|
|
|
Ο
πρώην διευθύνων
σύμβουλος της Google, Eric
Schmidt, έκρουσε
τον κώδωνα του κινδύνου
την περασμένη εβδομάδα,
περιγράφοντας την
ηγετική θέση της Κίνας
στην τεχνητή νοημοσύνη
ως μια απειλή ασφαλείας
η οποία θα μπορούσε να
οδηγήσει σε έναν «high-tech
αυταρχισμό»
παγκοσμίως.
«Αν δεν δράσουμε τώρα,
σε 10 ή 20 χρόνια θα
λέμε ‘Πώς μας διέφυγε
αυτό;’» είπε ο Schmidt
σε ένα διαδικτυακό event
που φιλοξένησε η
δεξαμενή σκέψης
Bipartisan Policy
Center.
Ο Schmidt, ο οποίος
είναι επικεφαλής του
Συμβουλίου Αμυντικής
Καινοτομίας στο
Υπουργείο Άμυνας των ΗΠΑ,
λέει ότι η αύξηση των
κρατικών δαπανών για την
έρευνα στην τεχνητή
νοημοσύνη είναι κρίσιμη
επειδή «δεν μπορεί να
υποκατασταθεί από την
ιδιωτική φιλανθρωπία».
Το ύψος των χρημάτων που
απαιτούνται για τη
χρηματοδότηση
ερευνητικών project στην
τεχνητή νοημοσύνη –
project δίχως
ενδεχομένως κάποιο άμεσο
και χειροπιαστό
αποτέλεσμα – είναι τόσο
μεγάλο που καμία
εταιρεία δεν μπορεί να
το αναλάβει.
Ο Martijn
Rasser, εταίρος
δημόσιας πολιτικής στο
Κέντρο για μια Νέα
Αμερικανική Ασφάλεια,
μια δεξαμενή σκέψης που
ασκεί μεγάλη επιρροή,
συμμερίζεται την άποψη
του Schmidt. Ο ίδιος
λέει ότι η οργάνωσή του
κάνει έκκληση στις ΗΠΑ
να δαπανήσουν 25
δισεκατομμύρια δολάρια
ετησίως για έρευνα στην
τεχνητή νοημοσύνη έως το
2025.
Για να έχετε ένα μέτρο
σύγκρισης, ο Λευκός
Οίκος ανακοίνωσε τον
Φλεβάρη ότι θα αυξήσει
τις δαπάνες για μη
στρατιωτική έρευνα στην
τεχνητή νοημοσύνη στα 2
δισεκατομμύρια δολάρια
ετησίως έως το 2022.
«Η τεχνητή νοημοσύνη θα
αναδειχθεί σε τόσο
θεμελιώδους σημασίας
τεχνολογία που δεν
έχουμε την πολυτέλεια να
μείνουμε πίσω» είπε ο
Rasser.
Ο Schmidt, ο οποίος έχει
επενδύσει σε startup
τεχνητής νοημοσύνης και
κατέχει τεράστιο μερίδιο
στη μητρική της Google,
Alphabet, καλλιεργεί τον
φόβο έναντι μιας
μελλοντικής κυριαρχίας
των Κινέζων ως ένα
εργαλείο για να
δημιουργηθεί μια αίσθηση
έκτακτης ανάγκης. Κι
αυτή η αίσθηση, εφόσον
παγιωθεί, μπορεί να
οδηγήσει ευκολότερα στην
αύξηση των εθνικών
δαπανών για την έρευνα
στην τεχνητή νοημοσύνη
στις ΗΠΑ.
*Fortune
|
|