσιάσει ένα ενιαίο μέτωπο. Το μήνυμα ήταν σαφές: Η Ευρώπη θα αντισταθεί στις προσπάθειες της Κίνας να την διχάσει.

 

Πολλές ευρωπαϊκές χώρες βιώνουν αυτό που ένας υψηλόβαθμος αξιωματούχος της ΕΕ περιέγραψε σε έναν από εμάς ως «κόπωση με την Κίνα» μετά από πολλά χρόνια επενδύσεων που ήταν μεγάλες στις υποσχέσεις και μικρές στην συνέχειά τους. Το 2009, μια κινεζική κατασκευαστική εταιρεία υποσχέθηκε να κατασκευάσει μια νέα εθνική οδό από την Βαρσοβία προς την Γερμανία για ένα κλάσμα του κόστους των άλλων προσφορών σε ένα έργο που προοριζόταν να επιδείξει την κινεζική ικανότητα και να ανοίξει νέες συμφωνίες στην ΕΕ. Δύο χρόνια αργότερα, η πολωνική κυβέρνηση έπρεπε να τερματίσει την σύμβαση, αφού η κινεζική εταιρεία απέκτησε προβλήματα ρευστότητας και σταμάτησε να εργάζεται.

 

Η Τσεχική Δημοκρατία έχει επίσης απογοητευτεί. Το 2014, η τσεχική κυβέρνηση διακήρυξε ότι θα χρησιμεύσει ως «πύλη της Κίνας προς την Ευρώπη». Εκείνη την εποχή, η κινεζική μεγα-εταιρεία CEFC China Energy υποσχόταν να επενδύσει δισεκατομμύρια δολάρια στην χώρα. Ο πρόεδρος της Τσεχίας, Milos Zeman, κατονόμασε τον πρόεδρο της εταιρείας Ye Jianming ως επίτιμο σύμβουλο, μια κίνηση που δικαίωσε τους επικριτές που είχαν υποστηρίξει ότι οι επενδύσεις της Κίνας δεν ήταν ποτέ μόνο οικονομικές -αλλά ήταν και για την οικοδόμηση πολιτικής επιρροής. Στην συνέχεια, η CEFC προχώρησε σε ένα εμπορικό ξεφάντωμα, αγοράζοντας μετοχές από τα πάντα˙ από τσεχικά ποδοσφαιρικά σωματεία και ομίλους μέσων μαζικής ενημέρωσης μέχρι εταιρείες μεταφορών και ζυθοποιίες. Το 2018, μετά από χρόνια αμελητέας προόδου στις επενδύσεις, ξαφνικά ο Ye συνελήφθη στην Κίνα με κατηγορίες διαφθοράς. Η CEFC, μαζί με τις τσεχικές εξαγορές της, αναλήφθηκε από το κινεζικό κράτος.

 

Σε απάντηση τέτοιων περιστατικών, αρκετές ευρωπαϊκές χώρες έχουν ενισχύσει τους ελέγχους επί των κινεζικών επενδύσεων. Το 2018, η γερμανική κυβέρνηση, επικαλούμενη την εθνική ασφάλεια, εμπόδισε [9] έναν Κινέζο επενδυτή από το να αγοράσει την Leifeld Metal, την κορυφαία γερμανική παραγωγό μετάλλων για την αυτοκινητοβιομηχανία, το διάστημα και τις πυρηνικές βιομηχανίες. Ήταν η πρώτη φορά που η γερμανική κυβέρνηση άσκησε βέτο σε μια εξαγορά από την Κίνα. Την κίνηση αυτή ακολούθησε ένας νέος νόμος που έδωσε στην κυβέρνηση την εξουσία να εμποδίζει έναν μη Ευρωπαίο επενδυτή να αγοράσει ένα ποσοστό 10% ή υψηλότερο (μειωμένο από το 25% [που ίσχυε προηγουμένως]) σε μια γερμανική επιχείρηση. Ο νόμος περιλαμβάνει εταιρείες μέσων μαζικής ενημέρωσης, ένα σημάδι ότι η Γερμανία ανησυχεί για την κινεζική επιρροή επί των πληροφοριών. Ορισμένες άλλες ευρωπαϊκές χώρες έχουν υιοθετήσει παρόμοια μέτρα. Εν μέρει ως αποτέλεσμα των αυστηρότερων ελέγχων, καθώς και των αλλαγών στην κινεζική διαδικασία λήψης αποφάσεων, οι κινεζικές άμεσες ξένες επενδύσεις στην ΕΕ μειώθηκαν κατά 50% από την κορύφωσή τους το 2016, σύμφωνα με μια έκθεση του Rhodium Group και του Mercator Institute for China Studies.

 

Η BRI της Κίνας έχει προσελκύσει ιδιαίτερα τον σκεπτικισμό των πολιτικών της ΕΕ, οι οποίοι βλέπουν «χρυσές χειροπέδες» πίσω από τις υποσχέσεις του Πεκίνου για πλούσιες δαπάνες. Σε κάποιες περιπτώσεις, οι χειροπέδες κλείνουν ήδη. Το 2016, η Ελλάδα και η Ουγγαρία -αμφότερες αποδέκτες μαζικών κινεζικών οικονομικών επενδύσεων που συνδέονται με την Πρωτοβουλία- αποδυνάμωσαν την ρητορική που χρησιμοποίησε η ΕΕ σε μια ανακοίνωση για την κινεζική επιθετικότητα στην Θάλασσα της Νότιας Κίνας. Το 2017, η Ελλάδα τορπίλισε μια δήλωση της ΕΕ για τις παραβιάσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων στην Κίνα. Νωρίς πέρσι, ο πρωθυπουργός της Πορτογαλίας, Αντόνιο Κόστα, η χώρα του οποίου έχει δεχθεί σημαντικές κινεζικές επενδύσεις, υιοθέτησε μια ισχυρή στάση ενάντια στους αυστηρότερους ευρωπαϊκούς ελέγχους επί των κινεζικών επενδύσεων. «Έχουμε φθάσει τώρα σε μια κατάσταση όπου η Κίνα έχει ουσιαστικά δύναμη βέτο στα όργανα λήψης αποφάσεων της ΕΕ», δήλωσε ένας από τους κορυφαίους πολιτικούς της ΕΕ σε έναν από μας.

 

 

Ένα πλοίο στο κινεζικής ιδιοκτησίας λιμάνι του Πειραιά, τον Σεπτέμβριο του 2017. Alkis Konstantinidis / REUTERS
 

-----------------------------------------------------

 

Καθώς ορισμένες ευρωπαϊκές χώρες έχουν απογοητευτεί από την συμπεριφορά της Κίνας, έχουν αρχίσει να πιέζουν για μια πιο συνεκτική στρατηγική σε επίπεδο ΕΕ. Ένα πρόσφατο Λευκό Βιβλίο (White Paper) της ΕΕ [10] για την Κίνα χαρακτηρίζει το Πεκίνο ως «συστημικό αντίπαλο που προωθεί εναλλακτικά πρότυπα διακυβέρνησης» και καλεί την ΕΕ να επιδιώξει μια πιο αμοιβαία σχέση με την Κίνα και να ενισχύσει την δική της βιομηχανική βάση. Στην ετήσια διάσκεψη κορυφής ΕΕ-Κίνας του 2019, η οποία έλαβε χώρα μετά την δημοσίευση της Λευκής Βίβλου, η διάθεση ήταν πιο τεταμένη από όσο τα προηγούμενα χρόνια. Οι Ευρωπαίοι ήρθαν έτοιμοι να αποσπάσουν σημαντικές δεσμεύσεις από τους Κινέζους ομολόγους τους για τις εμπορικές και οικονομικές πολιτικές, και η κινεζική αντιπροσωπεία έφτασε αποδυναμωμένη λόγω του εμπορικού πολέμου με τις Ηνωμένες Πολιτείες. Και οι δύο πλευρές ήθελαν να σηματοδοτήσουν στην Ουάσινγκτον ότι θα μπορούσαν να σημειώσουν πρόοδο χωρίς να καταφύγουν στις επιθετικές τακτικές του προέδρου Donald Trump. Η ΕΕ κατόρθωσε να κερδίσει μια σειρά παραχωρήσεων, συμπεριλαμβανομένων των δεσμεύσεων για την ολοκλήρωση μιας παλαιάς επενδυτικής συμφωνίας έως το 2020, την βελτίωση της πρόσβασης στην [κινεζική] αγορά για τις ευρωπαϊκές εταιρείες, και τον περιορισμό των αναγκαστικών μεταβιβάσεων τεχνολογίας. Οι δύο πλευρές συμφώνησαν επίσης να εντατικοποιήσουν τις συζητήσεις τους για την ενίσχυση των διεθνών κανόνων για τις βιομηχανικές επιδοτήσεις στον Παγκόσμιο Οργανισμό Εμπορίου (ΠΟΕ), τους οποίους είναι γνωστό ότι η Κίνα παραβλέπει. Ωστόσο, δεδομένης της απροθυμίας της Κίνας να πραγματοποιήσει διαρθρωτικές αλλαγές κατά το παρελθόν και της έλλειψης μέτρων επιβολής από την ΕΕ, η Κίνα είναι απίθανο να τηρήσει τις υποσχέσεις της.

 

ΕΝΑΣ ΔΙΧΑΣΜΕΝΟΣ ΟΙΚΟΣ

 

Η ΕΕ έχει προχωρήσει πολύ στην Κίνα, αλλά εξακολουθούν να υπάρχουν εσωτερικές διαφορές. Ορισμένες χώρες, συμπεριλαμβανομένης της Ελλάδας, της Ουγγαρίας και της Πορτογαλίας, συνεχίζουν να πιέζουν για περισσότερες οικονομικές επενδύσεις από την Κίνα και να υποβαθμίζουν τις ανησυχίες των αξιωματούχων της ΕΕ στις Βρυξέλλες. Σε μια έρευνα της κοινής γνώμης στην Ελλάδα το 2017, η πλειονότητα των ερωτηθέντων χαρακτήρισε την ΕΕ ως την πιο σημαντική ξένη δύναμη στην Ελλάδα, αλλά όταν ερωτήθηκαν ποιος καταλάμβανε την δεύτερη θέση, οι περισσότεροι ερωτηθέντες (53%) κατέτασσαν την Κίνα παρά τις Ηνωμένες Πολιτείες (36%). Τουλάχιστον σε ορισμένες γωνιές της Ευρώπης, η στρατηγική της Κίνας να κάνει φίλους μέσω της οικονομικής δέσμευσης, των πολιτιστικών ανταλλαγών, και της ακαδημαϊκής συνεργασίας λειτουργεί.

 

Αυτή η επιτυχία μειώνει τη μόχλευση της ΕΕ έναντι της Κίνας. Για παράδειγμα, οι Βρυξέλλες δεν μπόρεσαν να δημιουργήσουν μια ενιαία απάντηση στην απαίτηση των ΗΠΑ να αποκλείσουν οι ευρωπαϊκές χώρες την Huawei [11] από τα δίκτυα 5G. Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή εξέδωσε συστάσεις σχετικά με τους κινδύνους στον κυβερνοχώρο, αλλά εναπόκειται σε κάθε κράτος-μέλος να καθορίσει τα δικά του πρότυπα ασφαλείας. Οι περισσότεροι εξακολουθούν να αγωνίζονται να διαμορφώσουν εθνικές πολιτικές για το 5G. Η Γερμανία και το Ηνωμένο Βασίλειο ενισχύουν τις απαιτήσεις ασφαλείας για τους παρόχους υπηρεσιών 5G και η Γαλλία έχει ήδη πρότυπα ασφαλείας που αποτρέπουν τους τηλεπικοινωνιακούς φορείς να χρησιμοποιούν εξοπλισμό της Huawei στα σχέδιά τους για το 5G. Ωστόσο, καμία από αυτές δεν είναι πιθανό να ακολουθήσει την προτιμώμενη προσέγγιση της Ουάσινγκτον να απαγορεύσει εξ ολοκλήρου την Huawei, και μια πολιτική σε επίπεδο ΕΕ είναι πολύ μακριά [από το να επιτευχθεί].

 

Ένα παρόμοιο πρόβλημα διαδραματίζεται όταν πρόκειται για την αξιολόγηση κινεζικών επενδύσεων. Αρκετά μέλη της ΕΕ που εξαρτώνται σε μεγάλο βαθμό από τις κινεζικές επενδύσεις αντιτίθενται στους αυστηρούς ελέγχους και μόνο 14 από τα 28 μέλη της ΕΕ έχουν θεσπίσει εθνικά μέτρα ελέγχου των επενδύσεων. Τον Απρίλιο, η ΕΕ θέσπισε ένα νέο πλαίσιο για τον καθορισμό του πότε οι επενδύσεις απειλούν τα ευρωπαϊκά συμφέροντα. Ωστόσο, τα κράτη-μέλη εξακολουθούν να έχουν την τελευταία λέξη για συγκεκριμένες επενδύσεις και ο κανονισμός είναι πολύ λιγότερο φιλόδοξος από εκείνον που έχουν ήδη υιοθετήσει οι χώρες του G-7.

 

Εκτός από την αντιμετώπιση των εσωτερικών ρηγμάτων της απέναντι στην Κίνα, η ΕΕ αγωνίζεται να προσδιορίσει εάν και πώς θα συνεργαστεί με τις Ηνωμένες Πολιτείες για την Κίνα. Θεωρητικά, θα έπρεπε να είναι εύκολο για τις δύο δυνάμεις να αναπτύξουν μια κοινή προσέγγιση. Και οι δύο ανησυχούν για την έλλειψη πρόσβασης των Δυτικών εταιρειών στις αγορές της Κίνας, για την διεισδυτική πολιτική επιρροή της, και για τις επιβαρύνσεις χρέους από τα έργα της BRI. Αμφότερες αμφιβάλλουν ότι η Κίνα θα γίνει ο «υπεύθυνος παράγοντας» που πολλοί παρατηρητές της Κίνας οραματίστηκαν πριν από μια δεκαετία.

 

 

Σε εκδήλωση για το λανσάρισμα ενός smartphone της Huawei στην Βαρκελώνη, τον Φεβρουάριο του 2020. Hannah McKay / REUTERS
 

------------------------------------------------------------

 

Ωστόσο, πολλά εμπόδια βρίσκονται στον δρόμο για την διατλαντική ενότητα [12]. Η αποσύνδεση από την κινεζική οικονομία, [δηλαδή] η σημερινή στρατηγική της Ουάσιγκτον, δεν αποτελεί επιλογή ακόμη και για τις μεγαλύτερες ευρωπαϊκές χώρες. Η ίδια έκθεση της Γερμανικής βιομηχανίας που κάλεσε τις εταιρείες να μειώσουν την εξάρτησή τους από την Κίνα ανέφερε επίσης ότι η γερμανική βιομηχανία «απορρίπτει την στοχευμένη και πολιτικά βεβιασμένη οικονομική αποσύνδεση». Οι ευρωπαϊκές κυβερνήσεις και επιχειρήσεις ενδέχεται να ανησυχούν για τις αθέμιτες εμπορικές πρακτικές και την πειρατεία της Κίνας, αλλά δεν επιθυμούν να διεξάγουν έναν εμπορικό πόλεμο για να αναγκάσουν την Κίνα να αλλάξει.

 

Ένα άλλο πρόβλημα είναι ότι η Ευρώπη δεν εμπιστεύεται τις Ηνωμένες Πολιτείες. Με το να αποσυρθεί από την συμφωνία του Παρισιού για την κλιματική αλλαγή και από την πυρηνική συμφωνία με το Ιράν, με το να απειλεί να αποσυρθεί από τον ΠΟΕ και να επιβάλλει δασμούς στον χάλυβα και το αλουμίνιο της ΕΕ, η διοίκηση Trump έβλαψε την αξιοπιστία των Ηνωμένων Πολιτειών μεταξύ των στενότερων συμμάχων τους και έκανε την Κίνα πιο σημαντικό εταίρο της Ευρώπης για θέματα περιβάλλοντος και ασφάλειας. Καθώς η σχέση των Ηνωμένων Πολιτειών με την Ευρώπη επιδεινώνεται, τουλάχιστον ορισμένοι Ευρωπαίοι ηγέτες δεν βλέπουν άλλη επιλογή παρά να πηδήξουν στο κινεζικό άρμα.

 

ΟΛΟ ΚΑΙ ΠΙΟ ΣΤΕΝΗ ΕΝΩΣΗ

 

Με την εξαίρεση των εγχώριων οπισθοδρομήσεων, η οικονομική, τεχνολογική και πολιτική δύναμη της Κίνας θα συνεχίσει να αυξάνεται. Αλλά η Κίνα δεν είναι προορισμένη να γράψει τους κανόνες της νέας διεθνούς τάξης. Οι κορυφαίες δημοκρατίες σε όλη την Ασία, την Ευρώπη και τη Βόρεια Αμερική εξακολουθούν να έχουν συντριπτικά πλεονεκτήματα όταν πρόκειται για το εμπόριο, την πνευματική ιδιοκτησία, το οικονομικό βάρος, και τις πολιτικές συμμαχίες. Μπορούν να χρησιμοποιήσουν αυτές τις δυνάμεις για να αντιταχθούν στις πιο διχαστικές και αρνητικές πτυχές της παγκόσμιας επιρροής της Κίνας.

 

Για την Ευρώπη, αυτό θα σημαίνει την ανάπτυξη μιας πιο συνεκτικής και σαφούς ευρωπαϊκής στρατηγικής που να αξιοποιεί τα μοναδικά πλεονεκτήματα της ΕΕ. Μέχρι στιγμής, η Ευρώπη έχει καταβάλει μεγάλες προσπάθειες για να αποφύγει την σύγκρουση είτε με τις Ηνωμένες Πολιτείες είτε με την Κίνα. Αυτό είναι κατανοητό, αλλά έχει αφήσει την ΕΕ στο περιθώριο. Οι Βρυξέλλες δεν χρειάζεται να υιοθετήσουν την σκληρή προσέγγιση της Ουάσινγκτον έναντι της Κίνας, αλλά ούτε πρέπει να αποδεχθούν όλες τις απόπειρες της Κίνας να επεκτείνει την οικονομική και πολιτική επιρροή της στην Ευρώπη.


Οι διαφωνίες για την εξωτερική πολιτική δεν είναι κάτι νέο για την Ευρώπη. Σε κρίσεις από τους Βαλκανικούς πολέμους μέχρι την προσάρτηση της Κριμαίας από την Ρωσία [13], η ΕΕ έπρεπε να συμβιβάσει τις διαφορετικές πολιτιστικές, ιστορικές και στρατηγικές προοπτικές των κρατών-μελών της. Η συναίνεση συχνά φαίνεται άπιαστη. Αλλά δεν είναι αδύνατη. Κατά την διάρκεια των διαπραγματεύσεων που οδήγησαν στην πυρηνική συμφωνία με το Ιράν, για παράδειγμα, μια ομάδα μεγάλων κρατών-μελών κατόρθωσε να ενώσει την ΕΕ γύρω από μια ενιαία θέση. Ομοίως, με μεγαλύτερη ορμή από τις χώρες που έχουν βιώσει από πρώτο χέρι τα μειονεκτήματα των κινεζικών επενδύσεων ή τις καταναγκαστικές μεταβιβάσεις τεχνολογίας στο Πεκίνο, η ΕΕ θα μπορούσε να περιορίσει τα χάσματα μεταξύ των μελών της απέναντι στην Κίνα. Οι Βρυξέλλες θα πρέπει να καλέσουν εκπροσώπους της γερμανικής βιομηχανίας να ενημερώσουν τους αξιωματούχους της ΕΕ για τις γνώσεις τους σχετικά με την εργασία τους μέσα στην Κίνα ή να ζητήσουν από Τσέχους και Πολωνούς αξιωματούχους να μοιραστούν τις εμπειρίες τους με τις κινεζικές επενδύσεις.


Η περισσότερη ευρωπαϊκή αυτονομία, μακριά από την εμβάθυνση των διατλαντικών διαιρέσεων, θα φέρει την απαραίτητη ισορροπία σε μια εντεινόμενη αντιπαράθεση μεταξύ των Ηνωμένων Πολιτειών και της Κίνας. Τα μέλη της ΕΕ εδώ και χρόνια κάνουν έκκληση για αμυντική αυτονομία, και εκκολαπτόμενες πρωτοβουλίες όπως η Μόνιμη Δομημένη Συνεργασία (Permanent Structured Cooperation, η οποία επιτρέπει στα μέλη να αναπτύξουν κοινές αμυντικές ικανότητες και να επενδύουν σε κοινά σχέδια) και το Ευρωπαϊκό Αμυντικό Ταμείο (European Defence Fund, το οποίο θα υποστηρίξει κοινά ερευνητικά σχέδια και κοινό στρατιωτικό υλικό), δείχνουν ότι η ΕΕ μπορεί τελικά να κινηθεί προς την σωστή κατεύθυνση. Η Γαλλία και η Γερμανία πρέπει τώρα να συνεργαστούν για να εξασφαλίσουν ότι οι πρωτοβουλίες αυτές θα ενισχύσουν σημαντικά την αμυντική ικανότητα της Ευρώπης.

 

Ακόμη πιο σημαντικό για τον ανταγωνισμό της με την Κίνα, [είναι ότι] η Ευρώπη πρέπει να ενισχύσει την οικονομική και τεχνολογική κυριαρχία της. Αυτό θα μπορούσε να σημαίνει περισσότερες κρατικές επενδύσεις σε βασικούς κλάδους όπως οι μεταφορές και η τεχνολογία, όπως πρότεινε ο υπουργός Οικονομίας της Γερμανίας, Peter Altmaier. Η ΕΕ θα μπορούσε επίσης να τροποποιήσει τους νόμους περί ανταγωνισμού ώστε οι κυβερνήσεις να μπορέσουν να ενθαρρύνουν εθνικούς και ευρωπαϊκούς πρωταθλητές που θα μπορούσαν να ανταγωνιστούν τους ομολόγους τους στις Ηνωμένες Πολιτείες και την Κίνα. Ορισμένοι νομοθέτες της Γαλλίας και της Γερμανίας έκαναν έκκληση για μια τέτοια προσέγγιση, ειδικά αφότου η Ευρωπαϊκή Επιτροπή απέρριψε μια προτεινόμενη συγχώνευση μεταξύ μιας γερμανικής σιδηροδρομικής θυγατρικής της Siemens και της γαλλικής κατασκευαστικής στις μεταφορές Alstom, στις αρχές του 2019, παρά τον αυξανόμενο ανταγωνισμό από τους κινεζικούς σιδηροδρομικούς παρόχους. Αν και η οικοδόμηση ευρωπαϊκών μονοπωλίων θα ήταν κακή ιδέα, η ΕΕ θα πρέπει να εξετάσει το ενδεχόμενο να επιτρέψει συγχωνεύσεις σε βιομηχανίες που κινδυνεύουν να κατακλυσθούν από ανταγωνιστές από τις ΗΠΑ ή την Κίνα. Κάποιοι αναλυτές πρότειναν την δημιουργία μιας διασυνοριακής ευρωπαϊκής εταιρίας τεχνητής νοημοσύνης (Artificial Intelligence, AI) με βάση το μοντέλο της Airbus, η οποία αρχικά σχηματίστηκε ως κοινή κυβερνητική πρωτοβουλία μεταξύ της Γαλλίας, του Ηνωμένου Βασιλείου και της Δυτικής Γερμανίας στην δεκαετία του 1960. Για να συμπληρώσουν τέτοιες πολιτικές, οι χώρες της ΕΕ πρέπει να κάνουν περισσότερα για να ενθαρρύνουν τους επιχειρηματίες και να αναπτύξουν κατάρτιση και ακαδημαϊκούς αγωγούς για την τροφοδότηση των αναπτυσσόμενων τεχνολογικών τομέων

 

Η Ευρώπη μπορεί επίσης να βοηθήσει στην θέσπιση ρυθμιστικών και ηθικών προτύπων για τον υπόλοιπο κόσμο. Πολλές ξένες εταιρείες προχωρούν ήδη προς συμμόρφωση με τον κανονισμό της ΕΕ για την γενική προστασία των δεδομένων (General Data Protection Regulation, GDPR) [14], ακόμη και στις επιχειρήσεις τους εκτός ΕΕ, επισημαίνοντας την ικανότητα της Ευρώπης να προβάλλει τις ψηφιακές αξίες της. Το GDPR είναι μόνο το πρώτο βήμα για την τεχνολογική ηγεσία της Ευρώπη. Τον περασμένο Απρίλιο, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή δημοσίευσε τις πρώτες κατευθυντήριες γραμμές για την ηθική ανάπτυξη του AI. Οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής της ΕΕ ελπίζουν ότι θα δώσουν στις ευρωπαϊκές τεχνολογικές εταιρείες ένα ανταγωνιστικό πλεονέκτημα και θα παράσχουν ένα ξεκάθαρα ευρωπαϊκό μοντέλο για να το μιμηθούν οι διεθνείς εταιρείες.

 

ΜΙΑ ΔΙΑΤΛΑΝΤΙΚΗ ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΗ

 

Μια αυτόνομη στρατηγική της ΕΕ δεν πρέπει να εμποδίσει την Ευρώπη να συνεργαστεί στενά με τις Ηνωμένες Πολιτείες για την Κίνα. Αλλά πρώτα, οι δύο πλευρές θα πρέπει να επιδιορθώσουν την επιδεινούμενη εμπορική σχέση τους και να επιστρέψουν στην κοινή δέσμευσή τους του 2018 ότι θα εργαστούν για «μηδενικούς δασμούς, μηδενικά μη δασμολογικά εμπόδια και μηδενικές επιδοτήσεις για μη αυτόματα βιομηχανικά αγαθά». Παρόλο που οι Βρυξέλλες και η Ουάσιγκτον είναι απίθανο να επιτύχουν μια ολοκληρωμένη συμφωνία ελεύθερων συναλλαγών, θα μπορούσαν να ακολουθήσουν μια πιο αποσπασματική διαδικασία που θα τους δώσει κάποιες μικρότερες αλλά πολύ αναγκαίες νίκες, θα αποτρέψει έναν εμπορικό πόλεμο και θα επιδείξει διατλαντική ενότητα. Η επίλυση τουλάχιστον ορισμένων εμπορικών διαφορών θα επέτρεπε στην Ευρώπη και τις Ηνωμένες Πολιτείες να στραφούν σε ένα πιο φιλόδοξο παγκόσμιο πρόγραμμα δράσης.

 

Αυτή η ατζέντα θα πρέπει να περιλαμβάνει την συμμετοχή ομοϊδεατών χωρών για την αντιμετώπιση των εμπορικών παραβιάσεων της Κίνας στο πλαίσιο του ΠΟΕ. Οι Ηνωμένες Πολιτείες συντονίζονται ήδη στενά με την ΕΕ και την Ιαπωνία για να αντιμετωπίσουν τις στρεβλώσεις της αγοράς της Κίνας. Και οι τρεις θα πρέπει να κάνουν περισσότερα, ιδίως όσον αφορά την προστασία της πνευματικής ιδιοκτησίας, τη μείωση των μη δασμολογικών φραγμών και την διακοπή των κυβερνοκλοπών -όλα θέματα που έθιξε ο Trump με τον Xi στην σύνοδο κορυφής του G-20 τον Δεκέμβριο του 2018.

 

Η Ευρώπη και οι Ηνωμένες Πολιτείες θα πρέπει επίσης να αναπτύξουν εναλλακτικές λύσεις έναντι της BRI. Για πολλές χώρες, οι κινεζικές επενδύσεις -ακόμη και με τις σχετικές επιβαρύνσεις χρέους- θεωρούνται ως η μόνη επιλογή για την αντιμετώπιση προβληματικών ή ανύπαρκτων υποδομών και για την οικοδόμηση εγχώριων βιομηχανιών. Σε πολλές περιοχές της ευρωπαϊκής ηπείρου, όπως η Σερβία, η ΕΕ προσπάθησε να προσφέρει εναλλακτικές λύσεις. Αλλά η φορτωμένη γραφειοκρατία και η οδυνηρά αργή βοήθεια από τις Βρυξέλλες δεν φτάνει τα φτηνά, άνευ όρων κινεζικά δάνεια.

 

Η Δύση χρειάζεται καλύτερες επιλογές. Η Στρατηγική Σύνδεσης ΕΕ-Ασίας (Europe-Asia Connectivity Strategy), η οποία παρουσιάστηκε στα τέλη του 2018 και αποσκοπεί στην ενίσχυση των ψηφιακών, μεταφορικών και ενεργειακών σχέσεων μεταξύ Ευρώπης και Ασίας και στην προώθηση της ανάπτυξης, θα μπορούσε να παράσχει εναλλακτικές λύσεις στην BRI. Το ίδιο θα μπορούσε και ο νόμος BUILD των Ηνωμένων Πολιτειών [15], τον οποίον το Κογκρέσο πέρασε το 2018, δημιουργώντας ένα νέο ίδρυμα χρηματοδότησης της ανάπτυξης με προϋπολογισμό 60 δισεκατομμυρίων δολαρίων για επενδύσεις σε αναπτυσσόμενες χώρες. Παρόλα αυτά, οι προσπάθειες αυτές αναπόφευκτα θα ωχριούν σε σύγκριση με την BRI, η χρηματοδότηση της οποίας ανέρχεται ήδη σε περισσότερα από 200 δισεκατομμύρια δολάρια και θα μπορούσε να ανέλθει σε 1,3 τρισεκατομμύρια δολάρια μέχρι το 2027. Εάν κάποιο από τα δύο έργα πρόκειται επιτύχει, θα χρειαστούν σαφέστερες προτεραιότητες, και μεγαλύτερη πολιτική υποστήριξη.

 

Μια άλλη, λιγότερο φιλόδοξη προσέγγιση θα ήταν οι Βρυξέλλες και η Ουάσιγκτον να στείλουν πολιτικούς και οικονομολόγους για να κάνουν ανεξάρτητη αξιολόγηση για τα σχέδια που εξετάζουν οι χώρες με την Κίνα. Το 2018, το υπουργείο Οικονομικών των ΗΠΑ έστειλε μια μικρή ομάδα στη Μυανμάρ για να βοηθήσει την κυβέρνηση να επαναδιαπραγματευτεί μια λιμενική συμφωνία με την Κίνα. Η [εφημερίδα] Wall Street Journal ανέφερε [16] ότι οι αξιωματούχοι της Μυανμάρ κέρδισαν μια καλύτερη διαπραγμάτευση και απέφυγαν παγίδες χρέους χάρη στην βοήθεια των ΗΠΑ. Οι Βρυξέλλες και η Ουάσιγκτον πρέπει να προσφέρουν την ίδια εμπειρία σε μέρη όπως η Πορτογαλία και η Σερβία.

 

Τα κράτη-μέλη της ΕΕ και οι Ηνωμένες Πολιτείες θα πρέπει επίσης να συνεργαστούν για την αντιμετώπιση της κινεζικής επιρροής στα πολιτικά τους συστήματα. Η Ουάσινγκτον και πολλά μέλη της ΕΕ έχουν ήδη επισημάνει την ανησυχία τους για το θέμα και εξετάζουν τη νομοθεσία για την καταπολέμηση των ξένων παρεμβάσεων την οποία η Αυστραλία πέρασε πέρυσι ως ένα μοντέλο για την αντιμετώπιση της κινεζικής πολιτικής παρέμβασης. Αλλά μια τέτοια αντίσταση θα πρέπει να υπερβαίνει τις εθνικές κυβερνήσεις. Η Ευρώπη και οι Ηνωμένες Πολιτείες πρέπει να κατανοήσουν καλύτερα τα κανάλια της κινεζικής επιρροής σε τοπικό και κοινωνικό επίπεδο για να δουν τις πλήρεις επιπτώσεις στην ανοιχτή συζήτηση, την ακαδημαϊκή ακεραιότητα, και τον δημόσιο διάλογο. Τα ευρωπαϊκά και αμερικανικά πανεπιστήμια που φιλοξενούν Ινστιτούτα Κομφούκιος θα μπορούσαν να ανταλλάξουν βέλτιστες πρακτικές για την εξασφάλιση της ακαδημαϊκής ελευθερίας έναντι της κρατικής χρηματοδότησης της Κίνας. Οι τοπικοί και περιφερειακοί κυβερνητικοί αξιωματούχοι και στις δύο πλευρές του Ατλαντικού θα πρέπει να αξιολογήσουν τα κινεζικά επενδυτικά σχέδια, όπως αυτό στο Duisburg της Γερμανίας, όπου ο δήμαρχος αποφάσισε να συνεργαστεί με την Huawei για να αναπτύξει μια «έξυπνη πόλη» βασισμένη σε προηγμένες υποδομές, «cloud» υπολογιστική, και καλύτερη αστική επιμελητεία.

 

Μια διατλαντική στρατηγική για την Κίνα δεν πρέπει να επικεντρωθεί μόνο στην αντιμετώπιση των κινεζικών πολιτικών. Και οι τρεις δρώντες -η ΕΕ, οι Ηνωμένες Πολιτείες και η Κίνα- συνενώθηκαν στο παρελθόν για να αντιμετωπίσουν κοινές προκλήσεις, όπως η κλιματική αλλαγή. Μπορούν να το κάνουν ξανά. Οι περιβαλλοντικές πολιτικές της Κίνας θα είναι κρίσιμες για την επίτευξη παγκόσμιας προόδου όσον αφορά την αλλαγή του κλίματος˙ η Ευρώπη και η Κίνα θα πρέπει να ακολουθήσουν κάθε οδό συνεργασίας μέχρι να επιστρέψουν οι Ηνωμένες Πολιτείες στο τραπέζι. Η προώθηση της ανάπτυξης δεν χρειάζεται να είναι αποκλειστικά ανταγωνιστική. Οι Δυτικές κυβερνήσεις και εταιρείες πρέπει να προσπαθήσουν να ενθαρρύνουν την Κίνα να ανεβάσει τα εργασιακά και περιβαλλοντικά πρότυπα, να χρησιμοποιεί διαφανείς συμβάσεις, και να επικεντρώνεται στην οικονομική βιωσιμότητά των επενδυτικών σχεδίων και των έργων υποδομών της με το να συνδυάζουν τους πόρους και την τεχνογνωσία τους ώστε να προσφέρουν τις δικές τους υψηλής ποιότητας επενδύσεις στις χώρες των αναδυόμενων αγορών, δημιουργώντας μεταξύ των αναπτυξιακών σχεδίων μια κούρσα προς την κορυφή. Η στρατηγική συνδεσιμότητας της Ιαπωνίας, που ξεκίνησε από τον πρωθυπουργό Shinzo Abe αμέσως μετά την εισαγωγή της BRI από την Κίνα, προσφέρει ένα καλό μοντέλο. Το σχετικό κεφάλαιο ύψους 110 δισεκατομμυρίων δολαρίων ενίσχυσε την ικανότητα της Ιαπωνίας να χρηματοδοτεί υψηλής ποιότητας και οικονομικά βιώσιμα αναπτυξιακά σχέδια, κατά καιρούς σε συνεργασία με την Κίνα, εφόσον τηρεί τις αρχές της Ιαπωνίας. Αυτό που οι Ιάπωνες φαίνεται να έχουν μάθει ταχύτερα από τους διατλαντικούς ομολόγους τους είναι ότι τα κράτη θα ακολουθήσουν την ηγεσία της Κίνας αν είναι ο μόνος παίκτης του παιχνιδιού, αλλά όταν ανταγωνίζονται άλλες χώρες, ο αναπτυσσόμενος κόσμος αποκτά καλύτερες επιλογές.

 

ΟΛΟΙ ΜΑΖΙ ΤΩΡΑ

 

Αυτές είναι δύσκολες στιγμές για την ΕΕ. Το Brexit, οι θρίαμβοι του αντιφιλελευθερισμού σε όλη την Ευρώπη, η αναζωπυρωμένη Ρωσία και οι επιδεινούμενοι διατλαντικοί δεσμοί έστειλαν τους Ευρωπαίους ηγέτες να αγωνίζονται για να διατηρήσουν τόσο το ευρωπαϊκό σχέδιο όσο και το διεθνές σύστημα. Αυτό τους άφησε λιγότερο χρόνο και ενέργεια για να επικεντρωθούν στην Κίνα. Παρόλο που ορισμένες χώρες αναπτύσσουν απαντήσεις στην αυξανόμενη κινεζική οικονομική εμπλοκή και πολιτική επιρροή στην Ευρώπη, πάρα πολλοί αγνοούν την πρόκληση από την Κίνας.

 

Κατά την διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου, η Ευρώπη ήταν ένα πεδίο μάχης για τον ιδεολογικό ανταγωνισμό μεταξύ των Ηνωμένων Πολιτειών και της Σοβιετικής Ένωσης. Δεν είχε λόγο για το αποτέλεσμα. Σήμερα, η Ευρώπη έχει την δυνατότητα να αποτρέψει έναν νέο Ψυχρό Πόλεμο και να προωθήσει ένα πιο σταθερό και ευημερούν μέλλον. Εάν αυτό είναι να συμβεί, η Γερμανία θα πρέπει να αναλάβει ηγετικό ρόλο. Πρέπει να παροτρύνει την γηραιά ήπειρο να αναπτύξει μια συνεκτική στρατηγική που θα στηρίζεται στα μοναδικά δυνατά σημεία της Ευρώπης και στις φιλελεύθερες δημοκρατικές αξίες. Μόνο τότε η ΕΕ μπορεί να συνεργαστεί με τις Ηνωμένες Πολιτείες για την ανανέωση ενός κουρασμένου διεθνούς συστήματος -από την ενημέρωση της αρχιτεκτονικής του παγκόσμιου εμπορίου έως την διαχείριση νέων και αποδιοργανωτικών τεχνολογιών- και την προστασία της ελεύθερης και δημοκρατικής φύσης της φιλελεύθερης τάξης από την κινεζική επιρροή. Εάν ο δημοκρατικός κόσμος δεν μπορέσει να αρθεί στο καθήκον, η Κίνα θα επανασχεδιάσει το σύστημα όπως εκείνη κρίνει κατάλληλο. Στην Ευρώπη δεν θα αρέσει το αποτέλεσμα.

 

Η JULIANNE SMITH παρακολούθησε την πολιτική της Ευρώπης και του ΝΑΤΟ στο Γραφείο του Υπουργού Άμυνας των ΗΠΑ από το 2009 έως το 2012 και διετέλεσε Αναπληρωτής Σύμβουλος Εθνικής Ασφάλειας στον αντιπρόεδρο των ΗΠΑ, Τζο Μπάιντεν, από το 2012 έως το 2013.
 

Η TORREY TAUSSIG είναι εξωτερική συνεργάτης στο Κέντρο για τις Ηνωμένες Πολιτείες και την Ευρώπη του Ινστιτούτου Brookings.

 

Foreign Affairs

 

http://www.foreignaffairs.gr/articles/73025/julianne-smith-kai-torrey-taussig/o-palaios-kosmos-kai-to-mesaio-basileio?page=show

 

https://www.foreignaffairs.com/articles/china/2019-08-12/old-world-and-middle-kingdom

 

Greek Finance Forum

 

 

Σχόλια Χρηστών

 
 
 

 

 

 

 

 
 
   

   

   

Trading σε ελληνικές μετοχές μέσω της Πλατφόρμας Συναλλαγών Plus 500 (Κάντε Click και Κατεβάστε την μοναδική πλατφόρμα συναλλαγών, χωρίς καμία οικονομική υποχρέωση, περιλαμβάνει και λογαριασμό "επίδειξης" - Demo). 

Λήψη τώρα!

 © 2016-2017 Greek Finance Forum

Αποποίηση Ευθύνης....